Προκατάληψη χωρίς περηφάνια

Με μεγάλη χαρά μαθαίνω ότι την επόμενη θεατρική σεζόν, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Κώστα Πρετεντέρη, ο Σταμάτης Φασουλής θα σκηνοθετήσει στο θέατρο Embassy την «Κόμισσα της φάμπρικας» και ο Νίκος Καραθάνος, στο Δημοτικό Πειραιά, το «Τζένη Τζένη». Φαντάζομαι και ελπίζω ότι με αυτήν την ευκαιρία θα δούμε και κάποια άλλα έργα του συγγραφέα που, βλέποντας τώρα τις ταινίες του, ανακαλύπτεις πόσο μπροστά από την εποχή του ήταν και ότι, με άλλοθι το πνευματώδες χιούμορ του, έθιγε θέματα που έκαναν τζιζ εκείνα τα χρόνια. Στην «Κόμισσα» για παράδειγμα, τις πολιτικές διαφορές που «συγκατοικούν» στην ίδια οικογένεια, στο «Τζένη Τζένη» τα «μαγειρέματα» και τις κομπίνες προκειμένου να εδραιωθεί ένα πολιτικό σόι. Στο δε «Δεσποινίς Διευθυντής» το οποίο επίσης ελπίζω να δω στο θέατρο με την ευκαιρία της επετείου, βάζει, το 1964, ένα νεαρό κορίτσι, με μοναδικό προνόμιο τις πολύ καλές σπουδές του, επικεφαλής μίας μεγάλης κατασκευαστικής εταιρείας που αναλαμβάνει δημόσια έργα. Για να μη μιλήσω για την πρώτη του ταινία, το «Χαρούμενο ξεκίνημα» του 1954 που, με αφορμή ένα γυναικείο και ένα ανδρικό μουσικό τρίο, μιλάει για τον ανταγωνισμό στη διαφήμιση σε μία εποχή που το «διαφημιστής» δεν θεωρείτο ακόμη, στην Ελλάδα, κανονικό επάγγελμα.

Νομίζω ότι θα έπρεπε να βλέπουμε πιο συχνά στο θέατρο έργα των σπουδαίων ελλήνων κωμικογράφων σαν τον Πρετεντέρη. «Τι έχουν να πουν σήμερα;» ισχυρίζονται κάποιοι σηκώνοντας το φασαμέν της μαντάμ Σουσού. Πάρα πολλά αν τα ξεψαχνίσει ένας καλός σκηνοθέτης και διασκευαστής. Οπως το έκανε, για παράδειγμα, ο Αρης Μπινιάρης όταν, πριν από λίγα χρόνια, ανέβασε στο Εθνικό το «Ξύπνα Βασίλη» του Δαλιανίδη. Εχω όμως την εντύπωση ότι οι σύγχρονοι σκηνοθέτες, η νέα γενιά που κατέχει σήμερα τις θεσμικές θέσεις στο θέατρο, σνομπάρει εμμέσως πλην σαφώς όχι μόνο αυτούς αλλά όλους τους έλληνες συγγραφείς καθώς και τη θεατρική ελληνική παράδοση. Με ένα σουσουδισμό που δεν καταφέρνει να κρυφτεί πίσω από τσιτάτα και θυμίζει τις νεόπλουτες της δεκαετίας του 1960 που δεν αγόραζαν ποτέ ελληνικά προϊόντα.

Βλέπω για παράδειγμα το πρόγραμμα του Εθνικού Θεάτρου για τη σεζόν 2025 – 2026 που ανακοίνωσαν τον Μάιο η νέα καλλιτεχνική διευθύντρια Αργυρώ Χιώτη και οι συνεργάτες της. Και το οποίο θα έχει κεντρικό άξονα τη γλώσσα. Αλλά έχω την εντύπωση ότι η φαντασία εξαντλήθηκε στα λεκτικά παιχνίδια. Και να η «Επίκαιρη γλώσσα», «Μια γλώσσα για τη ζωή», η «Υπαρξιακή γλώσσα», «Η γλώσσα τρέχουσα άμυαλα λαλεί», «Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει», η γλώσσα του σώματος, η γλώσσα η επίκαιρη, η γλώσσα της νοσταλγίας, η γλώσσα των τοίχων, πολλές γλώσσες γενικώς. Ούτε ένα έργο όμως γραμμένο στην ελληνική γλώσσα εκτός από ένα που γράφει τώρα η Κατερίνα Φασόη και η επανάληψη του περσινού του Καπουτζίδη.

Πώς το λέτε εσείς

εδώ γιατί ξεχνάω

πώς το λέμε εμείς εκεί

Είναι δυνατόν; Να απουσιάζει εντελώς το ελληνικό θέατρο από την πρώτη εθνική σκηνή μίας χώρας που υπήρξε κοιτίδα και του δράματος και μίας από τις αρχαιότερες γλώσσες του κόσμου; Τη γλώσσα της ίδιας της δραματουργίας; Δεν βρέθηκε ούτε ένα ελληνικό έργο που να κουμπώνει με αυτά τα ευφυολογήματα περί γλώσσας;

Η διασκευή ας πούμε κάποιου διηγήματος του Παπαδιαμάντη, του συγγραφέα που δημιούργησε μια δική του γλώσσα; Η «Γκόλφω» που αναδεικνύει την ποιητική γλώσσα του Περεσιάδη; Το «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν που «μιλάει» τη γλώσσα της γειτονιάς; Η γλώσσα του αίματος στο «Γκιάκ» του Παπαμάρκου; Η βουβή γλώσσα σε ό,τι αφορά τα ψυχικά νοσήματα στο «Γάλα» του Κατσικονούρη; Η γλώσσα των απωθημένων στο «Κέικ» του Χατζηγιαννίδη; Η γλώσσα του περιθωρίου στον «Λάκκο της αμαρτίας» του Μανιώτη; Η σπαρταριστή γλώσσα των δημιουργών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου; Τίποτα; Στη μοναδική χώρα του κόσμου όπου μιλιέται επί τρεις χιλιάδες χρόνια ακαταπαύστως η ίδια γλώσσα;