
Εκείνος ο ιεροκήρυκας της μπάλας που χόρευε πάνω στη γραμμή κάνοντας αδιανόητα πράγματα για την εποχή, ο Χουάν Ραμόν Βερόν, ένας θρύλος στην Αργεντινή, έφυγε την περασμένη εβδομάδα στα 81 του χρόνια αφήνοντας έναν μύθο πίσω του. Την ποδοσφαιρική ευφυΐα του, που «τυλίχτηκε» με τρία Κόπα Λιμπερταδόρες και ένα Διηπειρωτικό Κύπελλο, όλα με την Εστουντιάντες.
«Μπρούχα-μπρούχα μάγισσα!», του φώναζαν εκστασιασμένοι οι οπαδοί του Παναθηναϊκού, που δεν πίστευαν στα μάτια τους όταν φόρεσε την πράσινη φανέλα (1972-75), με την οποία έπαιξε σε 57 παιχνίδια και πέτυχε 22 γκολ. Εκανε προπονήσεις φορώντας φόρμα. Κι όταν μια φορά την έβγαλε γιατί ζεσταινόταν, κάποιοι φίλαθλοι παρατήρησαν ότι είχε μια τεράστια ουλή στο πόδι απόρροια ενός σοβαρού τραυματισμού. Πήγαν να ρωτήσουν τον τότε προπονητή, τον τεράστιο Φέρεντς Πούσκας, που τους άφησε σύξυλους!
«Ρε σεις, αν δεν είχε αυτό το σημάδι στην Ελλάδα θα έπαιζε; Είστε σοβαροί; Οχι, για να ξέρουμε τι λέμε!»
Η… «επανάσταση»
Δεν ήταν όμως ο πρώτος Αργεντινός που πάτησε στα ελληνικά γήπεδα. Είχε προηγηθεί λίγους μήνες νωρίτερα ένα μεγάλο κύμα συμπατριωτών του, με κάμποσους απ’ αυτούς να «βαφτίζονται» Ελληνες με διάφορους τρόπους. Η ιστορία είναι πραγματικά απίθανη.
Το καλοκαίρι λοιπόν του 1971, εκείνα τα γελοία ανθρωπάκια που κατάφεραν να βάλουν τη χώρα στον γύψο με την… «επανάσταση» του 1967, οι χουντικοί με επικεφαλής τους Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο, θέλησαν να εορτάσουν με το δικό τους στυλ της κακογουστιάς τα 150 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Λόγιζαν και τους εαυτούς τους για… επαναστάτες και απελευθερωτές! Οργάνωσαν λοιπόν μια φιέστα στο
Παναθηναϊκό Στάδιο, όπου στρατιώτες που έκαναν τη θητεία τους φορούσαν… χιτώνες και… πολεμούσαν τους Πέρσες, ενώ άλλοι ήταν ντυμένοι με φουστανέλες και… πολεμούσαν τους Τούρκους. Τα σκηνικά ήταν φτιαγμένα από χαρτόνια – στην αποθέωση της κιτσαρίας – ενώ το κεντρικό σύνθημα ήταν το περίφημο «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», που εμφανιζόταν ως η απόλυτη δικαίωση του Αγώνα του 1821! Κάποιος δύστυχος εμφανιζόταν να κρατάει μια φωτογραφία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη δίπλα σ’ αυτήν του Παπαδόπουλου! Ωϊμέ!
Οι συνταγματάρχες είχαν τη φαεινή ιδέα να κάνουμε Ελληνες τους… βάρβαρους κι έτσι αποφάσισαν και διέταξαν ότι όποιος ξένος εκπλήρωνε τη στρατιωτική θητεία του στην Ελλάδα, θα αποκτούσε αυτόματα την ελληνική υπηκοότητα.
Ηταν ο νόμος αυτός φωτογραφικός; Δεν έμαθε ποτέ κανείς αλλά έπαιξε τεράστιο ρόλο στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Τότε λοιπόν προπονητής στον ΠΑΣ Γιάννινα ήταν ο Γκομέζ Ντε Φαρία, που είχε τεράστιες διασυνδέσεις με τη Νότια Αμερική και σοβαρές σχέσεις με την Αργεντινή. Και ενεργοποίησε τις γνωριμίες του όταν για μια μεταγραφή ενός παίκτη από τη Βέροια, του Γιάννη Δανδέλη, ζητήθηκε το αστρονομικό ποσόν του ενός εκατομμυρίου.
«Ούτε γι’ αστείο! Εγώ μπορώ να σας φέρω άμεσα σπουδαίους ποδοσφαιριστές ακόμα και με τα μισά λεφτά!», είπε στον πρόεδρο, τον ιατρό Σάκη Τσουκανέλη, που του άναψε πράσινο φως.
Ετσι με συνοπτικές διαδικασίες ήρθαν σταδιακά στην Ελλάδα για λογαριασμό του ΠΑΣ Γιάννινα τεράστιοι παίκτες όπως ο Ρικάνι που ονομάστηκε Εδουάρδος Κοντογιωργάκης, ο Γκλάσμαν που έγινε εύκολα Γκλασμάνης, ο Πάστερνακ που έγινε Χοσέ Παστερνάκης, ο Χουάν Ενρίκε Μοντέζ, όπως και οι Εδουάρδο Λίσα και ο τρομερός Οσκαρ Αλβαρέζ. Κι ήταν όλοι σπουδαίοι, με αποτέλεσμα να ανεβάσουν στα ουράνια τον ΠΑΣ Γιάννινα και να διδάξουν ποδόσφαιρο στους Ελληνες!
Ταιριάζουμε
Με το πέρασμα των χρόνων ήρθαν σπουδαίοι αργεντινοί ποδοσφαιριστές στην Ελλάδα, με την ιδιοσυγκρασία τους να δένει απόλυτα με τη δική μας.
Ο Χουάν Ρότσα που ήρθε σαν Μπουμπλής άφησε εποχή στον Παναθηναϊκό, που πήρε πολλά και από τους βιρτουόζους Εκι Γκονζάλες και Χουάν Μπορέλι. Στον Ολυμπιακό έκαναν υπέροχα πράγματα ο Γκαλέτι, ο Τσόρι Ντομίνγκες, ο Αριελ Ιμπαγάσα, ο Σεμπαστιάν Καμπιάσο και ο Σεμπαστιάν Λέτο (με επίσης σπουδαία καριέρα στον Παναθηναϊκό), ενώ στην ΑΕΚ λατρεύτηκαν ο Μπλάνκο και ο Σκόκο.
Βεβαίως πέρασαν και «παλτά» αλλά και… ημίτρελοι, όπως ο Λούις Αντρεούτσι, ο οποίος όταν άρχισε να αποδοκιμάζεται από τον κόσμο του Παναθηναϊκού για τις κακές εμφανίσεις του, έδειξε τα γεννητικά του όργανα μόλις σκόραρε στο παιχνίδι με την Καβάλα, τιμωρήθηκε με τρίμηνο αποκλεισμό αλλά και τετράμηνη φυλάκιση με αναστολή για «πρόκληση σκανδάλου δι’ ασέμνων πράξεων και βάναυση προσβολή της δημοσίας αιδούς σε αθλητικό χώρο» και στο τέλος της σεζόν (1981) έφυγε κακήν κακώς και δεν ξαναπάτησε ποτέ στην Ελλάδα.
Γενικά μας… πάνε οι Αργεντίνοι και τους πάμε! Και για όσα υπέροχα είδαν τα ματάκια μας, χρωστάμε πολλά στον μακαρίτη Γκομέζ ντε Φαρία που άνοιξε την πόρτα!
Τα λεφτά μου όλα δίνω για ένα τανγκό, που λέει κι η Χαρούλα.