Τηλεοπτικός νεοπλουτισμός

Περιμένω να δω στην ΕΡΤ την τηλεοπτική μεταφορά της «Μεγάλης Χίμαιρας» του Μ. Καραγάτση με μεγάλη προσμονή. Διότι είναι κάτι παραπάνω από αγαπημένος μου συγγραφέας. Διαβάζοντάς τον από τα προεφηβικά ακόμη χρόνια μου, ήταν σαν να με «δίδαξε» τον γραπτό λόγο, του «έκλεψα» λεκτικά σχήματα που χρησιμοποιώ μέχρι σήμερα, μέσα από τα γραπτά του «γαλουχήθηκα», με κάποιον τρόπο, ακόμη και ερωτικά. Τη δε «Μεγάλη Χίμαιρα» τη γνωρίζω πολύ καλά. Πρώτα απ’ όλα στο σπίτι στη Σύρο, όπου υποτίθεται ότι εξελίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας, το «Κοκκινόσπιτο», έχω παίξει όταν ήμουν παιδί αφού ένας αστικός συριανός μύθος ήθελε να είναι στοιχειωμένο, γι’ αυτό και το κουφάρι του ήταν γοητευτικός τόπος μυστηρίου για εμάς την πιτσιρικαρία. Πέρα από τη σχέση λόγω εντοπιότητας, ωστόσο, έχω διαβάσει το μυθιστόρημα πάνω από τριάντα φορές κι έχω δει την παράσταση του Δημήτρη Τάρλοου σε διασκευή Στρατή Πασχάλη (μία από τις μεγαλύτερες θεατρικές επιτυχίες της δεκαετίας) μπορεί και πάνω από δέκα.

Γιατί όμως είχε τόση επιτυχία η παράσταση; Διότι μετέφερε επί σκηνής με «χειρουργική» ακρίβεια και σεβασμό το πνεύμα ενός μυθιστορήματος με προδιαγραφές μπεστ σέλερ, διατηρώντας τις πολύ λεπτές ισορροπίες του και αναδεικνύοντας το «κάτω κείμενο», αυτά δηλαδή που δεν λέγονται αλλά υπονοούνται. Που σημαίνει ότι όταν «πουλάς» σωστά ένα μπεστ σέλερ, πάλι θα μοσχοπουλήσεις. Τι γίνεται όμως με την τηλεοπτική του μεταφορά; Διαβάζοντας στα «ΝΕΑ» του Σαββάτου το ρεπορτάζ της Διονυσίας Μαρίνου που παρευρέθηκε στο τελευταίο γύρισμα και μίλησε με τους συντελεστές, αυτό που ψυχανεμίστηκα ήταν πως κυριάρχησε ένα είδος αγωνίας ώστε να ανεβεί το κόστος. Που έφτασε το ένα εκατομμύριο ευρώ το επεισόδιο, ποσό – ρεκόρ, το οποίο ούτε με κιάλια έχουν δει άλλα σίριαλ. Και που μακάρι να δίνονταν συχνότερα αυτά τα χρήματα διότι ιδέες και ταλέντα υπάρχουν, λεφτά δεν υπάρχουν.

Ετσι όμως, χωρίς βέβαια να έχω δει ούτε μία σκηνή ή να έχω διαβάσει τα σενάρια, νομίζω ότι «πειράζεται» ο πυρήνας του βιβλίου. Διάβασα, για παράδειγμα, για δύο χιλιάδες βοηθητικούς ηθοποιούς. Τι να κάνουν στη «Χίμαιρα» που το μεγαλύτερο μέρος της εκτυλίσσεται σε ένα απομονωμένο σπίτι όπου ασφυκτιά η πρωταγωνίστρια; Ή ότι χωματοστρώθηκαν η Διονυσίου Αρεοπαγίτου και η Πανεπιστημίου. Μα στη δεκαετία του 1930 ούτε η μία ούτε η άλλη ήταν χωματόδρομοι. Η δε Σύρος είναι ένα έτοιμο σκηνικό για εκείνη την εποχή.

Αλλά πες ψιλοπράγματα. Αυτό που θεωρώ ότι μπορεί να διαταράξει καθοριστικά τις ισορροπίες του μυθιστορήματος είναι οι επεμβάσεις στη βασική ηρωίδα, τη Μαρίνα Μπαρέ. Που στο μυθιστόρημα είναι Γαλλίδα, ενώ στο σίριαλ Ιταλίδα. Προφανώς επειδή μία από τις συμπαραγωγούς εταιρείες είναι ιταλική, εξού και το ενάμισι επεισόδιο στα ιταλικά. Ο Καραγάτσης όμως δεν επέλεξε τυχαία τη Γαλλία. Η Μαρίνα έχει καταγωγή από τη Ρουέν, την πόλη της «Μαντάμ Μποβαρί». Πίσω από το κείμενο ο έμπειρος αναγνώστης μπορεί να ανιχνεύσει τη γυναίκα του «απόντος άνδρα» και τον γαλλικό κλασικισμό.

Εμείς και ο ξένος

Η «Μεγάλη Χίμαιρα» δεν είναι ερωτικό μυθιστόρημα ούτε επικεντρώνεται στη γυναικεία ψυχολογία. Είναι μέρος μιας τριλογίας (προηγείται ο «Λιάπκιν», ακολουθεί ο «Γιούγκερμαν») που έχει γενικό τίτλο «Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο». Και αφορά τον ξένο στην Ελλάδα, σε αυτή τη σχέση κεντράρει. Που ξεκινά με έναν σφοδρό αμοιβαίο «έρωτα», αλλά στο τέλος άλλον τον τρελαίνει, άλλον τον κάνει να φύγει, τη Μαρίνα την οδηγεί στον πάτο της θάλασσας να την τρώνε τα καβούρια.

Η ηρωίδα του Καραγάτση είναι για τη συριανή κοινωνία η «ψυχρή γαλλίδα πουτάνα». Γι’ αυτό και την απομονώνει ως ξένο σώμα και ούτε η ίδια μπορεί να ενταχθεί. Ενώ μια Ιταλίδα είναι πιο κοντά στη συριανή νοοτροπία της εποχής. Και, ακόμη και τη δεκαετία του 1930, διαβεβαιώνω ότι δεν θα ήταν «ξένο σώμα» στο νησί.

Πιστεύω ωστόσο ότι, ανεξάρτητα από τις παρεμβάσεις, θα είναι ένα πολύ καλό σίριαλ που θα αναδείξει και την ιδιαίτερη πατρίδα μου.