
Είναι επίμονος, έντονος, διαρκής και καταστροφικός. Πρόκειται για τον χρόνιο πόνο που «κατοικεί» στα σώματα και στοιχειώνει την ψυχή των πασχόντων από σοβαρές ασθένειες. «Ηθελα μόνο να βοηθήσω τη Μαρία, να μην πονάει και να μην υποφέρει» έγραφε – μεταξύ άλλων – το σημείωμα ενός 87χρονου άνδρα από την Κρήτη, ο οποίος πριν από λίγο καιρό πυροβόλησε και σκότωσε στο νοσοκομείο του Ρεθύμνου την καρκινοπαθή 85χρονη σύζυγό του και στη συνέχεια αυτοκτόνησε. Η τραγική ιστορία τους αποτυπώνει την απέραντη, αδιέξοδη συναισθηματική οδύνη που βιώνουν οι ασθενείς και οι φροντιστές τους. Τα «αφανή» θύματα, που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου.
Στο Δελτίο Τύπου που δημοσίευσαν οι αναισθησιολόγοι Ιατρείων Πόνου της Κρήτης και η Ελληνική Εταιρεία Αλγολογίας, ακριβώς με αφορμή αυτό το περιστατικό υπογραμμίζονται, μεταξύ άλλων, «τα βαθιά κενά του συστήματος υγείας, ιδίως η κραυγαλέα απουσία ολοκληρωμένων υπηρεσιών ανακουφιστικής/παρηγορικής φροντίδας και ισχυρής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης για τους ασθενείς και τις οικογένειές τους». Οπως τονίζουν, «αποτελεί παράδειγμα των καταστροφικών συνεπειών της παραμέλησης των ολιστικών αναγκών των ασθενών, οι οποίες περιλαμβάνουν όχι μόνο την ιατρική περίθαλψη, αλλά και τη συναισθηματική, ψυχολογική και πνευματική υποστήριξη. Η απουσία τέτοιων υπηρεσιών μπορεί να οδηγήσει σε αισθήματα απελπισίας, ματαιότητας και απόγνωσης, τα οποία, σε ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να καταλήξουν σε τραγικά αποτελέσματα, όπως αυτό».
Η Ελληνική Εταιρεία Αλγολογίας, η Ελληνική Εταιρία Θεραπείας Πόνου και Παρηγορικής Φροντίδας – ΠΑΡΗΣΥΑ και τα Ιατρεία Πόνου αποτελούν ένα συνεκτικό δίκτυο. «Περίπου 130 αναισθησιολόγοι προσφέρουν τις πολύτιµες υπηρεσίες τους στα 67 λειτουργούντα Ιατρεία Πόνου του ΕΣΥ σε όλη τη χώρα. Χιλιάδες ασθενείς λαµβάνουν φροντίδα σε αυτά, με τη ζήτηση να αυξάνεται συνεχώς» υπογραμμίζει η Ελένη Χρονά, διευθύντρια αναισθησιολόγος, υπεύθυνη Ιατρείου Πόνου ΓΝ Νίκαιας-Πειραιά και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αλγολογίας.
Πού απευθύνονται
Οι υπηρεσίες των Ιατρείων Πόνου απευθύνονται σε ασθενείς με σοβαρές και χρόνιες παθήσεις, όπως οσφυαλγία, αυχεναλγία, νευροπαθητικός πόνος, πόνος από καρκίνο, πόνος μετά από χειρουργικές επεμβάσεις και άλλες χρόνιες καταστάσεις. Οπως εξηγεί η Ελένη Αρναούτογλου, καθηγήτρια Αναισθησιολογίας, διευθύντρια Αναισθησιολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας και μέλος του ΔΣ της Ελληνικής Εταιρείας Αλγολογίας, «κάθε Ιατρείο Πόνου πρέπει να στελεχώνεται από πολλούς επαγγελματίες υγείας, όπως εξειδικευμένους γιατρούς στη θεραπεία πόνου (κυρίως αναισθησιολόγοι), νοσηλευτές, ψυχολόγους, φυσικοθεραπευτές, με δυνατότητα συνεισφοράς ορθοπαιδικών χειρουργών, ογκολόγων, νευρολόγων, ψυχιάτρων, κοινωνικών λειτουργών, διατροφολόγων και φαρμακοποιών».
Δυστυχώς, τα Ιατρεία Πόνου «αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα αφενός υποστελέχωσης, λόγω έλλειψης αναισθησιολόγων οι οποίοι κυρίως εκπαιδεύονται στο αντικείμενο της Αλγολογίας, αφετέρου έλλειψης κατάλληλων χώρων και διαθέσιμου εξοπλισμού, καθώς τα περισσότερα λειτουργούν σε όποιον χώρο είναι διαθέσιμος, όχι όμως απαραίτητα ο κατάλληλος» τονίζει η Κατερίνα Τσιρογιάννη, διευθύντρια του Αναισθησιολογικού Τμήματος, επιστημονικά υπεύθυνη του Ιατρείου Πόνου Γενικού Νοσοκομείου Κατερίνης και γενική γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Αλγολογίας.
«Στην Ελλάδα, οι ασθενείς αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του πόνου τους, με τη φροντίδα που λαμβάνουν να βασίζεται στην εθελοντική προσφορά και την προσωπική ευαισθησία των αναισθησιολόγων και άλλων επαγγελματιών υγείας» λέει η Ελένη Χρονά, η οποία προσθέτει πως «οι αναισθησιολόγοι βρίσκονται πλέον σε έλλειψη, γεγονός που οδηγεί σε ανεπαρκή και προβληματική λειτουργία των ιατρείων στην πλειονότητα των περιπτώσεων».
«Από το 2007, όταν ξεκίνησα τη λειτουργία του Ιατρείου Πόνου στο Γενικό Νοσοκομείο Κατερίνης, μέχρι σήμερα, δυστυχώς είμαι η μόνη που ασχολούμαι με το αντικείμενο του χρόνιου πόνου. Η παροχή υπηρεσιών όμως από ένα μόνο άτομο, το οποίο πρέπει ταυτόχρονα να συμμετέχει σε όλες τις δραστηριότητες του τμήματος, εκτός της πίεσης του χρόνου σε καθημερινή βάση, εγκυμονεί τον κίνδυνο μελλοντικά το ιατρείο να μη διαθέτει ειδικό ή και να κλείσει», επισημαίνει η κυρία Τσιρογιάννη. «Στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας το Ιατρείο Πόνου λειτουργεί υπό την επιστημονική ευθύνη της Αναισθησιολογικής Κλινικής δύο φορές την εβδομάδα, εξυπηρετώντας περισσότερους από 1.000 ασθενείς ετησίως με χρόνιο καλοήθη ή καρκινικό πόνο. Παρ’ όλα αυτά, η λίστα αναμονής είναι μεγάλη και ξεπερνά τους τρεις μήνες» υποστηρίζει η Ελένη Αρναούτογλου.
Από μεριάς της, η κυρία Χρονά προειδοποιεί για την οριακή κατάσταση στο Γενικό Ογκολογικό Νοσοκομείο Κηφισιάς -ΓΟΝΚ «Αγιοι Ανάργυροι». «Το τμήμα, που μέχρι πρόσφατα εξυπηρετούσε μεγάλο αριθμό της ευαίσθητης ομάδας των ογκολογικών ασθενών, πλέον δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους». Σύμφωνα με την κυρία Αρναούτογλου, «όπου υφίσταται ακόμα Ιατρείο Πόνου, ασθενείς και φροντιστές απολαμβάνουν, στην καλύτερη περίπτωση, τις υπηρεσίες σε μέτριο βαθμό. Σε περιοχές που τα Ιατρεία Πόνου διέκοψαν τη λειτουργία τους, η παροχή της φροντίδας παραμένει ιδιωτική υπόθεση, αν διατίθεται και αυτή».
Οπως φαίνεται, λοιπόν, παρά τις ηρωικές προσπάθειες των αναισθησιολόγων, οι προβλέψεις για το μέλλον των Ιατρείων Πόνου είναι δυσοίωνες, καθώς με δεδομένη την απουσία οργανικών θέσεων «γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διατηρηθεί η λειτουργία τους. Είναι θέμα χρόνου να ζητηθεί από τους γιατρούς αυτούς να παραμένουν αποκλειστικά στα χειρουργεία, προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία των νοσοκομείων, με αποτέλεσμα την «εγκατάλειψη» των ασθενών που αναζητούν βοήθεια από τα ιατρεία πόνου», καταλήγει η Ελένη Χρονά.
Τι λένε οι ασθενείς
«Πιστεύω ότι το σημαντικότερο φάρμακο είναι η φροντίδα των ασθενών με υπομονή και αγάπη και η αξιοποίηση της κάθε ώρας με τα αγαπημένα πρόσωπα» λέει η Κατερίνα Τσιρογιάννη και τα λόγια της ευθυγραμμίζονται απόλυτα με το βίωμα της Μαρίας Σιδηρά. Μιας ασθενούς η οποία, εξαιτίας ενός αυτοάνοσου νοσήματος, επιπλοκών στην υγεία της και ανεπανόρθωτων βλαβών στο μυοσκελετικό σύστημα, καθηλώθηκε σε αναπηρικό αμαξίδιο βιώνοντας φρικτούς πόνους. «Ακουσα πρώτη φορά για το Ιατρείο Πόνου στην Κατερίνη. Εκεί συνάντησα την κυρία Τσιρογιάννη, η οποία δεν είναι μόνο μια εξαιρετική γιατρός αλλά και ένας εξαιρετικός άνθρωπος – όση κούραση και αν είχε, αντιμετώπιζε όλους τους ασθενείς με χαμόγελο και με αγάπη».
Η ασθενής αναγνωρίζει τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που καταβάλλει η γιατρός της. «Προσπαθεί να με βοηθήσει με κάθε τρόπο να ανακουφιστώ από τον πόνο. Δεν υπάρχει μέρος στο σώμα μου που να μην πονάει. Να είναι καλά αυτή η γυναίκα που κρατάει με νύχια και με δόντια αυτό το Ιατρείο. Βγαίνει από το χειρουργείο τρέχοντας με χαμόγελο και με περίσσευμα αγάπης. Εγώ τη βλέπω σαν άγγελο. Το ίδιο και τη βοηθό της, τη Χρυσούλα. Τους λατρεύω για την έστω και προσωρινή ανακούφιση στο καθημερινό μαρτύριο που ζω».
Από την άλλη, η Μαρία Σβάρνα, έχοντας χάσει την κόρη της από καρκίνο και ούσα φροντίστρια του καρκινοπαθούς συζύγου της, δηλώνει: «Στο Ιατρείο Πόνου στην Κατερίνη συνταγογραφούνται τα ειδικά αυτοκόλλητα και παυσίπονα που μετριάζουν τον πόνο του. Είναι πολύ σημαντικό το ότι υπάρχει η δυνατότητα στους ασθενείς που δεν μετακινούνται, οι γιατροί να τους επισκέπτονται στο σπίτι τους. Το έργο των Ιατρείων Πόνου είναι πολύ σημαντικό».