
Το 2012 σε μια έρευνα συμπεριφοράς προβλήθηκε σε δύο ομάδες θεατών ένα βίντεο όπου διαδηλωτές συγκρούονταν με αστυνομικούς. Οι ερευνητές είχαν πει στην πρώτη ομάδα ότι οι διαδηλωτές διαμαρτύρονταν εναντίον του δικαιώματος της άμβλωσης, ενώ στη δεύτερη ομάδα είχαν πει ότι οι διαδηλωτές ήταν ακτιβιστές ΛΟΑΤΚΙ+. Αποτέλεσμα: το 70% των «συντηρητικών» και το 28% των «προοδευτικών» της πρώτης ομάδας, η οποία νόμιζε ότι επρόκειτο για αστυνομικούς εναντίον φανατικών χριστιανών, δήλωσαν ότι είδαν αστυνομικούς να παραβιάζουν τα δικαιώματα των διαδηλωτών· στη δεύτερη ομάδα, που νόμιζε ότι επρόκειτο για αστυνομικούς εναντίον ΛΟΑΤΚΙ+, το 70% των «προοδευτικών» έβλεπε παραβίαση των δικαιωμάτων των διαδηλωτών. Με λίγα λόγια, οι θεατές διάβασαν τις εικόνες βάσει της ιδεολογικής τους τοποθέτησης: οι συντηρητικοί θεώρησαν θύματα τους διαδηλωτές με τους οποίους συγγένευαν ιδεολογικά· οι προοδευτικοί είδαν αστυνομική βία κατά των ομοϊδεατών τους αλλά όχι κατά των «δεξιών» διαδηλωτών. Στα καθ’ ημάς, αν ο Αλέξης Γρηγορόπουλος δεν είχε σχέσεις με αναρχικά δίκτυα αλλά ήταν μέλος π.χ. της ΟΝΝΕΔ, ο φόνος του θα είχε ξεχαστεί· αν οι απεργοί της ΜΑΡΦΙΝ δεν ήταν «απεργοσπάστες», η θανάτωσή τους θα είχε γίνει μια ακόμα εθνική επέτειος και βεβαίως οι φονιάδες θα είχαν βρεθεί και τιμωρηθεί. Αν ο Παύλος Φύσσας δεν ήταν εναλλακτικός ράπερ, ίσως οι Χρυσαυγίτες να μην είχαν φυλακιστεί. Με την ίδια λογική ονοματίζουμε δεκάδες δρόμους και αίθουσες «Γρηγόρης Λαμπράκης» αλλά καμία «Παύλος Μπακογιάννης». Η αριστερά έχει το μονοπώλιο της καλής βίας.
Το παράδειγμα εκείνης της έρευνας είναι υπερβολικά ήπιο για τα δικά μας δεδομένα: οι Έλληνες δεν βλέπουν την πραγματικότητα μόνο μέσα από ιδεολογικό φακό· την ανατρέπουν συνολικά καταφεύγοντας σε χονδροειδή ψέματα και παραλογισμούς (υπενθυμίζω, ως ελάχιστο παράδειγμα, ότι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ έχει αναρωτηθεί μεγαλοφώνως «ποιο αδίκημα διαπράττει όποιος κατέχει βόμβα μολότοφ» κι ότι οι κουκουλοφόροι έχουν χαρακτηριστεί χαριτωμένοι «ημι-πιτσιρικάδες»).
Στη χώρα μας δεν παρουσιάζουμε τα γεγονότα απλώς μεροληπτικά όπως συμβαίνει πάντοτε με τους ιδεολόγους, αλλά δολίως, αραδιάζοντας μπαρούφες. Σήμερα, οι αιχμάλωτοι της ιδεολογίας είναι πιο ελεύθεροι από ποτέ: δεν υπάρχει μηχανισμός που να ελέγχει την ψευδολογία, τη λάσπη, την τερατολογία. Έτσι, μικρά και μεγάλα συμβάντα, από το δυστύχημα των Τεμπών μέχρι την εισβολή στο βιβλιοπωλείο Ιανός και την εκδήλωση αντισημιτισμού στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης δεν περιγράφονται μόνο με μονομέρεια, αλλά με φούμαρα: αντί να μεταδοθεί είδηση εισβολής αναρχοφασιστών μεταδίδονται fake news περί εισβολής ΜΑΤ. Γενικά, η αριστερά φρονεί ότι η αστυνομία μάς καταδυναστεύει· η δεξιά, η κεντροδεξιά, το κέντρο φρονούν ότι η ΕΛ.ΑΣ. είναι ένας θίασος από αβρές μπαλαρίνες.
Όπως όλοι ξέρουμε, η αριστερά διαπρέπει στην προπαγάνδα ενώ η δεξιά σέρνεται πίσω της ξέπνοη. Μετά από ενάμισι αιώνα εξάσκηση, τα αριστερά ΜΜΕ (χώρια τα social media) υπερπροβάλλουν τα ζητήματα που εξυπηρετούν την πολιτική τους ατζέντα, υποβαθμίζοντας ή αποσιωπώντας ειδήσεις και απόψεις που δεν ταιριάζουν στο ιδεολογικό τους στίγμα. Σ’ αυτή την τακτική εντάσσεται η δημιουργία και ο υπερτονισμός κοινωνικών προβλημάτων –π.χ. ο ρατσισμός– με σκοπό την οργάνωση αντίστοιχων κινημάτων· τη δημιουργία κοινωνικής αναταραχής. Η αριστερή προπαγάνδα χρησιμοποιεί επιλεκτική ευαισθησία –όπως αυτή που αναφέρθηκε στην έρευνα του 2012– με ιδιαίτερα φορτισμένη γλώσσα, ειρωνεία, σαρκασμό και καραμπινάτες συκοφαντίες εναντίον των πολιτικών της αντιπάλων. Η καθημερινή ρητορεία των εκπροσώπων της περιλαμβάνει στοιχεία τα οποία σε σοβαρότερες χώρες είναι κολάσιμα. Όμως, εμείς δείχνουμε γενναιοδωρία, αμεριμνησία, γαϊδουρινή υπομονή. Παιδιά είναι θα παίξουν.
Η αριστερή πολιτική στηρίζεται σε κληρονομημένες ιδέες: Ο καπιταλισμός είναι εγγενώς κακόηθες σύστημα. Η χώρα μας –όλοι οι τομείς δραστηριότητας και οι θεσμοί (Δικαιοσύνη, παιδεία)– κυβερνάται από το δεξιό Κατεστημένο το οποίο προσπαθεί να επιβάλει αυταρχικό καθεστώς. Επικρατεί συστημική πατριαρχία, ρατσισμός, ξενοφοβία, έξαλλος αντικομμουνισμός, σεξισμός, διαφθορά, διαπλοκή. Αν και όλα αυτά υπάρχουν, τίποτα δεν έχει την έκταση και την ένταση με τις οποίες αναδεικνύονται: όσοι στο «βίντεο» της ζωής βλέπουν ένα θηριώδες αστυνομικό κράτος που τους επιτίθεται αδυσώπητα, είτε πάσχουν από ιδεοληψία, είτε εξυπηρετούν μια πολιτική ατζέντα όπου ακόμα και τα πιο βρώμικα μέσα νομιμοποιούνται ως άμυνα και αντίσταση.
Η αριστερά δεν επαναλαμβάνει μόνο τα ίδια και τα ίδια –«αντιλαϊκά μέτρα», «οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι»– βλέπει τα ίδια και τα ίδια. Δεν αναγνωρίζει τις βελτιώσεις εντός των ανθρώπινων κοινωνιών, ούτε βεβαίως τις επιδεινώσεις, πολλές από τις οποίες τις έχει επιφέρει με την πολιτική της: ασέβεια στους θεσμούς, ανομία, ατιμωρησία, υποβάθμιση της παιδείας, μετριοκρατία.
Όχι ότι η ιδεολογική διάθλαση της όρασης είναι ελληνική αποκλειστικότητα: στις περισσότερες χώρες, αν στο «βίντεο» της ζωής αριστεροί θεατές δουν τη σύλληψη ενός «εγχρώμου» καταγγέλλουν τον «συστημικό ρατσισμό» χωρίς να μπουν στον κόπο να ερευνήσουν την υπόθεση· αν δουν έναν πανεπιστημιακό χώρο γεμάτο πανό και γκραφίτι χειροκροτούν την ελεύθερη έκφραση και την αγωνιστικότητα των αυριανών «επιστημόνων».
Η ιδεολογία αυτοτροφοδοτείται και αυτοεπιβεβαιώνεται μέσω της ελαττωματικής όρασης. Έτσι, στο κτίριο του ΕΚΠΑ κυριαρχούν συνθήματα κατά της «πειθαρχίας» και της «εντατικοποίησης των σπουδών»: Μα, ποιας πειθαρχίας; Ποιας εντατικοποίησης; Είτε πρόκειται για ηθελημένη, προπαγανδιστική παραμόρφωση της πραγματικότητας, είτε για μια άκρως νοσηρή θέασή της μαζί με βαθιά άγνοια και κακή πίστη. Δεν πιστεύω τους μέσους όρους.
Προσπαθώντας να καταλάβω αυτή την υστερική τυφλότητα ή την παραμορφωτική όραση –π.χ. έναντι της αριστερής τρομοκρατίας, του Ισλάμ, της περιφρόνησης των θεσμών και των νόμων, των ζημιών του woke εξτρεμισμού– ανατρέχω στο βιβλίο του Czesław Miłosz «Ο αιχμάλωτος νους» το οποίο περιέχει μια αλληγορία από το μυθιστόρημα του Βιτκιέβιτς «Ακόρεστοι»: ένα φανταστικό χάπι ναρκώνει τη σκέψη και οι άνθρωποι ασπάζονται άκριτα μια ιδεολογία, είτε από κομφορμισμό –για να μην αποξενωθούν από την ιδεολογική τους κοινότητα και για να μην πληρώσουν το τίμημα– είτε εξαιτίας του υπαρξιακού κενού που γεμίζει με απλοϊκές απαντήσεις και αίσθημα υψηλού σκοπού.