Παρέκκλιση

Η ανάγκη να ακουστεί το συλλογικό πένθος έμοιαζε πλέον ανεπαρκής. Η υπόδειξη για τις παθογένειες του σιδηροδρομικού δικτύου, επίσης. Η πελατειακή λογική που επικρατούσε κατά την τοποθέτηση υπαλλήλων όπως και η έλλειψη δικλίδων τεχνολογικής ασφάλειας σκεπάστηκαν κάτω από τις νέες καταγγελίες και τον απόηχο της «προδοσίας». Σαν να είναι αυτό το μαγικό μάντρα μέσα στο οποίο περικλείονται πλέον όλα τα αιτήματα. Σαν να μην είναι ήδη βαρύτατη η ευθύνη της πολιτικής από τη στιγμή που η απόλυτη ασφάλεια των τρένων μετατίθεται διαρκώς μετά τη στιγμή της τραγωδίας. Ή από τη στιγμή που η περιβόητη σύμβαση 717 έμεινε στα χαρτιά.

Από κάποια παρέκκλιση φτάσαμε πάλι στην «εσχάτη προδοσία» και την «ανθρωποκτονία από δόλο». Η πάθηση από την οποία έχουμε υποφέρει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια φαίνεται ότι υποτροπιάζει. Ηταν ένα είδος άτυπου συμβολαίου ότι η επιστροφή στην τοξικότητα θα αποκλειόταν στην προσπάθεια να οριοθετήσουμε τις προτεραιότητες και ότι το «τέρας» δεν θα τρεφόταν στο όνομα των κομματικών σκοπιμοτήτων. Να, όμως, που με ένα νεόκοπο κατηγορητήριο, εμβαπτισμένο στη λαϊκή οργή, η φαινομενικά ετερόκλητη ομάδα των κατά τ’ άλλα «απροθύμων» συγκρότησε μέτωπο.

Από ένα γύρισμα της τύχης, όλα συμβαίνουν δέκα χρόνια μετά το ορόσημο του δημοψηφίσματος. Τώρα που το περίφημο rebranding του Τσίπρα όλο κινάει για να ‘ρθει κι όλο συντρίμμι γίνεται στο γύρισμα των κύκλων. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί ότι ορισμένοι από τους βουλευτές που υπογράφουν θέλουν να επαναλάβουν τη «μεγάλη αναταραχή» που αποσοβήθηκε στο παρά ένα. Το Κούγκι δεν άναψε παρά μόνο για τους κατά φαντασία πυρπολητές, αλλά ποτέ δεν είναι αργά για ένα νέο Κούγκι. Αρκεί κανείς να προφέρει τα «ιερά λόγια». Αρκεί να καταγγείλει τον στόχο και να αναθεματίσει τους υπαίτιους. Ολα συμβαίνουν στο όνομα της κοινωνικής ειρήνης, η οποία όμως λειτουργεί απλώς σαν διάκοσμος.

Κι ύστερα υπάρχουν οι επιτήδειοι που ανατροφοδοτούν τον αλγόριθμο απλώς και μόνο για να παραμείνουν στην επικαιρότητα – ειδικά όταν οι δημοσκοπήσεις αποδεικνύονται το roller coaster της επόμενης ημέρας. Με μια υπογραφή, μια λυσσαλέα ανάρτηση, μια οργισμένη ατάκα σε πρωινό ή μεταμεσονύχτιο πάνελ. Δόλος, προδοσία, έγκλημα. Από πολιτικούς που «δεν έχουν καρδιά κι αισθήματα» και συγκαλύπτουν ο ένας τον άλλο. Σε τι διαφέρει αυτή η νέα κατηγορία από την παλαιότερη; Οπου και πάλι οι 300 ήταν περίπου προδότες επειδή διαπραγματεύονταν το Μνημόνιο, ομοιώματά τους καίγονταν στο Σύνταγμα και αφίσες τους κατέκλυζαν τις κολόνες του αθηναϊκού κέντρου;

Το ετερόκλητο μείγμα των υπογραφών είναι και ένα ετερόκλητο μείγμα στόχων. Σαν να πρέπει να φανεί η ακραία καταγγελτικότητα ως η νέα κανονικότητα. Οσο πιο δυνατά, τόσο το καλύτερο για τον εξτρεμισμό του κατηγορητηρίου. Σε σημείο μάλιστα που νομίζει κανείς ότι τα πάγια αιτήματα έχουν περάσει πλέον σε δεύτερο επίπεδο (δεν κυνηγούν πλέον πολιτικούς για λαθρεμπόριο ή διακίνηση ξυλολίου). Ηδη ο αντίλογος ακούστηκε από την πλευρά ορισμένων συγγενών που δεν επιθυμούν την «πολιτικοποίηση των Τεμπών» και τον διχασμό. Στη διαδικασία του πένθους έρχεται για ορισμένους η στιγμή της καταλλαγής και της συμφιλίωσης – όχι απαραίτητα για όλους. Δεν έχουμε φτάσει εκεί, πιθανότατα να μη φτάσουμε ποτέ, ούτε θα υποδείξει κανείς τον τρόπο. Η ανάγκη να αλλάξουν όλα ισχύει στο έπακρο και βαραίνει κάθε μέρα που περνάει το πολιτικό κεφάλαιο του Πρωθυπουργού και της κυβέρνησης. Από το σημείο αυτό έως τον «δόλο» η απόσταση υπερβαίνει την κλασική χιλιομέτρηση. Εχει τεθεί έξω από τις ράγες.