
Η ιστορία του τουρισμού στην Ελλάδα δεν έχει γραφτεί ακόμα. Τα σημεία καμπής, οι πόλοι προσέλκυσης, το τουριστικό θαύμα προφανώς είναι ένα διαρκές στοίχημα καταγραφής και ερμηνείας και παραμένει εν κινήσει διαθλασμένο έστω πια από τα airbnb, τους ουρανοξύστες, τα χτισμένα νησιά. Η Μύκονος, βασικός κρίκος στην ιστορία του τουρισμού παραμένει ανεξερεύνητη ακόμη και από εκείνους που την ξέρουν ή που τη βίωσαν. Πάντα λοιπόν είναι ένας χρήσιμος προβολέας όταν ένας δημιουργός αποφασίζει να αναμετρηθεί με τους όρους της Ιστορίας, με τις αθέατες όψεις του προορισμού και των φυλών που προσείλκυσε μέσα στις δεκαετίες πια από τις πρώτες κρουαζιέρες ή τους περιηγητές που ανακάλυψαν τη Δήλο μέχρι τα σημερινά μαύρα βανάκια και τα μεγάλα resorts. Ο σκηνοθέτης Στιβ Κρικρής ήταν ίσως ο πιο κατάλληλος άνθρωπος σήμερα να τοποθετήσει τους καθρέφτες διαθλασμένους ή μη πάνω στο τουριστικό θαύμα της Μυκόνου. Και να προσπαθήσει να περπατήσει την ιστορία της μέσα από ένα ντοκιμαντέρ: το «Super Paradise». Βραδάκι περασμένης Παρασκευής. Θερινό σινεμά Μυκόνου – από τις ελάχιστες οάσεις της κτισμένης και γεμάτης μαγαζιά Χώρας. Παλιοί και νέοι Μυκονιάτες, άνθρωποι που επέλεξαν να είναι ιθαγενείς – σκορπισμένοι σε ένα μέρος όπου οι ταχύτητες και οι ανταγωνιστικές αναμετρήσεις τους εξουθενώνουν – μαζεύτηκαν για να δουν το ντοκιμαντέρ. Το focus γίνεται κυρίως στην περίοδο των 70s, των χίπηδων, εκείνου του παραρτήματος των ανέμελων και ελευθεριακών ανθρώπων που επέλεξαν τη Μύκονο ως ένα σημείο κοινοτισμού, συνάντησης, ερωτικής ελευθεριότητας. Πολλοί από αυτούς ήταν τώρα εδώ στην προβολή. 65άρηδες, 70άρηδες και βάλε, που πρόλαβαν την απλή Μύκονο, τους φιλόξενους κατοίκους. Αυτούς που στην πραγματικότητα στήριξαν, διαμόρφωσαν και συνέβαλαν στην ψυχή του τόπου που με τη σειρά του εκ των πραγμάτων και μοιραία θα γινόταν βιομηχανία. Μα ποια Μύκονο ακριβώς καταγράφει μέσα από το παλιό και νέο υλικό ο Κρικρής; Εκείνη που πήγαιναν ακόμα μόνο βάρκες στην Ελιά ή στο Αγράρι, την Μύκονο των μικρών μπαρ της Χώρας όπως του Θαλαμιού, της Αγκυρας, της Βεγγέρας, του Ιμπιζα, του μυθικού Pierro’s ή των λαϊκών παιδιών που χόρευαν χασάπικο ως χορογραφία μιας ερωτικής διεκδίκησης; Ή μήπως τον σκεπτικισμό και τις σιωπές των ηρώων του ντοκιμαντέρ, μιας tribe εναπομείνασας κοινότητας που κάθονταν σκεπτικοί και σιωπηλοί κρατώντας το πρόσωπό τους ακριβώς για να απεικονίσουν το άγνωστο και αδιόρατο μέλλον του τόπου στο τέλος του φιλμ; Το ρεπορτάζ λέει ότι ο Κρικρής και η ομάδα του – Πωλ Τυπάλδος, Δάφνη Καλαφάτη – έχουν περίπου 80 ώρες υλικού παλιού και νέου για το νησί. Το θεαματικό θα ήταν αυτά να βρουν τον τρόπο να γίνουν όλα αυτά μία μίνι σειρά. Να μη φοβηθούν και να αναμετρηθούν με την ιστορική καταγραφή. Οχι τίποτα άλλο αλλά γιατί η μνήμη μένει και συνήθως αυτή πολλές φορές αποτελεί και τη χρήσιμη ύλη για τη σκέψη.