Στα 91 του, ο συμπάροικος Παναγιώτης Πάττας εξακολουθεί να κουρεύει και να διδάσκει αξιοπρέπεια

Ο Παναγιώτης Πάττας γεννήθηκε στους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας και από νωρίς έμαθε τι θα πει αγώνας για επιβίωση. Ορφανός από πατέρα σε ηλικία 9 ετών και από μητέρα στα 16, αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να πιάσει δουλειά.

«Βγήκα από το σχολείο και πήγα να μάθω κουρέας για να ζήσουμε στην οικογένεια. Δεν ήξερα τίποτα άλλο», λέει στον «Νέο Κόσμο».

Η τέχνη του κουρέα δεν του ήρθε τυχαία. Ένας θείος του, τον πήρε κοντά του. Ήταν το 1950. Τότε στους Γαργαλιάνους υπήρχαν 17 κουρεία και ο νεαρός Παναγιώτης είχε ήδη δουλέψει στα 11 από αυτά. «Γι’ αυτό είμαι και καλός κουρέας. Δούλεψα με πολλούς καλούς. Αυτή ήταν η πρώτη και μόνη δουλειά που έκανα. Φέτος συμπληρώνω 75 χρόνια», λέει με περηφάνια.

Ο Παναγιώτης Πάττας λίγο πριν καταταγεί στον στρατό. Φωτογραφία: Supplied

ΓΑΡΓΑΛΙΑΝΟΙ – ΑΘΗΝΑ – ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ

Η φτώχεια τον ακολουθούσε, αλλά δεν τον λύγισε. Ήταν ένα από έξι αδέλφια και είχε δύο αδελφές, οι οποίες, όπως λέει, «για να παντρευτούν, έπρεπε να έχουν προίκα». Η μεγαλύτερη αδελφή του, 26 χρονών τότε, μετανάστευσε στην Αυστραλία το 1957, παντρεύτηκε και μαζί με τον άντρα της –που είχε έρθει μέσω ΔΕΜΕ– έφεραν και τη μικρότερη αδερφή του. Ο ίδιος εργαζόταν εκείνη την εποχή στην Αθήνα. Από το 1958 μέχρι το 1960 δούλευε σε κουρείο στην πρωτεύουσα μέχρι που η Αυστραλία άνοιξε ξανά την πόρτα στους μετανάστες και του ήρθε πρόσκληση από την αδελφή του. Εκείνος την αποδέχτηκε «για μια καλύτερη ζωή».

Αλλά και το ταξίδι δεν έγινε χωρίς εμπόδια. «Ήρθα με χρεωμένο εισιτήριο, χρεωμένο κοστούμι και μου ‘στειλε και η αδελφή μου 3.300 δραχμές να πληρώσω το στρατιωτικό. Είχα υπηρετήσει μόνο τρεις μήνες και έπρεπε να εξαγοράσω το υπόλοιπο για να πάρω διαβατήριο».

Στην Αυστραλία ήρθε στις 15 Αυγούστου του 1960, με το πέμπτο ταξίδι του «Πατρίς». Είχε μαζί του ένα γράμμα από το Υπουργείο Εξωτερικών που επιβεβαίωνε ότι ήταν κουρέας – ένα πολύτιμο χαρτί για να βρει δουλειά. Και πράγματι, ξεκίνησε αμέσως, όχι ως κουρέας, αλλά στο καφενείο «Πελοπόννησος» στη Lonsdale Street, τη μικρή Ελλάδα της εποχής.

Το Σαββατοκύριακο, όμως, έπιανε ψαλίδι. Κούρευε σε κουρείο της ίδιας περιοχής και εκεί έβγαλε τα πρώτα του χρήματα από την τέχνη που αγάπησε. Ακολούθησε ένα κουρείο στο High Street στο Northcote και η αναγνώριση δεν άργησε.

Παναγιώτης και Γεωργία Πάττα. Φωτογραφία: Supplied

«ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΓΙΝΩ ΙΝΒΕΣΤΑΣ»

Η πρώτη του εγκατάσταση στην Αυστραλία έγινε στο Northcote, όπου ήδη ζούσαν η αδελφή του και ο γαμπρός του. Το 1962, του έκαναν προξενιό –όπως συνηθιζόταν τότε– μια κοπέλα από το χωριό του γαμπρού του, τη Γεωργία. Ο γάμος τους έγινε την ίδια χρονιά στη Μελβούρνη. Έμειναν στο Northcote, όπου γεννήθηκε και ο πρωτότοκος γιος τους, ο Χρήστος.

Μετά ήρθε το επόμενο μεγάλο βήμα. Ο Παναγιώτης αγόρασε σπίτι στο North Carlton και άνοιξε το κουρείο του ακριβώς απέναντι από τον Άγιο Ιωάννη, όπου λειτουργούσε τότε ο παπα-Κουρτέσης.

«Ήταν πελάτης μου. Πιστός», λέει χαμογελώντας.

Η αρχή, όμως, δεν ήταν εύκολη. «Μέναμε μέσα 5-6 οικογένειες μέχρι να ξεχρεώσω το σπίτι… «Δεν φοβήθηκα το ρίσκο. Άλλος δεν ήθελε να χρωστάει. Εγώ πάντα χρώσταγα στην τράπεζα. Αυτός ήταν ο στόχος μου: να γίνω ινβέστας (επενδυτής)», λέει με τα αγγλικά των μεταναστών της γενιάς του.

Ό,τι έβγαζε από το κουρείο, το επένδυε για να χτίσει κάτι μεγαλύτερο. Τα πρώτα του εισοδήματα ήρθαν από τα ενοίκια των άλλων οικογενειών που έμεναν μαζί τους στο σπίτι στο Carlton.

Ο Παναγιώτης και η Γεωργία Πάττα στα νιάτα τους. Φωτογραφία: Supplied

«Πήγα για λίγο και σε εργοστάσιο. Μετά από δύο-τρεις μήνες, κατάλαβα πως δεν ήταν για μένα. Όμως ποτέ δεν φοβήθηκα τη δουλειά. Έλεγα: “Θα δουλεύω, θα βγάλω”». Ρίσκο, επιμονή και παρατήρηση. Μάθαινε κοιτώντας τους άλλους, και μαζί μ’ αυτό, μάθαινε και τη γλώσσα.

Το 1980 πιάνει δουλειά στο Myers. Εκεί δεν κουρεύει απλώς αλλά εκπαιδεύει νέους κουρείς, μεταδίδοντας τις δεκαετίες εμπειρίας του. «Εκπαίδευα παιδιά. Τους έδειχνα πώς να πιάνουν το ψαλίδι. Δεν είναι μόνο το κόψιμο. Είναι ο σεβασμός στον πελάτη. Είναι η λεπτομέρεια», λέει.

Η ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΥΣΗ

Το 2000, ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πατήσει φρένο. Ήταν η πρώτη φορά που απομακρύνθηκε από την καρέκλα του κουρέα. Η απόφαση να σταματήσει δεν ήρθε εύκολα, ούτε κράτησε για πάντα.

Μετά την πανδημία, σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, ένιωσε πως είχε έρθει η στιγμή να επιστρέψει. Και το έκανε. Ξανάνοιξε το κουρείο του στο ιδιόκτητο κατάστημά του στο Frankston. Δεν το έκανε από ανάγκη. Το έκανε γιατί δεν άντεχε άλλο να μένει ανενεργός.

«Δεν μπορώ να καθίσω στο σπίτι. Θέλω να δουλεύω», λέει.

Ο Παναγιώτης Πάττας δηλώνει «πολύ πολιτικοποιημένος». Τα βράδια, μετά το φαγητό, βλέπει ειδήσεις από όλο τον κόσμο. «Βάζω τη γυναίκα μου να γράφει τις ειδήσεις στο βίντεο όσο εγώ λείπω», εξηγεί, γιατί δεν θέλει να χάνει τίποτα.

Και πάντα με τη γραβάτα. Είναι η στολή του, το σήμα της αξιοπρέπειάς του. «Έτσι βγαίνω έξω. Πάντα. Ξέρεις πόσες γραβάτες έχω;» με ρωτάει γελώντας.

Με τον μόνιμο πελάτη του, Σάιμον. Φωτογραφία: Μαρία Καμπύλη

Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ

Για τον Παναγιώτη Πάττα, το κουρείο δεν είναι επάγγελμα. Είναι η ίδια του η ύπαρξη. Αυτό το ξέρουν καλά και τα παιδιά του. «Ξέρουμε και οι δύο — και εγώ και ο μικρότερος αδελφός μου, ο Τάσος — ότι η δουλειά είναι η αξιοπρέπειά του. Με την έννοια ότι αισθάνεται ανεξάρτητος, αυτόνομος και χρήσιμος», λέει ο Χρήστος. «Πιστεύουμε ότι αν δεν δούλευε, η υγεία του δεν θα ήταν τόσο καλή. Ωστόσο δεν θέλουμε να το παρακάνει. Σκεφτόμαστε να του βρούμε έναν βοηθό».

Η καθημερινότητα του 91χρονου κουρέα είναι αυστηρή, σχεδόν αφοσιωτική: Ο κύριος Παναγιώτης κάθε πρωί φεύγει από το σπίτι του στο Safety Beach στις 7:20 και περπατά 10 λεπτά μέχρι τη στάση του λεωφορείου. Ακολουθεί μισή ώρα διαδρομή και, λίγο πριν τις 8, ανοίγει το κουρείο στο Frankston. Δουλεύει μέχρι τις 6 το απόγευμα, επιστρέφει σπίτι στις 7. Και αυτή η ρουτίνα δεν είναι εξαίρεση – είναι ο κανόνας. Επτά ημέρες την εβδομάδα.

Και μέσα σε όλο αυτό, υπάρχει και η οικογενειακή χαρά: ο κύριος Παναγιώτης έχει πέντε εγγόνια — τρεις εγγονούς και δύο εγγονές. «Η μεγαλύτερή μου χαρά ήταν όταν ο γιος του Χρήστου άρχισε να κουρεύεται σε μένα», λέει χαμογελώντας. «Και κουρεύεται σωστά!», συμπληρώνει.

Ο Παναγιώτης Πάττας με τα πέντε του εγγόνια – Peter, Georgina, Pearce, Ross και Georgiann – στα 90ά του γενέθλια. Φωτογραφία: Supplied

Η ΣΙΩΠΗ ΣΤΟ ΚΟΥΡΕΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΕΒΑΣΜΟΣ

Στο κουρείο του Παναγιώτη Πάττα δεν θα ακούσεις πολλές κουβέντες την ώρα του κουρέματος. Όχι επειδή δεν θέλει να μιλήσει, αλλά επειδή σέβεται τον χρόνο όλων. «Δεν μου αρέσει να πιάνω κουβέντα όταν κουρεύω», λέει ήρεμα. «Σέβομαι τον άλλον που περιμένει. Η κουβέντα σημαίνει καθυστέρηση».

Σήμερα, οι περισσότεροι πελάτες του είναι ηλικιωμένοι. Άνθρωποι σαν κι αυτόν, που εκτιμούν τη σιωπή και τον ρυθμό ενός παλιού κουρείου.

Στο Carlton, παλιότερα, είχε πολλούς σταθερούς πελάτες. Με κάποιους, η σχέση ξεπέρασε το επαγγελματικό πλαίσιο και έγινε φιλία. «Δυστυχώς, σήμερα δεν έχει μείνει σχεδόν κανείς», λέει με κάποια μελαγχολία.

Η ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ

Για πολλά χρόνια, η οικογένεια Πάττα ζούσε πίσω ή πάνω από το κουρείο. Η καθημερινότητα ήταν κοινή, δουλειά και σπίτι μπλεγμένα σαν τρίχες στον λαιμό. Η κυρία Γεωργία δούλευε στο gift shop της οικογένειας, αλλά είχε και το βάρος του σπιτιού. «Πάντα δούλευαν μαζί», μας λέει ο Χρήστος, «και αυτό, όσο κι αν δυνάμωνε τη σχέση τους, κάποιες φορές έφερνε και τριβές».

Πλέον, έχουν βρει τη δική τους ισορροπία. Ο καθένας με τον ρυθμό και τα ενδιαφέροντά του. Ο κύριος Παναγιώτης με το κουρείο και τα πολιτικά του, η κυρία Γεωργία με τον κήπο της και τις κότες της.

Όμως και εκείνη επιτελεί ένα σημαντικό έργο με έναν δικό της, ήσυχο τρόπο. Από τις δωρεές και τις πωλήσεις των αυγών που παίρνει από τις κότες της, καταφέρνει κάθε χρόνο να συγκεντρώνει μέχρι και 3.000 ευρώ τα οποία προσφέρει σε ένα ορφανοτροφείο θηλέων στην Κρήτη.

ΤΟΛΜΗΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ

Το πιο πρόσφατο ταξίδι του στην Ελλάδα το έκανε πέρσι. Όπως μας λέει ο Χρήστος, μόνος του βγάζει το εισιτήριό του, όταν το αποφασίσει και δεν το ανακοινώνει σε κανένα. «Και τώρα θέλω να πάω», λέει με ενθουσιασμό μικρού παιδιού ο κύριος Παναγιώτης.

Ο λόγος που θέλει να επιστρέψει είναι βαθιά προσωπικός. Ονειρεύεται να δημιουργήσει ένα μνημείο στο χωριό του για τα θύματα του Εμφυλίου – ανάμεσά τους και η νονά του. Πέρσι πήρε το λεωφορείο και διέσχισε ολόκληρη την Πελοπόννησο για να φτάσει στις αρμόδιες αρχές και να ρωτήσει πώς μπορεί να το υλοποιήσει. «Δεν θέλει να εξαρτάται από κανέναν – ούτε από εμάς, ούτε από τη μάνα μας», λέει ο Χρήστος. «Κι όταν βάλει κάτι στο μυαλό του, δεν του το βγάζεις με τίποτα».

«ΘΑ ΔΟΥΛΕΥΩ ΜΕΧΡΙ ΤΑ 100»

Ο κύριος Παναγιώτης δεν έχει πρόθεση να σταματήσει. Πριν από μερικές εβδομάδες έκλεισε τα 91, αλλά δηλώνει με παιδική αποφασιστικότητα: «Εμένα δεν με πειράζει και 100 χρονών να πάω και να δουλεύω…». Περιμένει να δει τα εγγόνια του να παντρεύονται, να γνωρίσει δισέγγονα – αλλά μέχρι τότε, η θέση του είναι στη δουλειά.

Χαρακτηρίζει τον εαυτό του «τίμιο και εργατικό». Όση ώρα μιλάμε, κάθεται στραμμένος προς την τζαμαρία του μαγαζιού στο Frankston. Παρακολουθεί τον δρόμο, τους περαστικούς, τις λεπτομέρειες. Κάθε τόσο διακόπτει τη συζήτηση για να σχολιάσει: «Κοίταξε πώς έχει κουρευτεί αυτός…γαϊδουροκουρεμένος», λέει κι εγώ σκάω στα γέλια.

Ο γιος του, ο Χρήστος, ξέρει καλά ότι ακόμα κι αν βρεθεί νέος κουρέας για να βοηθά, ο πατέρας του δεν θα αποσυρθεί. «Το’χει μέσα του να δουλεύει. Γι’ αυτόν η δουλειά δεν είναι βιοπορισμός. Είναι η ζωή του. Και τη γραβάτα δεν την βγάζει – είναι το στίγμα του. Θέλει να είναι περιποιημένος».

Τρεις γενιές Πάττα: ο Παναγιώτης με τον γιο του Χρήστο και τον εγγονό του Peter. Φωτογραφία: Supplied

Ο Παναγιώτης Πάττας δεν κουρεύει για να ζήσει. Ζει για να κουρεύει… «σωστά».

Η συνέπεια, η ευθύτητα και το μεράκι του, δεν περνούν απαρατήρητα. Ο Σάιμον, κάτοικος της περιοχής από το 1984, είναι πελάτης του από την πρώτη ημέρα που άνοιξε το κουρείο στο Frankston. «Τον προτιμώ όχι μόνο γιατί είναι πολύ καλός στη δουλειά του, αλλά και γιατί είναι καλός άνθρωπος», μας λέει.

Η ώρα πέρασε και ο κύριος Παναγιώτης πρέπει να κλείσει. Στο σπίτι τον περιμένει η κυρία Γεωργία με ζεστό φαγητό και φρέσκες ειδήσεις από όλο τον κόσμο. Καθαρίζει τα ψαλίδια του, κρεμάει την ποδιά του, σβήνει το φως και κλειδώνει την πόρτα.

«Αύριο πάλι», ψιθυρίζει και βαδίζει αργά αλλά σταθερά προς τη στάση του λεωφορείου…

Ο Παναγιώτης Πάττας μπροστά στο κουρείο του στο Frankston. Φωτογραφία: Μαρία Καμπύλη
Τρεις γενιές Πάττα: ο Παναγιώτης με τον γιο του Χρήστο και τον εγγονό του Peter. Φωτογραφία: Supplied

 

Ο Παναγιώτης Πάττας, 91 ετών, την ώρα που κουρεύει πελάτη στο κουρείο του στο Frankston – με το ίδιο μεράκι και την ίδια ακρίβεια, όπως πάντα. Φωτογραφία: Supplied
Παναγιώτης και Γεωργία Πάττα. Φωτογραφία: Supplied
Ο Παναγιώτης και η Γεωργία Πάττα στα νιάτα τους. Φωτογραφία: Supplied
Με τον μόνιμο πελάτη του, Σάιμον. Φωτογραφία: Μαρία Καμπύλη
Ο Παναγιώτης Πάττας στα πρώτα του χρόνια ως κουρέας. Φωτογραφία: Supplied

The post Στα 91 του, ο συμπάροικος Παναγιώτης Πάττας εξακολουθεί να κουρεύει και να διδάσκει αξιοπρέπεια appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.