
Τον λάτρεψαν όχι μόνο ως πολιτικό αλλά σαν ροκ σταρ. Και τον μίσησαν. Ετσι συμβαίνει πάντα με αυτούς που δεν είναι μετριοπαθείς, δηλαδή αδιάφοροι. Βέβαια, περισσότερο (ή περισσότεροι) τον λάτρεψαν παρά τον μίσησαν. Και οι μεν και οι δε για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Μεταξύ άλλων για τη σχέση του με τον κόσμο, για τα νομοσχέδια που βοήθησαν να παραμεριστούν ταμπού και προκαταλήψεις, για το ότι έβγαλε την πολιτική (και τους πολιτικούς) από το συμβολικό, επίσημο ένδυμα της εξουσίας. Οπως το τραγούδησε ο Σαββόπουλος στο «Οι εκλογές μαντινάδα»: «Ο ένας ήταν Θεσσαλός στο σχήμα του Φλωράκη, ο παραδίπλα ανδρεϊκός με γεια και το μπλουζάκι». Είκοσι εννέα χρόνια σήμερα από τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου – και ο Τσίπρας ακόμη προσπαθεί να μιμηθεί τη φωνή του.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι το γραμματόσημο στο ανεπίδοτο ίσως ακόμη γράμμα της Μεταπολίτευσης. Το πρόσωπο στην κεντρική αφίσα της. Με τον μύθο του να παραμένει, μέχρι σήμερα, ζωντανός διότι τροφοδοτείται απ’ όσους φιλοδοξούν να «κατεβούν στο γήπεδο» ως συνεχιστές του. Αλλά οι μύθοι δεν έχουν συνέχεια. Γι’ αυτό είναι μύθοι. Κι αυτό που έγινε, για παράδειγμα, το καλοκαίρι του 1981, λίγους μήνες πριν από τις εκλογές, στο θέατρο της Επιδαύρου δεν πρόκειται να συμβεί, και όχι μόνο σε πολιτικό. Είχε κυκλοφορήσει λοιπόν η είδηση ότι ο Ανδρέας θα παρακολουθούσε την παράσταση της «Ορέστειας» σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, με τη Μελίνα Μερκούρη στον ρόλο της Κλυταιμνήστρας. Το θέατρο ήταν τίγκα, όπως δεν ήταν ούτε στην ιστορική εμφάνιση της Κάλλας. Οχι μόνο από θεατρόφιλους αλλά και από κατοίκους της ευρύτερης περιοχής που έμαθαν ότι θα έδινε το «παρών» και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Οι οποίοι μπήκαν (χωρίς εισιτήριο να υποθέσω) και κάθισαν στα σκαλάκια των διαδρόμων μεταξύ των κερκίδων, οι οποίοι είναι τα φυσικά ηχεία του θεάτρου, γι’ αυτό και ο Κουν, όταν το είδε, χτυπούσε το κεφάλι του στην ελιά που είναι πίσω από τη σκηνή, πιστεύοντας ότι δεν θα ακουστεί λέξη από την παράσταση. Και ο Ανδρέας έκανε είσοδο. Και το κοινό άρχισε να χειροκροτεί και να επευφημεί. Για ένα λεπτό; Για τρία; Για πέντε; Σχεδόν δέκα – προσπαθήστε να χειροκροτήσετε επί δέκα λεπτά και θα καταλάβετε. Οι εκλογές είχαν κριθεί (παρεμπιπτόντως, παρά τους φισκαρισμένους διαδρόμους, μια χαρά ακούστηκε ο λόγος του Αισχύλου).
Από το λαϊκό προσκύνημα της σορού του θυμάμαι σκηνές στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ που «φωτογραφίζουν» τη σχέση του με τον κόσμο. Για παράδειγμα, χαράματα της τελευταίας ημέρας έφτανε το πλοίο από την Κρήτη και πριν καλά καλά κατεβεί η μπουκαπόρτα, δεκάδες Κρητικοί, όλοι μαυροντυμένοι, βγήκαν τρέχοντας μήπως και δεν προλάβουν το φέρετρο στη Μητρόπολη. Κι εκείνον τον γέροντα που, κρατώντας ένα λουλούδι, ανέβαινε υποβασταζόμενος τα σκαλιά της εκκλησίας και είπε στον ρεπόρτερ, κλαίγοντας με λυγμούς, ότι βγήκε από το νοσοκομείο για να του ζητήσει από «κοντά» συγγνώμη για τη μοναδική φορά που δεν τον ψήφισε.
Ποιος έκανε ποιον
Εκανε ο Ανδρέας το ΠΑΣΟΚ ή το ΠΑΣΟΚ τον Ανδρέα; Ή μήπως είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για όλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις και θα τις έκανε όποιος κι αν ήταν στην εξουσία; Δεν ξέρω. Αλλωστε οι συγκυρίες και όχι οι προθέσεις γράφουν Ιστορία. Εγιναν λάθη τις περιόδους της διακυβέρνησής του; Πάρα πολλά. Θα τον κρίνει η Ιστορία; Οχι. Πριν από την Ιστορία τον είχε κρίνει ήδη ο κόσμος – σπάνια συμβαίνει αυτό, αλλά συμβαίνει. Διότι έχω την εντύπωση ότι ο Ανδρέας ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τη σχέση του με τον κόσμο παρά με την Ιστορία. Αυτό έδειξε, ας πούμε, με το περίφημο νεύμα προς τη Δήμητρα Λιάνη στη σκάλα του αεροπλάνου. Αν και έχω την εντύπωση ότι οι μεγάλοι ηγέτες σαν αυτόν γνωρίζουν ότι τα μεγάλα κεφάλαια της Ιστορίας γράφονται από μικρές κινήσεις.