Είναι προφανές πως οι έλληνες παίκτες που αγωνίζονται στο τοπ επίπεδο του μπάσκετ σπανίζουν. Για αυτόν τον λόγο κατά καιρούς έχουμε χρησιμοποιήσει στην ομάδα άσους που είχαν άλλη παιδεία αθλητική (Στεργάκος, Τσακαλίδης δύο παραδείγματα), ενώ επιλέξαμε να προχωρήσουμε και με νατουραλιζέ (Γουόκαπ).
Κάπως έτσι φτάσαμε στο σημείο να λέμε ασμένως «ναι» σε όποιον προσφέρει τις υπηρεσίες του όποτε αυτός επιθυμεί. Ανοίγει η πόρτα της Εθνικής, λένε οι αρμόδιοι ένα τεράστιο «ευχαριστώ» και αν υπάρξει άρνηση φροντίζουν να μην κακοκαρδίσουν τον λεγάμενο, αναφέροντας απλά «εδώ είμαστε την επόμενη φορά».
Ισως είναι η ιστορία του Κώστα Σλούκα αλλά και του Τόμας Γουόκαπ. Ο πρώτος από το ’22 είχε να εμφανιστεί σε προσκλητήριο της Γαλανόλευκης. Το ’23 έκανε την ηχηρή μεταγραφή στον Παναθηναϊκό, επικαλέστηκε τραυματισμούς και ασφαλώς στο πίσω μέρος του μυαλού, και σύμφωνα με την άποψη ανθρώπων που γνωρίζουν, υπήρξε η πρώτη του σεζόν με το Τριφύλλι. Ηθελε να πάει καλά. Απών, συνεπώς, από εκείνο το Παγκόσμιο. Οπως δεν μετείχε ο Σλούκας και το ’24 στους Ολυμπιακούς Αγώνες – πάλι εμφανίστηκε καταπονημένος. Τώρα; Στα 35 του χρόνια και με την κλεψύδρα να έχει γυρίσει και τον ίδιο να νιώθει πως δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω να αποδείξει, αποφάσισε να δώσει το «παρών». Δηλώνει διαθέσιμος. Ισως για τελευταία φορά σε μια σπουδαία διοργάνωση, εν προκειμένω στο Ευρωμπάσκετ. Ας είμαστε ρεαλιστές. Δεν το κάνει για τον Σπανούλη. Απλά έτσι «του βγαίνει» του Σλούκα.
Οπως άλλωστε κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον Γουόκαπ. Στα ραντεβού των τελευταίων χρόνων, αυτά που είπε «δεν μπορώ» ο Σλούκας, ο Τόμας ήταν εκεί. Αυτή τη σεζόν όντως ταλαιπωρήθηκε από τραυματισμό, η μέση του θέλει ξεκούραση και δεν θα είναι, με δική του απόφαση, στην προετοιμασία και τους αγώνες.
Ουδείς μπορεί να αρνηθεί πως η Ευρωλίγκα και τα συνεχή ματς επιβαρύνουν τους παίκτες. Οπως άλλωστε δεν κλείνουμε τα μάτια όταν καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η συγκεκριμένη διασυλλογική διοργάνωση έχει μεγαλύτερη σημασία και στο οικονομικό κομμάτι για τους παίκτες, σε σύγκριση με τις εθνικές μάχες. Είναι με κάποιον τρόπο το δικό τους «ευ ζην».
Καλά όλα αυτά. Και ίσως δεν πρέπει να στεκόμαστε τόσο σε πρόσωπα. Είναι τα πρόσφατα παραδείγματα. Το ζητούμενο σχετίζεται με τη νοοτροπία και έως πότε θα βλέπουμε μια Εθνική που ισχύει το «όποιος θέλει μπαίνει και όποιος θέλει βγαίνει». Υπό αυτή την έννοια, μπράβο στον Γιάννη Αντετοκούνμπο που πάντα δηλώνει ετοιμοπόλεμος και παραμένει διψασμένος προκειμένου να φέρει μια ξεχωριστή στιγμή που τόσο κυνηγά εδώ και χρόνια…