Μπαλί: Το σφράγισμα του δοντιού

Σαν των Φαιά­κων το κα­ρά­β’ η φα­ντα­σία,

χω­ρίς να τη βοη­θάν πα­νιά και λα­μνο­κό­ποι,

κυ­λά­ει· κι εί­ναι στα βά­θη της ψυ­χής μου τό­ποι

πα­νάρ­χαιοι κι ασά­λευ­τοι σαν την Ασία.

Κω­στής Πα­λα­μάς, Πα­τρί­δες

O τό­πος των ικε­σιών δεν εί­ναι απο­κομ­μέ­νος από τον υπό­λοι­πο ζω­τι­κό χώ­ρο της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας του Μπαλί, πολ­λα­πλώς ση­μαί­νον της Ιν­δο­νη­σί­ας. Οι πλα­τεί­ες για πα­ρά­δειγ­μα εί­ναι κι αυ­τές λει­τουρ­γι­κοί βω­μοί, πρό­χει­ρα, αλ­λά κα­τάλ­λη­λα ση­μεία επί­κλη­σης των πνευ­μά­των. Αντι­κα­θι­στούν εύ­κο­λα κι οποια­δή­πο­τε στιγ­μή χρεια­στεί τις κύ­ριες λα­τρευ­τι­κές εστί­ες. Η πλα­τεία, το ξέ­φω­το ενός άλ­σους, το πάρ­κο της γει­το­νιάς, θε­ω­ρού­νται πρό­σφο­ρα, εναλ­λα­κτι­κά πε­δία της θρη­σκευ­τι­κής αγω­γής. Υπο­στα­σιο­ποιώ­ντας τη ρη­τή πα­ρου­σία του θεϊ­κού ανά­με­σά μας, οι χώ­ροι αυ­τοί ανά­γο­νται στη σφαί­ρα του με­τα­φυ­σι­κού με την ίδια ευ­κο­λία και άνε­ση που εμείς κά­νου­με πο­δή­λα­το, ή κο­λυ­μπά­με. Ανα­νε­ώ­νο­ντας τα­κτι­κά τους δε­σμούς των κα­τοί­κων με το επέ­κει­να, κα­τά τρό­πο άμε­σο, θα λέ­γα­με φυ­σιο­λο­γι­κό, τα αγο­ραία, τα πλη­θυ­ντι­κά αυ­τά το­πία, με­τα­μορ­φώ­νο­νται από τη μια στιγ­μή στην άλ­λη σε κα­θα­ρές μο­νά­δες του ιε­ρού.

Πε­ρα­στι­κός από το Ού­μπουντ, που βρί­σκε­ται στο δα­σώ­δες κέ­ντρο του νη­σιού, κα­θη­λώ­νο­μαι: δη­μό­σιο σφρά­γι­σμα δο­ντιών, που πι­στο­ποιεί ενη­λι­κί­ω­ση, δυ­να­μι­κό πέ­ρα­σμα στην οι­κο­γέ­νεια των ωρί­μων με­λών της κοι­νό­τη­τας, πλαι­σιω­μέ­νο από τις κα­τάλ­λη­λες προ­σευ­χές και τα διε­ξο­δι­κά ξόρ­κια. Παίρ­νω δια­κρι­τι­κά θέ­ση μα­ζί με τους φί­λους μου στην τρί­τη σει­ρά των κα­θι­σμά­των. Άλ­λη μια φο­ρά δια­πι­στώ­νω ότι οι απα­ραί­τη­τες σπον­δές, οι κα­τα­νυ­κτι­κές επι­κλή­σεις στα δί­βου­λα τε­λώ­νια, οι πα­ρα­κλή­σεις, τε­λού­νται με τυ­πι­κή ακρί­βεια και χά­ρη. Οι κα­θιε­ρω­μέ­νες απο­δό­σεις ευ­χα­ρι­στιών σε κά­ποιους από τους ανα­ρίθ­μη­τους εδώ θε­ούς, οι οποί­οι, ως γνω­στόν, στοι­χειώ­νουν την κά­θε ώρα που περ­νά­ει, εί­ναι υπό­θε­ση τό­σο αυ­το­νό­η­τη, όσο και εξαι­ρε­τι­κά λε­πτή.

Αντι­λαμ­βά­νο­μαι ότι όλα αυ­τά δεν απο­τε­λούν με­ρι­κές ακό­μη επει­σο­δια­κές, πι­θα­νό­τα­τα επου­σιώ­δεις πα­ραλ­λα­γές της ελεύ­θε­ρης άσκη­σης των θρη­σκευ­τι­κών κα­θη­κό­ντων των ιν­δουι­στών της Ιν­δο­νη­σί­ας, όπως θα φαι­νό­ταν με την πρώ­τη βια­στι­κή μα­τιά, ού­τε συ­νι­στούν κα­τα­να­γκα­στι­κές εν­δεί­ξεις ευ­σέ­βειας. Κά­θε άλ­λο. Τα υπο­κεί­με­να της τε­λε­τής, η αθρόα προ­σέ­λευ­ση των οποί­ων εί­ναι πράγ­μα­τι εντυ­πω­σια­κή, δεν επι­διώ­κουν να ανα­πα­ρα­στή­σουν κά­τι, δεν δεί­χνουν ότι υπο­δύ­ο­νται ρό­λους ιε­ρουρ­γών, αλ­λά αντι­θέ­τως συμ­με­τέ­χουν συ­νει­δη­τά σε μιαν ολι­κή έκ­στα­ση. Η σι­γου­ριά της ζω­ι­κής ορ­μής, η ευω­χία του ορα­μα­τι­κού, η πα­νη­γυ­ρι­κή πλη­ρό­τη­τα του ερω­τι­κού: όλα αυ­τά διά­χυ­τα, κοι­νά, ανα­λώ­σι­μα.

Ορα­τά και αό­ρα­τα συ­νυ­πάρ­χουν, συ­νο­μι­λούν, συ­νερ­γούν στην οδο­ντι­κή χά­ρα­ξη. Τα σώ­μα­τα των γυ­ναι­κών πε­ρι­βε­βλη­μέ­να με τα απα­στρά­πτο­ντα εν­δύ­μα­τα της πορ­φύ­ρας συ­ναι­νούν εμ­μέ­σως σ’ αυ­τή τη συ­γκε­κρι­μέ­νη με­τα­φυ­σι­κή σύ­γκλη­ση. Το ρού­χο της προ­σευ­χής ανα­δει­κνύ­ε­ται σε πρω­τεύ­ον έμ­βλη­μα με­γα­λο­πρέ­πειας. Τώ­ρα που χα­μη­λώ­νει αρ­γά, μει­λί­χια το φως της ημέ­ρας, οι αντα­να­κλά­σεις του πα­ντα­χού πα­ρό­ντος κε­ντη­τού χρυ­σού και των αμέ­τρη­των απο­μι­μή­σε­ών του, πα­ρα­πέ­μπουν στην αυ­το­κρα­το­ρι­κή κα­τα­γω­γή της εν­δυ­μα­το­λο­γι­κής ποι­κι­λί­ας. Εί­ναι το χρυ­σά­φι του αρ­χαί­ου μύ­στη – άρ­χο­ντα, ο οποί­ος, όπως σπεύ­δουν να με βε­βαιώ­σουν οι δι­πλα­νοί μου, πα­ρί­στα­ται αναμ­φί­βο­λα εδώ, ως πνεύ­μα. Το ζω­η­ρό, ενί­ο­τε εκτυ­φλω­τι­κό κί­τρι­νο, που απορ­ρο­φά με τη σει­ρά του ό, τι απο­μέ­νει πια από την ηλια­κή ακτι­νο­βο­λία, υπο­γραμ­μί­ζει αντί­στοι­χα την ιε­ρα­τι­κή φύ­ση της στιγ­μής.

Οι άντρες, που συμ­με­τέ­χουν στην τε­λε­τή, σχε­δόν γυ­μνοί από τη μέ­ση και πά­νω, εί­ναι τα άλ­λα υπο­κεί­με­να της δρά­σης, που φέ­ρουν τα ανα­γνω­ρι­στι­κά ση­μά­δια της πί­στης πά­νω στο ίδιο τους το κορ­μί. Με­τά από μιά­μι­ση ώρα πε­ρί­που εδώ, αρ­χί­ζω να τα δια­κρί­νω το ένα με­τά το άλ­λο: στίγ­μα­τα της λευ­κής μα­γεί­ας, ου­λές – υπο­γρα­φές, λι­τά γε­ω­με­τρι­κά σχέ­δια μιας από­κρυ­φης γνώ­σης, τα­τουάζ μιας ανε­ξί­τη­λης, ρω­μα­λέ­ας προ­σχώ­ρη­σης στο αδια­νό­η­το. Τα συ­ναρ­πα­στι­κά κε­φά­λαια αυ­τού του διά­σπαρ­του, αλ­λά ευ­διά­κρι­του κει­μέ­νου με κα­λούν να τα δια­βά­σω πά­νω στα ιδρω­μέ­να μπρά­τσα, στις μπρούν­τζι­νες πλά­τες, στην ευ­λύ­γι­στη μέ­ση, στις κνή­μες, στους αυ­χέ­νες, στους μυώ­δεις μη­ρούς, στα ξα­ναμ­μέ­να μά­γου­λα. Κω­δι­κο­ποι­η­μέ­νες αντι­στοι­χί­ες, κοι­νοί δεί­κτες, εμ­φα­νείς συν­δη­λώ­σεις, μια σα­φέ­στα­τη αλ­λη­λου­χία μη­νυ­μά­των – τα πά­ντα ανά­γο­νται τώ­ρα στο φως και στο σκο­τά­δι μιας πα­μπά­λαιας πεί­ρας στον τρό­μο, που ανέ­κα­θεν απέ­πνεε η θυ­σια­στι­κή πρά­ξη, και βε­βαί­ως στον αντί­πο­δα του, το έλε­ος, που κά­ποια στιγ­μή ίσως μπο­ρεί να πα­ρα­χω­ρη­θεί. Πρό­κει­ται για ένα καλ­λι­τε­χνι­κό, εναρ­γές ολο­κλή­ρω­μα. Εί­ναι η ιδιό­τυ­πη, από κά­θε άπο­ψη επαρ­κής απο­τύ­πω­ση μιας πο­λύ­ση­μης ομο­λο­γί­ας πα­θών πά­νω στο ηλιο­κα­μέ­νο δέρ­μα της αι­σθη­τι­κής έκ­φρα­σης.

Οι αυ­τό­κλη­τοι οδο­ντο­τε­χνί­τες – μά­γοι, σφρα­γί­ζο­ντας τα δό­ντια μιας πε­πε­ρα­σμέ­νης πλέ­ον εφη­βεί­ας, ει­σά­γουν θε­α­μα­τι­κά τους νε­α­ρούς συ­μπο­λί­τες τους στην κοι­νω­νία του θαυ­μά­σιου. Εκεί όπου δεν υπάρ­χουν ασύ­στο­λες συμ­βά­σεις, κραυ­γα­λέα ψεύ­δη, πλα­στά ιδε­ώ­δη, εί­δω­λα και φα­ντά­σμα­τα της πλα­τω­νι­κής σπη­λιάς, αλ­λά μό­νον εμπράγ­μα­τες – εγ­χά­ρα­κτες, οδο­ντι­κές, αλή­θειες.

Άλ­λο ένα δό­ντι σφρα­γί­ζε­ται προς τα αρι­στε­ρά της πλα­τεί­ας – σκη­νής. Στο όνο­μα μιας συμ­βο­λι­κής ταύ­τι­σης με τις δυ­νά­μεις της αγα­θής τύ­χης, ο νέ­ος έχει προ­σέλ­θει με ανυ­πό­κρι­το εν­θου­σια­σμό, που δεν αρ­γεί να με­τα­τρα­πεί σε έκ­δη­λη τα­πεί­νω­ση. Το σφρά­γι­σμα εί­ναι άλ­λω­στε η με­γά­λη, η ανέκ­κλη­τη δω­ρεά, η εγκα­τά­στα­ση μιας ταυ­τό­τη­τας. Το αρ­χέ­γο­νο γέ­νος, που κα­θιέ­ρω­σε μέ­σα στους αιώ­νες την εγ­γρα­φή αυ­τού του εί­δους στα μη­τρώα των ενη­λί­κων, έρ­χε­ται να αυ­το­δη­λω­θεί, να εγκα­τα­στα­θεί μά­λι­στα για πά­ντα μέ­σα στη στο­μα­τι­κή κοι­λό­τη­τα, εκεί ακρι­βώς που γεν­νιέ­ται το φώ­νη­μα, εκεί που ο μύ­θος εγκολ­πώ­νε­ται τις λέ­ξεις.

Το φα­ντα­στι­κό τί­θε­ται συ­στη­μα­τι­κά λοι­πόν στην υπη­ρε­σία της κοι­νο­τι­κής δια­βί­ω­σης και αντι­στρό­φως. Η φα­ντα­σια­κή πρά­ξη εί­ναι δε­σμευ­τι­κή, κα­θο­ρι­στι­κή. Κα­θί­στα­ται κο­σμι­κή, δια­τη­ρώ­ντας ταυ­τό­χρο­να το πλε­ο­νέ­κτη­μα του υψί­στου πα­ρά­γο­ντα.

Η γοη­τεία που ασκεί η άδο­λη επα­φή με το υπερ­κό­σμιο κα­θο­δη­γεί τα βή­μα­τα του κο­ρι­τσιού που έρ­χε­ται να κά­τσει οκλα­δόν λί­γα μέ­τρα πιο πέ­ρα. Σε λί­γο απο­μο­νώ­νε­ται, αφαι­ρεί από το πε­ρι­βάλ­λον ήχους και κι­νή­σεις. Μπο­ρεί κι αυ­το­συ­γκε­ντρώ­νε­ται με εξα­σκη­μέ­νη, εί­ναι φα­νε­ρό, απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα. Προ­σεύ­χε­ται σιω­πη­λά, μό­λις που σα­λεύ­ουν τα έντο­να βαμ­μέ­να κόκ­κι­να χεί­λη της. Τα μά­τια κλει­στά, οι ενω­μέ­νες πα­λά­μες στο ύψος του προ­σώ­που κρα­τούν για­σε­μιά και άν­θη λω­τού. Έχει μεί­νει αρ­κε­τά εκεί, ατά­ρα­χη, ακί­νη­τη. Η πλά­τη πά­ντα ορ­θή. Το θέ­α­μα γύ­ρω μας την αφο­ρού­σε στο βαθ­μό που θα της επέ­τρε­πε να φτά­σει ως εδώ, στην ορια­κή δη­λα­δή μέ­θε­ξη. Όταν αρ­γό­τε­ρα ξα­να­μπαί­νει, φα­νε­ρά εξου­θε­νω­μέ­νη, στο δι­κό μας πα­ρόν, εξα­κο­λου­θεί να πα­ρα­μέ­νει από­κο­σμη, αλ­λά εξ ίσου θελ­κτι­κή. Ού­τε απο­στε­ω­μέ­νη, ού­τε εύ­σαρ­κη. Εκτός ύλης. Τρυ­φε­ρή.

Η αρ­μο­νία που πρέ­πει να διέ­πει τη σχέ­ση αν­θρώ­που – ευ­ερ­γέ­τη δαί­μο­να εί­ναι εφι­κτή στο βαθ­μό που ολο­κλη­ρώ­νε­ται η κα­τάλ­λη­λη δέ­η­ση. Σε συν­δυα­σμό με το αρ­ρα­γές σφρά­γι­σμα, η δέ­η­ση εί­ναι το επι­στέ­γα­σμα της σύ­νε­σης: μπρο­στά στο μυ­στή­ριο, που υπο­βάλ­λει η κο­σμο­γο­νι­κή θεία ου­σία, η πα­ντο­δύ­να­μη, απρό­ο­πτη φύ­ση, το άτο­μο οφεί­λει να επι­δεί­ξει το δό­ντι της φρό­νη­σης. Εί­ναι σαν να απο­δί­δε­ται ταυ­τό­χρο­να ο σε­βα­σμός όχι μό­νο στις πο­σό­τη­τες και στις ποιό­τη­τες της οφει­λό­με­νης πα­τρο­γο­νι­κής πί­στης, αλ­λά και στο ήθος μιας κα­θα­ρά υπερ­φυ­σι­κής τά­ξης. Μιας τά­ξης, η οποία κα­τα­νο­εί­ται όμως ως υπό­θε­ση απλή, αμέ­σως προ­σι­τή και το κυ­ριό­τε­ρο εξαι­ρε­τι­κά οι­κεία. Οι θε­οί εί­ναι κο­ντά μας, μας ακούν και μας βλέ­πουν. Ξέ­ρου­με ότι υπάρ­χει μια πι­θα­νό­τη­τα να μας εμπι­στευ­τούν. Προς το πα­ρόν μας αρ­κεί ότι τους πε­ριέ­χει, τους απα­ριθ­μεί και τους νοιώ­θει ο υπαί­θριος να­ός τους, η πλα­τεία μας, το δό­ντι μας. Κά­πως έτσι κα­τά­λα­βα τα όσα μου έδω­σε η απο­ψι­νή συ­γκυ­ρία.

Η προ­θυ­μία των πα­ρι­στα­μέ­νων με υπο­χρέ­ω­σε να τους υπο­σχε­θώ ότι σύ­ντο­μα θα τους ακο­λου­θή­σω και σε μιαν άλ­λη, πα­ρό­μοια τε­λε­τή μύ­η­σης στα ήθη της ενη­λι­κί­ω­σης.

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Χάρτης” τεύχος 78, Ιούνιος 2025.

The post Μπαλί: Το σφράγισμα του δοντιού appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.