Προκαταρκτική – express: γιατί η «συντόμευση» δεν προσβάλλει το άρθρο 86 του Συντάγματος

Τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής, στις 18-6-2025, για τη σύσταση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής που θα διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση για την «υπόθεση των Τεμπών», διαδέχεται ο εξής προβληματισμός: δύναται η πλειοψηφία της Επιτροπής να καταλήξει σε πόρισμα χωρίς ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, ούτως ώστε να ασκηθεί «απευθείας» η ποινική δίωξη και η δικογραφία να οδηγηθεί το συντομότερο στο Δικαστικό Συμβούλιο, που αποτελείται από τακτικούς δικαστές; Παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα, η ενστάλαξη υποψίας «καταστρατήγησης» παραγνωρίζει τη συνολική θεσμική εικόνα που συνυφαίνει το άρθρο 86 του Συντάγματος με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αρκεί να λάβει κανείς υπ’ όψιν του τα εξής:

Οτι έχει ήδη διενεργηθεί όχι μόνο προκαταρκτική εξέταση, αλλά και κύρια ανάκριση σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας, στο πλαίσιο της οποίας ο ειδικός εφέτης ανακριτής «σκόνταψε» πάνω σε πολιτικά πρόσωπα, με αποτέλεσμα να διαβιβάσει τη δικογραφία στη Βουλή. Συνεπώς, η Κοινοβουλευτική Επιτροπή παραλαμβάνει ήδη ώριμο αποδεικτικό υλικό.  Οτι, σύμφωνα με το άρθρο 43 § 1 εδ. δ΄ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, επιτρέπεται να παραλειφθεί η προκαταρκτική εξέταση για τη διερεύνηση πλημμελήματος (όπως είναι, εν προκειμένω, η παράβαση καθήκοντος), εφόσον έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση ή άλλη διοικητική διαδικασία, άρα, κατά μείζονα λόγο, όταν έχει προηγηθεί δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης.

Οτι η υπόθεση δεν θα εισαχθεί απευθείας στο ακροατήριο, αλλά σε κύρια ανάκριση, δηλ. θα ακολουθήσει η «βαρύτερη» ερευνητική διαδικασία που επιφυλάσσεται για τα κακουργήματα. Ο ανακριτής δύναται να καλέσει οποιονδήποτε μάρτυρα, να δεχθεί κάθε έγγραφο ‒ συμπεριλαμβανομένου του υλικού που μπορούν να του προσκομίσουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης ‒ και, εφόσον προκύψουν ενδείξεις βαρύτερης ή διαφορετικής πράξης, οφείλει να αναπέμψει τη δικογραφία στη Βουλή για άσκηση «συμπληρωματικής» δίωξης ‒ αίτημα που καμία πλειοψηφία δεν θα μπορούσε εύκολα να απορρίψει. Και ότι η συνοπτική περάτωση φέρνει, σε τελική ανάλυση, το ελληνικό συνταγματικό μοντέλο πιο κοντά προς το ευρωπαϊκό consensus: η ευρωπαϊκή συγκριτική εμπειρία δείχνει απεμπλοκή της έναρξης της δίωξης από πολιτικά όργανα (αποπολιτικοποίηση της προδικασίας) – στη Γερμανία, την Ισπανία (άρθρο 102 Συντ.) και την Ιταλία (άρθρο 96 Συντ.) η πρωτοβουλία ανήκει εξ ολοκλήρου στην εισαγγελία, ενώ ακόμα και η Γαλλία, που προβλέπει ειδικό δικαστήριο, διατηρεί την εισαγγελική πρωτοβουλία για την άσκηση της δίωξης (άρθρο 68-2 Συντ.).

Από την ακολουθία των ανωτέρω προκύπτει ότι η διαδικαστική συντόμευση δεν μεταβάλλει τα ουσιώδη δικονομικά εχέγγυα· απλώς συμπτύσσει ένα στάδιο που, εν προκειμένω, έχει ήδη καλυφθεί από άλλους θεσμικούς μηχανισμούς ή μπορεί να αναπληρωθεί θεσμικά από αυτούς που θα ακολουθήσουν, με σκοπό την πολιτική αποφόρτιση της διαδικασίας. Ούτε αλλάζει το τελικό αποτέλεσμα σε σχέση με μια μακρά εσωτερική εξέταση: η πλειοψηφία θα αποφάσιζε ούτως ή άλλως. Για τον λόγο αυτό, βρίσκεται εντός του περιθωρίου επιλογών που εκ των πραγμάτων διαθέτει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, εφόσον η βούληση του συντακτικού νομοθέτη ήταν να αναθέσει την κίνηση της ποινικής δίωξης σε πολιτικό όργανο. Εν πάση περιπτώσει, καθώς ο τελευταίος λόγος ανήκει στην πλειοψηφία, η επιλογή αυτή δεν μεταβάλλει τους «κανόνες του παιχνιδιού» και έτσι πόρρω απέχει από αυτό που ονομάζεται «καταστρατήγηση του Συντάγματος». Η Βουλή παραμένει η συνταγματική πύλη που ανοίγει την ποινική διαδικασία· τα δικαστήρια παραμένουν ο τελικός κριτής. Ο δημόσιος διάλογος γλιτώνει την πόλωση και η υπόθεση βρίσκει, σε συντομότερο χρόνο, τη δικαστική της «εκκαθάριση».

O δρ Αναστάσιος Παυλόπουλος είναι δικηγόρος και συνταγματολόγος