Ποιοι ξηλώνουν το πανεπιστήμιο

Κατά τη συνάντησή του με τους πρυτάνεις των πανεπιστημίων, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προειδοποίησε: «Θα υπάρχουν κυρώσεις, μπορούν ενδεχομένως να φτάνουν και μέχρι την έκπτωση από τον ρόλο τους για εκείνους τους πρυτάνεις, τις διοικήσεις που δεν θα ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους». Μοιάζει με μήνυμα αποφασιστικότητας. Είναι όμως;

Διότι, αν χρειάζεται ο Πρωθυπουργός να απειλεί δημοσίως τους πρυτάνεις στην ουσία ότι δεν συνεργάζονται με το κράτος για να διαχειριστούν τη βία και την ανομία στα πανεπιστήμια, τότε το πρόβλημα είναι ήδη θεσμικό – και βαθύ. Δεν είναι απλώς ζήτημα επιμέρους διοικήσεων. Είναι αποτέλεσμα των ιδεών που παρήγαγε η Μεταπολίτευση, της δυναμικής που απέκτησε το πανεπιστήμιο για τα διάφορα αριστερά σχήματα τα οποία στους κόλπους του (και σε ό,τι, έως πρόσφατα, αποκαλούνταν άσυλο) αναπαράγουν τους κομματικούς μηχανισμούς τους και, βέβαια, αποτέλεσμα μιας αργής, συνεπούς και υποκριτικής υποχώρησης της πολιτείας μετά το 1981 από την ευθύνη της να προστατεύει τη δημόσια εκπαίδευση ως αγαθό και ως θεσμό.

Η μοναδική φορά που, με συντριπτική πλειοψηφία, αποφασίστηκε, με τον περίφημο νόμο 4009/2011 (πιο γνωστός ως νόμος Διαμαντοπούλου, από το όνομα της υπουργού Παιδείας του ΠΑΣΟΚ που τον εισηγήθηκε), μια ρύθμιση που είχε κατορθώσει να θεσπίσει πλαίσιο διοίκησης με λογοδοσία, περιορισμό των πελατειακών δικτύων, ενίσχυση του ρόλου εξωτερικών μελών στα Συμβούλια Διοίκησης και δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης όταν διαταράσσεται η λειτουργία του πανεπιστημίου, ο νόμος αυτός ξηλώθηκε σταδιακά και μεθοδικά. Οχι μόνο από την Αριστερά, που ούτως ή άλλως αντιμετωπίζει το πανεπιστήμιο ως πεδίο κομματικής κυριαρχίας και «λαϊκής αντίστασης», αλλά και από πρόσωπα της συντηρητικής παράταξης – το ξήλωμα άρχισε επί υπουργίας Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου, τα χρόνια της συμμαχικής κυβέρνησης Σαμαρά.

Τα επόμενα χρόνια ο λαϊκισμός αντεπιτέθηκε. Η χώρα λίγο έλειψε να καταστραφεί ενώ, ταυτόχρονα, ένα αντιμεταρρυθμιστικό πνεύμα ρύθμιζε ό,τι δεν ήταν στη δικαιοδοσία των δανειστών μετά το τρίτο μνημόνιο του Τσίπρα. Στο πανεπιστήμιο, η ολική επαναφορά της αντιμεταρρύθμισης σήμανε την επιστροφή του απόλυτου ελέγχου και της λογοδοσίας των πρυτανικών Αρχών στους εκλέκτορές τους, στους φοιτητές, στους καθηγητές και στους διοικητικούς υπαλλήλους. Τα κόμματα, δηλαδή, και ιδίως τα αριστερά κόμματα και ο συνδικαλισμός τους πήραν ξανά το πάνω χέρι. Εκτοτε, το κράτος απλώς πληρώνει.

Μετά το 2019, ενώ υπήρξε η δυνατότητα επαναφοράς του μοντέλου που είχε καθορίσει ο νόμος Διαμαντοπούλου, επιλέχθηκαν μεσοβέζικες λύσεις. Η δύναμη βρέθηκε ξανά στους πρυτάνεις οι οποίοι, όμως, είναι όμηροι των ψηφοφόρων τους. Γι’ αυτό ο Πρωθυπουργός αναγκάζεται σήμερα, που η βία στο πανεπιστήμιο αποδεικνύεται συνεχής και θεαματική, να πάρει πάνω του τις εξελίξεις.

Θα έχει αποτέλεσμα; Τα πειθαρχικά συμβούλια υπάρχουν, αλλά δεν τολμούν να πάρουν δύσκολες αποφάσεις. Η αναστολή φοιτητικής ιδιότητας εις βάρος φοιτητών στους οποίους ασκούνται ποινικές διώξεις είναι προβληματική, επειδή παραβιάζεται το τεκμήριο της αθωότητας. Η επιβολή της υποχρέωσης όσων κάνουν ζημιές να πληρώνουν είναι σοβαρή αλλαγή, αλλά θα είναι χρονοβόρα και αμφισβητήσιμη, ενώ επιπλέον τις ζημιές τις διαπράττουν κουκουλοφόροι, συχνότατα αταύτιστοι. Και η ανάγκη παρουσίας της Αστυνομίας επιστρέφει τη συζήτηση εκεί όπου είχε μείνει: πώς θα είναι έγκαιρα η Αστυνομία στα συμβάντα;

Μόνιμη λύση, δηλαδή, στο πρόβλημα δεν είναι βέβαιη. Αν λοιπόν η κυβέρνηση εννοεί αυτά που λέει, ας τολμήσει μια συνολική λύση, με προοπτικές: ας επαναφέρει ένα ισχυρό θεσμικό πλαίσιο που θα αποδυναμώνει τον συνδικαλισμό κάθε είδους – και ας ξαναδεί την πιθανότητα της επαναφοράς ανεξάρτητων Συμβουλίων Διοίκησης. Θα μπορούσε να αναγκάσει σε σύμπλευση μαζί της και το ΠΑΣΟΚ.