Ρόμπιν Λέιν Φοξ: «Ο Θουκυδίδης παραμένει ένας σύγχρονός μας»

Στη διαδρομή από το σπίτι όπου φιλοξενούνταν, στον περιφερειακό Λυκαβηττού, μέχρι το εστιατόριο «Φιλίππου» μού είχε διηγηθεί ήδη μία ιστορία για την Πάτι Σμιθ – την οποία γνώρισε μόλις φέτος σε καλλιτεχνική εκδήλωση ζητώντας της συγγνώμη που δεν την αναγνώρισε –, τον Μ. Αλέξανδρο και τον «σπουδαιότερο απ’ όλους τους κιθαρίστες» Τζίμι Πέιτζ των Led Zeppelin. Αυτές θα μπορούσαν να ήταν ορισμένες από τις σταθερές στο σύμπαν του ομότιμου καθηγητή Αρχαίας Ιστορίας στο New College της Οξφόρδης, το οποίο μεταφέρει όπου κι αν βρίσκεται. Η αφορμή για τη συνάντησή μας, για παράδειγμα, πριν από λίγες ημέρες, ήταν η διάλεξή του στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων για τη μάχη της Ισσού το 333 π.Χ. «Η μάχη που άλλοι θα έχαναν» ήταν ο τίτλος της και ο Ρόμπιν Λέιν Φοξ δεν χάνει την ευκαιρία να μνημονεύσει – για άλλη μια φορά – την ιδιοφυΐα του Αλέξανδρου. «Πρέπει να αντιλαμβανόμαστε κάθε φορά τις συνθήκες της εποχής την οποία περιγράφουμε χωρίς αναχρονισμούς. Μιλάμε για μάχες από απόσταση βέλους και στήθος με στήθος. Το ένα στοιχείο, λοιπόν, είναι η ταχύτητα με την οποία παίρνει τις αποφάσεις ο Αλέξανδρος. Σε δευτερόλεπτα αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να διασπάσει τον σχηματισμό των Περσών και να βρεθεί απέναντι στον Δαρείο. Το άλλο στοιχείο είναι η σύμπνοια με την οποία τον ακολουθούν οι στρατηγοί του. Οταν έχεις τον διοικητή σου στην πρώτη γραμμή, μπορείς να κάνεις τα πάντα γι’ αυτόν, έτσι δεν είναι;» λέει ο ιστορικός που ήταν ο σύμβουλος του Ολιβερ Στόουν για την ταινία του 2004 και συμμετείχε εκεί ως ένας από τους εκατοντάδες έφιππους στρατιώτες του Κόλιν Φάρελ.

Εστω κι έτσι, αυτές οι σταθερές θα έμεναν ανολοκλήρωτες εάν ο ίδιος δεν ανέφερε μία ακόμα: το γεγονός ότι επί 55 χρόνια είναι ο συντάκτης στη στήλη κηπουρικής των «Financial Times» και, πιο πρόσφατα, ο φροντιστής του κήπου στο New College. Οταν πλέον έχουμε παραγγείλει – «το κοκκινιστό μοσχαράκι με πατάτες μοιάζει ιδανικό για έναν Αγγλο» –, αφηγείται μια ιστορία από τα χρονικά της κηπουρικής, που όλως παραδόξως τοποθετεί μία από τις μεγαλύτερες εφημερίδες παγκοσμίως στην ίδια μοίρα με μία οποιαδήποτε της περιφέρειας. «Υπήρξε μόνο μία “συμφορά” όλα αυτά τα χρόνια. Εγραφα ένα κομμάτι για μια υπέροχη κηπουρό, η οποία φρόντιζε χιλιάδες γλαστράκια με φυτά χωρίς να τους κολλάει κάποια ετικέτα. Ηξερε την ονομασία τους κοιτάζοντας απλώς τα φύλλα τους. Τελείωνα, λοιπόν, το άρθρο μου αποτίοντας τιμή σε όλους όσοι μπορούσαν να διατηρούν 10.000 γλαστράκια – προσέξτε τη λέξη “pots” στα αγγλικά – ξέροντας απέξω τα ονόματά τους. Ο αντιγραφέας, ωστόσο, στον οποίο το υπαγόρευα, το έστειλε ως “10.000 ζωάκια” –προσέξτε κι εδώ: “pets” στα αγγλικά – επειδή δεν μπορούσε να το καταλάβει αλλιώς. Το pots τυπώθηκε τελικά pets. Το αποτέλεσμα ήταν να τηλεφωνήσει αμέσως η βρετανική υπηρεσία για την κακοποίηση ζώων στην κηπουρό και να της ζητήσει εξηγήσεις». Η σχέση του με τη χλωρίδα, έτσι κι αλλιώς, έχει πάρει διεθνείς διαστάσεις, όπως λέει. Εχει επισκεφθεί βοτανικούς κήπους στη χώρα μας, ενώ στον Βοτανικό Αλπικό Κήπο του Μονάχου επιβιώνουν οι οικογένειες από ραμόνδες και παπαρούνες τις οποίες φύτεψε ο ίδιος τον Απρίλιο του 1965 και πλέον θαυμάζει στις κατά καιρούς επισκέψεις του στη Γερμανία.

Σε όλη τη διάρκεια της συζήτησής μας ο ιστορικός παίρνει τη δική του άτυπη «συνέντευξη» από τον συνεντευξιαστή του: για την κατάσταση του Τύπου στην Ελλάδα, τον ρόλο της Τεχνητής Νοημοσύνης στη δημοσιογραφία και την τέχνη, για το τι μαθαίνουν οι μαθητές σχετικά με την Αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο. Το τελευταίο δεν είναι η ειδικότητά του, αλλά παραμένει μια προσωπική αδυναμία – «επιστρέφω πάντοτε στο “Byzantine aesthetics” του Μάθιου Τζερβέιζ – και λειτουργεί ως «γέφυρα» για να φτάσουμε σε μια άλλη ιδιότητά του. Τη συμμετοχή στην κριτική επιτροπή του London Hellenic Prize, το οποίο θεσμοθετήθηκε το 1996 από την ελληνική ναυτιλιακή κοινότητα του Λονδίνου και αναδεικνύει κάθε χρονιά ένα βιβλίο γραμμένο στην αγγλική γλώσσα με θέμα τον ελληνικό πολιτισμό. Φέτος ήταν η σειρά του Βρετανοκύπριου Πίτερ Σάρις, καθηγητή Σπουδών της Υστερης Αρχαιότητας, του Μεσαίωνα και του Βυζαντίου στο Κέιμπριτζ, για τη βιογραφία «Ιουστινιανός. Αυτοκράτωρ, στρατιώτης, άγιος» (εκδ. Basic Books UK). «Ο Ιουστινιανός εκπροσωπεί ό,τι απεχθάνομαι περισσότερο στη διακυβέρνηση. Αλλά το βιβλίο ήταν εξαιρετικό. Ξέρω ότι στις περισσότερες περιπτώσεις είναι δύσκολο αυτά τα βιβλία να συναντήσουν το ελληνικό κοινό, αλλά όταν τα καταφέρνουν αγκαλιάζονται από τους αναγνώστες και τους κριτικούς».

Στην περίπου μιάμιση ώρα που καθόμαστε σε ένα από τα γωνιακά τραπέζια του «Φιλίππου», εστιατόριο το οποίο γνωρίζει από τις πολλές επισκέψεις του στην Ελλάδα, αναφέρει πολλά ονόματα από διαφορετικές τέχνες μαζί με εκείνα που υπενθυμίζουν τη διαρκή μαθητεία του στις ανθρωπιστικές σπουδές. Και είναι ετοιμόλογος ακόμη και όταν αρνείται ευγενικά να δοκιμάσει τη σαλάτα: «Ξέρω τα πάντα για τις σαλάτες. Εγώ τις φυτεύω κι εγώ τις ποτίζω». Προφανώς μόνο αποχρώσεις μπορούν να περάσουν στο δημοσιογραφικό σημείωμα από μια τέτοια συζήτηση με το αντίστοιχο name dropping, αλλά έστω κι έτσι πίσω από τις ρωγμές των ονομάτων ανοίγονται οι εμπειρίες έξι δεκαετιών (ο Λέιν Φοξ έχει γεννηθεί το 1946). Αναφέρει, λοιπόν, τον Σεφέρη, «που ξέρει να τοποθετεί την κάθε λέξη μέσα στο ποίημα», τον «μεγάλο, αλλά δυσνόητο» Ελιοτ, αλλά και τον «μεγαλύτερο εν ζωή άγγλο ποιητή», Τζέιμς Φέντον («αυτή είναι η δική μου τελική επιλογή»). Στέκεται αρκετή ώρα στον Ολιβερ Στόουν επιμένοντας ότι του έμαθε πολλά για τον κινηματογράφο και ότι η καλύτερη εκδοχή του «Αλέξανδρου» είναι η τετράωρη κόπια την οποία παρουσίασε μάλιστα το 2014 σε ειδικές προβολές στην Οξφόρδη. «Αξίζει να θυμίσω στους αναγνώστες των “ΝΕΩΝ”, για να αρχίσουν τις συγκρίσεις, που είναι και αυτές γοητευτικό στοιχείο των ταινιών, ότι πριν από τον Κόλιν Φάρελ ο Στόουν είχε προτείνει για πρωταγωνιστή τον Χιθ Λέτζερ». Σε μία άλλη από τις διακλαδώσεις που επιτρέπονται μεταξύ τυρού και λευκού κρασιού φτάνει στο «Λιμάνι της αγωνίας» και τη σκηνή του ταξί, όπου ο Μάρλον Μπράντο βρίσκεται αντιμέτωπος με τον αδελφό του. «Θα μπορούσα να βλέπω αυτή την ταινία στο πριβέ σινεμά μου μέχρι το τέλος της ζωής μου».

Ομηρος και Θουκυδίδης

Και ύστερα έρχεται η σειρά των ελληνικών σπουδών ανά την Ευρώπη, με αφορμή το πιο πρόσφατο βιβλίο του που αφορά τον Ομηρο και την «Ιλιάδα» (από τις εκδόσεις Penguin). Αισθάνεται εξαρχής ότι ανήκει στο στρατόπεδο του πολιτισμικού πεσιμισμού, καθώς παρακολουθεί μια επικαιρότητα που κινείται από τα εμπόδια στη διδασκαλία των ελληνικών έως τις απόπειρες ακύρωσης των «μεγάλων λευκών» δημιουργών. «Είναι άλλο να γνωρίζεις ότι υπήρχαν πολλοί σπουδαίοι πολιτισμοί – και όντως υπήρχαν, όπως της Αιγύπτου, της Βαβυλώνας και των Φοινίκων. Και άλλο να περιγράφεις τον πολιτισμό των αρχαίων Ελλήνων ως κατακριτέο. Δεν πρόκειται καν για μια αυτοκρατορία όπου τον πρώτο λόγο έχουν οι μάτσο κυρίαρχοι λευκοί. Δεν πίστευα μέχρι πριν από λίγα χρόνια ότι θα έπρεπε να εξηγώ από ένα σημείο κι έπειτα γιατί η ανακάλυψη του θεάτρου και της φιλοσοφίας ήταν τόσο σημαντικά στοιχεία του πολιτισμού. Επίσης μάλλον έχω κουραστεί με την υπόθεση εργασίας ότι κάπου υπήρχε ο Ομηρος της Βαβυλώνας, αλλά δεν κάναμε τον κόπο να τον ανακαλύψουμε. Ας μείνουμε σε αυτά που έχουμε από την αρχαιολογική έρευνα και, κυρίως, από την ανάλυση των λογοτεχνικών πηγών. Η ευαισθησία, η οξυμμένη αντίληψη, η ποιητική ευφυΐα του ποιητή Ομήρου και του ακροατηρίου του ήταν ένα από τα θαύματα εκείνης της εποχής. Οτιδήποτε άλλο μού φαίνεται σαν τεχνητό ερώτημα. Οπως και το γεγονός ότι η πολιτική δεν αναπτύχθηκε ούτε στη Βαβυλώνα ούτε στην Αίγυπτο. Εκεί δηλαδή όπου ιερείς όλων των ειδών ήταν οι φύλακες της γνώσης ρυθμίζοντας ζητήματα της καθημερινής ζωής. Σαφώς υπάρχουν σκοτεινές πτυχές στην Αρχαία Ελλάδα και μπορούμε να μιλάμε για τη δουλεία όσο θέλετε. Αλλά την ίδια στιγμή θα πρέπει να αναγνωρίζουμε, για παράδειγμα, το μεγαλείο του Θουκυδίδη, ο οποίος θέλει να μας ανοίξει τα μάτια στην εποχή του Τραμπ: μην έχετε αυταπάτες για το δίκαιο και το άδικο στη διεθνή τάξη πραγμάτων. Μπείτε στη μάχη με τα μάτια ανοιχτά. Αυτό που επιχειρεί ο αμερικανός πρόεδρος είναι να αναποδογυρίσει μια υποτιθέμενη ισορροπία δυνάμεων, όπου επικρατούσαν ο νόμος και η δικαιοσύνη. Το μάθημα του Θουκυδίδη είναι εντελώς διαφορετικό – γι’ αυτό και παραμένει ένας σύγχρονός μας».

Μια τελευταία ερώτηση, κύριε Φοξ. Πού ξαναβρίσκετε τον εαυτό σας ανάμεσα σε τόσο πολλές ιδιότητες και ενασχολήσεις; «Στον προσωπικό μου κήπο. Εκεί που κάθομαι και αφήνω το μυαλό μου να καθαρίσει από σκέψεις την ώρα που το φως της ημέρας πέφτει λοξά και σιγά σιγά χάνεται. Αν θέλετε και μια δόση βρετανικού φλέγματος, σκέφτομαι ότι ο Αδάμ φέρθηκε απαίσια μέσα στον Κήπο της Εδέμ: δεν φύτεψε τίποτε. Τουλάχιστον θα μείνει κάτι στον δικό μου όταν θα φύγω εγώ. Ξέρω επίσης τα τρία πράγματα που θα κάνω όταν έρθει η ύστατη ώρα. Θα κλείσω τα μάτια και θα θυμηθώ τις υπέροχες γυναίκες που έχω φιλήσει στη ζωή μου. Αυτό θα πάρει κάποια ώρα. Δεύτερον, θα θυμηθώ τον Ομηρο και όσα μου έχει χαρίσει. Αυτό θα πάρει πολλή ώρα. Και – ξέρω πώς θα ακουστεί αυτό εκτός Βρετανίας – θα επιστρέψω νοερά στο κυνήγι της αλεπούς όπου συμμετείχα νεότερος. Τα έχω αισθανθεί όλα όταν μένω μόνος μου στον βοτανικό κήπο του Κολεγίου. Με κατακλύζει αυτό που o Ρομέν Ρολάν όρισε ως “ωκεάνειο συναίσθημα” – αυτή η αίσθηση ότι γίνεσαι απειροελάχιστο κομμάτι του Σύμπαντος. Κι έχω από τώρα τρεις ευχές για τις στάχτες μου όταν έρθει η ώρα. Ενα μέρος τους θέλω να σκορπιστεί στον κήπο. Ενα μέρος τους στη Βεργίνα, στο θέατρο όπου δολοφονήθηκε ο Φίλιππος – η Αγγελική Κοτταρίδη δεν έχει πρόβλημα, το έχω συζητήσει μαζί της. Και ένα τελευταίο κομμάτι θέλω να πάει στους λόφους όπου έτρεχα κι εγώ για το κυνήγι της αλεπούς».