
Οι ιστορίες τρόμου είναι κάποιες φορές αποδοτικές. Ο φόβος για το τέρας κάτω από το κρεβάτι ή για τον μπαμπούλα στην ντουλάπα μπορεί να σημάδεψε γενιές και γενιές, αλλά βραχυπρόθεσμα τη δουλειά του μάλλον την έκανε. Το ίδιο συνέβη πολλές φορές και στη Μεταπολίτευση: όταν απέναντι υπάρχει «τέρας», τότε το πολιτικό δίλημμα ισχυροποιείται. Στα δύο χρόνια (παρά δέκα μέρες) από τις τελευταίες εθνικές εκλογές και ενόσω στο πολιτικό σύστημα καταγράφεται εικόνα (ενός επίμονου) κατακερματισμού, τα κόμματα ψάχνουν εναγωνίως τρόπους να συσπειρώσουν τη βάση τους μπροστά σε ένα προεκλογικό έτος, όπως αντιμετωπίζεται το 2026, και να κινητοποιήσουν εγκαίρως τα αντανακλαστικά ακροατηρίων τα οποία τους ενδιαφέρουν πολιτικά, αλλά εκείνα όλο και αποστασιοποιούνται. Παρά τον εκλογικά νεκρό χρόνο, τα πολιτικά αφηγήματα κάθε πλευράς αποκτούν ξανά «δράκους» με κοινό στόχο (προσδοκία, ακριβέστερα) αυτοί να ισχυροποιήσουν τα διλήμματα που σπεύδουν να ορίσουν προς την κοινωνία η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση. Από τα αριστερά προβάλλεται και πάλι με συγκεκριμένες αφορμές ο μπαμπούλας της «Δεξιάς», της «ελίτ» και των «σκανδάλων» και από το κυβερνών κόμμα προβάλλεται το φόβητρο του «χάους» – ένα τοπίο από το οποίο «μόνο ξαφνικοί κίνδυνοι μπορεί να προκύψουν», σύμφωνα με το νεοδημοκρατικό αφήγημα, και όχι «σοβαρή εναλλακτική» για τη διακυβέρνηση του τόπου. Η ΝΔ υπερτονίζει διαφορετικούς «δράκους», ελπίζοντας να λειτουργήσουν όλοι και όχι βραχυπρόθεσμα: τον Αλέξη Τσίπρα με συχνές παραπομπές στο 2015, το «ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη» σε έναν ξεκάθαρο διαχωρισμό του σημερινού κόμματος από το «υπεύθυνο ΠΑΣΟΚ» του 2015 καθώς και «τη συμμαχία του παραλογισμού» μετά τη σύμπλευση Κυριάκου Βελόπουλου, Ζωής Κωνσταντοπούλου, Δημήτρη Νατσιού και Στέφανου Κασσελάκη στην πρόταση σύστασης προανακριτικής επιτροπής για τα Τέμπη με αίτημα παραπομπής του Κυριάκου Μητσοτάκη για εσχάτη προδοσία.
«Και σε πλατείες και σε κυβερνήσεις»
Για κάποιους μια ενδεχόμενη επιστροφή Τσίπρα στην κεντρική πολιτική σκηνή προτού στηθούν οι επόμενες εθνικές κάλπες τρομάζει τη ΝΔ, για άλλους η κυβέρνηση βρίσκει τον αντίπαλο που τόσο καιρό αναζητάει. Το σίγουρο είναι ότι η κυβέρνηση παρακολουθεί στενά τις κινήσεις του πρώην πρωθυπουργού και έχει αποφασίσει να απαντά σε κάθε πολιτική παρέμβασή του, θυμίζοντας πεπραγμένα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ: «κλειστές τράπεζες, capital controls, συντάξεις πετσοκομμένες και νέους που έφευγαν από τη χώρα» σύμφωνα με πρόσφατη αποστροφή του Μητσοτάκη. Σύμφωνα με την κυβερνητική ανάλυση και στο φόντο δημοσκοπικών ευρημάτων, το όνομα του Τσίπρα εξακολουθεί – παρά την προσπάθεια rebranding – να ενεργοποιεί αντιΣΥΡΙΖΑ αντανακλαστικά στη βάση της ΝΔ και να λειτουργεί απωθητικά για μερίδα κεντρώων ψηφοφόρων. «Το γεγονός ότι επιστρέφει κάποιος, δεν σημαίνει ότι επιστρέφει με άλλη ταυτότητα ή με άλλα χαρακτηριστικά» λένε κυβερνητικοί παράγοντες. Η κυβέρνηση επιχειρεί αναλογίες με το 2015 και τη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και όταν καρφώνει την πρόσφατη σύμπλευση των τεσσάρων στα δεξιά και στα αριστερά της ΝΔ (με την πρόταση σύστασης Προανακριτικής για τα Τέμπη), προειδοποιώντας για νέα «πολιτική τερατογένεση» και, άρα, για τον κίνδυνο να επιστρέψουν με άλλο πρόσωπο «ακραίες, λαϊκιστικές» δυνάμεις. «Σήμερα πρωτοβλέπουμε Ακροδεξιά και Αριστερά να παραβλέπουν ιδεολογίες και να συναντιούνται με γνώμονα το κοινό πολιτικό συμφέρον; Οχι, το ζήσαμε στο παρελθόν σε πλατείες και κυβερνήσεις» λένε κυβερνητικά στελέχη.
Οταν ο «μπαμπούλας» δεν πείθει
Το Μαξίμου πιστεύει ότι οι εξελίξεις του προσφέρουν γερό πάτημα για να χρεώνει στους πολιτικούς αντιπάλους του «απόλυτο κατήφορο» και «φθηνά παιχνίδια», ενώ – χάριν διεκδίκησης των μετριοπαθέστερων ψηφοφόρων, που παραμένουν στη ζώνη των αναποφάσιστων – δεν αφήνει έξω από τη ζώνη της κριτικής τον Νίκο Ανδρουλάκη ότι προώθησε τελικά και το ΠΑΣΟΚ «και όχι μόνο τα άκρα» την τοξικότητα. Στα μισά του δρόμου διεκδίκησης τρίτης κυβερνητικής θητείας, ο Μητσοτάκης και η ΝΔ έχουν ανάγκη, ίσως περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν, να μιλούν με «προειδοποιήσεις» και να προβάλλουν «κινδύνους» για να ενεργοποιήσουν διαφορετικά ακροατήρια – είτε κουρασμένα, είτε αποστασιοποιημένα, είτε απογοητευμένα. Η επίκληση ενός «μπαμπούλα» ωστόσο δεν εγγυάται τίποτα από μόνη της. Το έζησε αυτό ο Μητσοτάκης πέρυσι, στον δρόμο για την ευρωκάλπη, όταν ο ίδιος έριχνε υπερβολικό βάρος στη δημιουργία «δράκων» (να μην υπάρχουν «πισωγυρίσματα» στην εποχή «του ψέματος και των λεφτόδεντρων», να μην γίνουν «πειραματισμοί», έλεγε σε ένα κοινό κατάκοπο από διαδοχικές κάλπες), χωρίς στην πραγματικότητα να υπάρχει αντίπαλος απέναντί του. Στη σύγχρονη παιδαγωγική πάντως η μέθοδος του «μπαμπούλα» έχει μείνει πια στην άκρη. Στην πολιτική ακόμα τη χρειάζονται και τη δοκιμάζουν – παρά την αγωνία αν όντως κάνει τη δουλειά ή μπορεί να απειλήσει με αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.