Τριάντα έξι χρόνια πριν. Νέοι ήμασταν και γεράσαμε. Κι ο κόσμος άλλαξε. Αλλαξε πολύ. Καταναλώνει μετά μανίας τα σημερινά, τα τωρινά και ξεχνά τα παλαιότερα. Ακόμη και τα σύμβολα έχουν πια ημερομηνία λήξης. Σαν τα γιαούρτια ένα πράγμα. Ωστόσο, μια φωτογραφία που τραβήχτηκε πριν από τριάντα έξι χρόνια, μια φωτογραφία «απείραχτη», συγκλονίζει ακόμη. Ισως γιατί έχει ξεπεράσει την αντικειμενική αξία του ενσταντανέ. Και έχει τη δύναμη ενός πίνακα. Θα μπορούσε να είναι η αντιστροφή της «Κραυγής» του Μουνκ που απεικονίζει, για πολλούς, τον φόβο. Τούτη απεικονίζει την τόλμη του ανθρώπου. Στη «φόδρα» και των δύο όμως μπορεί και να κραυγάζει η απελπισία.
Ηταν 5 Ιουνίου του 1989. Οι φοιτητικές εξεγέρσεις στο Πεκίνο είχαν ξεκινήσει από τον Απρίλιο. Αίτημά τους οι πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που θα εξασφάλιζαν τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Η Κίνα βρισκόταν ακόμη στην απόλυτη κομμουνιστική απομόνωσή της, τα νέα στον υπόλοιπο κόσμο έφταναν αποσπασματικά σε μια εποχή χωρίς Ιντερνετ και σόσιαλ μίντια. Δυο μέρες πριν οι Αρχές είχαν ζητήσει από τους κατοίκους να μείνουν στα σπίτια τους. Και την επομένη, 50 τανκς και 300.000 αστυνομικοί βγήκαν στους δρόμους για να αντιμετωπίσουν τους διαδηλωτές στην πλατεία Τιεν Αν Μεν. Πυροβολούσαν στα τυφλά, οι επίσημες ανακοινώσεις είπαν ότι 241 άτομα σκοτώθηκαν εκείνες τις ώρες, ο Ερυθρός Σταυρός μίλησε για 2.400 νεκρούς. Το καθεστώς της Κίνας δεν επέτρεπε τη διακίνηση των ειδήσεων, ελάχιστες φωτογραφίες είχαν διαρρεύσει από αυτήν την εξέγερση που πνίγηκε στο αίμα.
Υπήρξε όμως μία, αυτή που έκανε τότε τον γύρο του κόσμου. Ενας άντρας, όρθιος, μόνος, απέναντι από τα τανκς. Ενα «πραγματάκι» τόσο δα σε σύγκριση με τα μηχανοκίνητα άρματα, μόλις που φαίνεται. Κι όμως το θάρρος του ανθρώπινου σώματος να σταθεί απέναντι στα σιδερένια θηρία του δίνει τεράστιες διαστάσεις. Φαίνεται πελώριο. Στα χέρια του κρατά δύο τσάντες, η μία σαν σακούλα. Μοιάζει σαν να γυρνάει από αγορά τροφίμων. Προσωπικά, από τότε αναρωτιόμουν τι να είχαν μέσα αυτές οι τσάντες. Πώς κάνεις μια τέτοια αποκοτιά κρατώντας δύο τσάντες στα χέρια σου; Και είναι αυτή η λεπτομέρεια που, κατά τη γνώμη μου, δίνει ένα ειδικό δραματικό φορτίο στη συγκεκριμένη φωτογραφία. Σου υποβάλει την εντύπωση ενός λανθάνοντα ηρωισμού που βρήκε τη ρωγμή ώστε να «απελευθερωθεί», να εκδηλωθεί σε όλο του το μεγαλείο.
Το πρώτο τανκ αλλάζει πορεία για να τον αποφύγει. Ο άντρας αλλάζει και αυτός θέση για να το εμποδίσει. Και έτσι κυλούν λίγα λεπτά. Μετά φαίνεται να μιλάει με τον οδηγό, να προσπαθεί να ανεβεί επάνω. Και μετά εξαφανίζεται. Κάποιες πληροφορίες λένε ότι εκτελέστηκε ύστερα από δύο εβδομάδες. Αλλες ότι η εκτέλεσή του έγινε λίγους μήνες αργότερα.
Και άλλες ότι ζει ακόμη στο Πεκίνο. Πάντως το όνομά του δεν το μάθαμε ποτέ.
Η αλήθεια στην εποχή των fake
Η σημαντικότητα αυτής της φωτογραφίας είναι ιδιαίτερη στην εποχή μας. Μια εποχή που δεν τολμάς να πιστέψεις ή να αναπαράγεις αυτό που βλέπεις. Επινε η Γκρέτα Τούνμπεργκ κοκτέιλ απολαμβάνοντας το ηλιοβασίλεμα στο κατάστρωμα του Madleen πλέοντας προς τη Γάζα; Είχε η μητέρα που κουβαλάει τα παιδιά της μέσα στα ερείπια έξι δάχτυλα και δύο δεξιά χέρια; Και είναι η πραγματική η φωτογραφία με την παλαιστίνια γιατρό που θρηνεί πάνω από τα σάβανα των οκτώ παιδιών της;
Σήμερα η φωτογραφία δεν υπάρχει για να αποτυπώνει την αλήθεια – άλλωστε αμφιβάλλω για το τι είδους «αλήθεια» υφίσταται στις μέρες μας. Χρησιμοποιείται για να εγείρει το συναίσθημα της μίας ή της άλλης πλευράς. «Πειράζεται» για να συγκινήσει. Ή να εξοργίσει. Και σκέφτομαι ότι η φωτογραφία από την Τιεν Αν Μεν δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να είναι προϊόν τεχνητής νοημοσύνης. Διότι δεν θα έβαζαν ποτέ έναν άνθρωπο που θα κρατούσε δύο σακούλες να στέκεται απέναντι από τανκς. Και αυτό το «λάθος» είναι που την κάνει αληθινή. Και ανθρώπινη.