Ο άνθρωπος που έπαιξε μπάλα παντού

Υπάρχουν ποδοσφαιριστές που έκαναν μεγάλη καριέρα. Υπάρχουν κι άλλοι που έκαναν απλώς… πολλά χιλιόμετρα. Ο Τζέφερσον Λούις, γνωστός στο ποδοσφαιρικό υπέδαφος της Αγγλίας ως JLo, είναι κάτι άλλο: είναι ο ορισμός του «ταξιδευτή». Ενας ποδοσφαιριστής που σε 28 χρόνια καριέρας φόρεσε τη φανέλα 51 διαφορετικών ομάδων. Πενήντα μιας. Οχι επειδή δεν μπορούσε να σταθεί, αλλά επειδή δεν ήθελε να σταματήσει.

Γεννημένος το 1979 στο Λονδίνο, με ρίζες από την Καραϊβική, ο Λούις έμοιαζε προορισμένος για κάτι μεγάλο. Ψηλός, αθλητικός, γρήγορος, εντυπωσίαζε με το παρουσιαστικό και την κίνησή του. Αλλά είχε και έναν οξύθυμο χαρακτήρα. Στα 14 του απορρίφθηκε από την ακαδημία της Μίλγουολ επειδή απάντησε άσχημα σε προπονητή. Εμπλεξε με τις λάθος παρέες, και στα 23 του, έπειτα από έναν καβγά με ρατσιστή που τον προκαλούσε συστηματικά, καταδικάστηκε σε έξι μήνες φυλάκιση. Ηταν το σημείο καμπής.

«Στη φυλακή κατάλαβα πως είχα χαραμίσει το ταλέντο μου. Επρεπε να αλλάξω». Κι έτσι έγινε. Οταν αποφυλακίστηκε, ο προπονητής του στην Thame United, Αντι Σίνοτ, τον πρότεινε στην Oxford United, ομάδα της τρίτης κατηγορίας. Ο Λούις άρπαξε την ευκαιρία, παίζοντας για μόλις 60 στερλίνες την εβδομάδα. Στο FA Cup του 2003, σκόραρε και έστειλε την ομάδα του να αντιμετωπίσει την Αρσεναλ. Ηταν οπαδός των Gunners, είχε το σήμα τους τατουάζ στο πόδι, και όταν έμαθε για την κλήρωση – μπροστά στις κάμερες της BBC – σηκώθηκε και πανηγύρισε… γυμνός. Το πλάνο έγινε viral, σε εποχές προ social media.

Η Αστον Βίλα ενδιαφέρθηκε και πρόσφερε 350.000 στερλίνες. Ο Λούις δεν το έμαθε ποτέ – δεν είχε καν μάνατζερ. Κι έτσι έμεινε στις μικρές κατηγορίες. Από εκεί και πέρα, έπαιξε παντού: στην πέμπτη κατηγορία, στην έκτη, σε δανεισμούς δύο μηνών, σε ομάδες χωρίς αποδυτήρια. Επαιζε γιατί το ήθελε. Οταν τον ρωτούσαν γιατί αλλάζει τόσο συχνά ομάδες, απαντούσε: «Αν πάντα βρίσκω κάπου να παίξω, σημαίνει ότι κάποιοι βλέπουν κάτι σ’ εμένα». Ηξερε ότι πολλοί τον θεωρούσαν «κακή επένδυση», μα ποτέ δεν σταμάτησε.

Η ονειρεμένη στιγμή

Το 2008 έζησε μια στιγμή-όνειρο: φόρεσε τη φανέλα του Αγίου Δομίνικου, της πατρίδας της μητέρας του, και έπαιξε στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ηταν το μοναδικό του διεθνές ματς, αλλά για τον ίδιο είχε σημασία. Εκείνη τη χρονιά, στη Wrexham, έκανε την καλύτερη σεζόν του με 15 γκολ και αμοιβή που για τα δεδομένα του ήταν «βασιλική»: 1.400 στερλίνες την εβδομάδα. Τα τελευταία χρόνια, ο Λούις συνδύαζε το ποδόσφαιρο με την κοινωνική προσφορά. Εγινε παιδαγωγός για παιδιά που αποβάλλονται από το σχολείο – στην ίδια μονάδα όπου βρέθηκε κι εκείνος όταν ήταν έφηβος. «Οταν τους λέω την ιστορία μου, με πιστεύουν. Ξέρουν ότι ήμουν σαν αυτούς». Δίδασκε την αξία της δεύτερης ευκαιρίας. Της υπομονής. Της συνέπειας.

Στα 45 του, αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να σταματήσει. Το τελευταίο του ματς ήταν με τη Slough Town, η οποία δεν τον άφησε να φύγει: τον κράτησε ως βοηθό προπονητή, υπεύθυνο για την ανάπτυξη των νέων παικτών. Γιατί, όπως λέει και ο ίδιος, «μπορεί να μην έπαιξα ποτέ στην Premier League, αλλά έκανα αυτό που αγαπούσα – και το έκανα μέχρι τέλους». Ο Τζέφερσον Λούις δεν είναι σύμβολο επιτυχίας. Είναι σύμβολο συνέπειας. Ενας άνθρωπος που απέδειξε πως αξίζει να κυνηγάς το όνειρο, ακόμα κι αν αλλάζεις φανέλα κάθε έξι μήνες στις μικρές κατηγορίες της χώρας που γέννησε το ποδόσφαιρο.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΖΙΑΣ