Ο Μάνος και ο Μίκης, ο Μίκης και ο Μάνος

Είμαστε πολύ τυχερός λαός που έχουμε συνθέτες σαν τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι. Οχι συνθέτες κλασικής μουσικής αλλά τραγουδιών. Που οι εξαίσιες μελωδίες τους τραγουδήθηκαν σε γιαπιά, σε συνεργεία, σε μοδιστράδικα, σε καφενεία, σε αυλές, σε οικογενειακά τραπέζια. Που έγιναν το «όχημα» ώστε να κυκλοφορήσει ο ποιητικός λόγος ανάμεσα σε ανθρώπους που οριακά γνώριζαν γραφή και ανάγνωση. Που μας έδειξαν ότι το σημαντικό, το σπουδαίο, το συναίσθημα, η συγκίνηση μπορεί να τρυπώνει σε ελαφρά τραγούδια, σε «τραγουδάκια» που έγραψαν και οι δύο γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η σοβαροφάνεια δεν έχει θέση στην Τέχνη. Οπως το «Μαργαρίτα Μαργαρώ» ο Μίκης, το «Εχω ένα μυστικό» ο Μάνος. Μαζί με «Επιτάφιους» και «Χαμόγελα της Τζοκόντας». Δεν είναι τυχαίο. Και οι δύο συνθέτες μας δεν ήρθαν από το πουθενά. Πάτησαν πάνω στην παράδοσή μας, στη λαϊκή μουσική, στο ρεμπέτικο, στηριζόμενοι όμως στις σπουδές και τις γνώσεις τους για τη δυτική μουσική. Ή το αντίθετο. Τέτοια ταλέντα, τέτοιοι «χείμαρροι» δεν έχουν στεγανά. Και από την άλλη, άφησαν πολύ βαθιά ίχνη ώστε να πατήσουν πάνω σε αυτά οι επόμενοι.

Βέβαια, το δίπολο Θεοδωράκης ή Χατζιδάκις, «έπαιξε» στη μυθολογία της λαϊκής κουλτούρας μας όπως το Βουγιουκλάκη ή Καρέζη. Οι φανατικοί του μεν προσπαθούσαν να ανακαλύψουν τις «ρωγμές» του δε και το αντίθετο. Βλακείες. Ο βασικός λόγος ήταν η πολιτική τους τοποθέτηση, κάτι που, στην ουσία, αφορούσε περισσότερο το ακροατήριό τους παρά τους ίδιους. Είχαν άλλες διαφορές; Οσον αφορά στη μουσική τους δεν νομίζω. Οι λεγόμενες «χατζιδακικές μελωδίες» και τα επίσης λεγόμενα «θεοδωρακικά εμβατήρια» είναι κενά σχήματα. Οι συνθέτες γράφουν καλά ή αδιάφορα τραγούδια. Και αυτοί οι δύο έγραψαν πάρα πολύ καλά.

Οι όποιες διαφορές τους έχουν να κάνουν με τη διαχείριση της μουσικής τους κληρονομιάς. Για παράδειγμα φέτος είναι το «έτος Θεοδωράκη» με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του. Και ούτε που ξέρω πόσες συναυλίες – αφιερώματα γίνονται. Οι περισσότερες καλές αν και υπάρχουν κάποιες που και μόνο από τα ονόματα που συμμετέχουν αφήνουν μία εσάνς αρπαχτής. Εχω ωστόσο την εντύπωση ότι ο ίδιος ο Μίκης θα τις απολάμβανε όλες. Δεν διαχώριζε τους τραγουδιστές σε «ποιοτικούς» και «εμπορικούς», δεν είχε τέτοια κολλήματα. Και ήθελε να τραγουδάει ο κόσμος τα τραγούδια του. Γι’ αυτό και τα άφησε ελεύθερα, σχεδόν, δικαιωμάτων. Για να τραγουδιούνται παντού και από όλους και, αν είναι δυνατόν, για πάντα.  Εφέτος όμως είναι και η επέτειος των 100 χρόνων από τη γέννηση του Μάνου Χατζιδάκι. Καμία συναυλία, κανένα αφιέρωμα, καμία αναφορά. Και ο λόγος είναι η δυσκολία να δοθεί «άδεια χρήσης» για τα τραγούδια και τις μουσικές τους. Βεβαίως και ο κληρονόμος του έχει κάθε δικαίωμα να διαχειριστεί αυτό το υλικό. Και ούτε συμφωνώ με την άποψη που λέει ότι τα τραγούδια ανήκουν στον κόσμο. Αλλά πολύ φοβάμαι ότι, αφού τα τραγούδια του δεν ακούγονται, σε κάποια χρόνια θα ξεχαστούν, οι νεότεροι δεν θα τα ξέρουν. Και θα είναι πολύ κρίμα.

Υπερβολές

Είδα αποσπάσματα από τη συναυλία της Νατάσσας Μποφίλιου «Μες στους ανθισμένους κήπους» με τραγούδια του Μίκη (είχα δει και πέρυσι από την αντίστοιχη που είχε κάνει στο Ηρώδειο). Μου άρεσαν – από το λίγο που άκουσα – οι διασκευές του Θέμη Κραμουρατίδη σε τραγούδια που έχουμε ακούσει αμέτρητες φορές. Αυτό που δεν κατάλαβα, καθόλου όμως, είναι οι ακρότητες στο όλο θέαμα. Γιατί οι συντελεστές ξυπόλητοι επί σκηνής; Γιατί η καλή ηθοποιός Μαρία Διακοπαναγιώτου κάνει σαν δαιμονισμένη και βγάζει οιμωγές; Γιατί οι τραγουδιστές κραυγάζουν στο τέλος του τραγουδιού; Γιατί τέτοια δραματικότητα από την ίδια την Μποφίλιου;

Τα τραγούδια του Θεοδωράκη έχουν από μόνα τους δραματική ένταση. Το να αναπαριστάς αυτά που τραγουδάς παραπέμπουν στα «Ζουζούνια» όταν τραγουδάν «Βγαίνει η βαρκούλα του ψαρά». Για παράδειγμα, το «…άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης» έχει από μόνο του τόσο βάρος που αν το φορτώσεις με μούτες και βιμπράτα, θα είναι σαν να το τρολάρεις.