
1994. Οι Ινδιάνοι Μάγια στην επαρχία Τσιάπας έπαιρναν τα όπλα, και το επίσημο Μεξικό έπρεπε v’ αντιμετωπίσει το ξεχασμένο Μεξικό που ξεσηκωνόταν, ενώ το χιούμορ και η αγάπη στα λόγια του υποδιοικητή Μάρκος προκαλούσαν έκπληξη σε ολόκληρο τον κόσμο.
Πέθαινε ο Ονέτι, που έγραφε για τις σκιές της ψυχής. Σε μια επικίνδυνη ευρωπαϊκή πίστα τσάκιζε τον σβέρκο του o Βραζιλιάνος Αϊρτον Σένα, παγκόσμιος πρωταθλητής στη Φόρμουλα 1. Σέρβοι, Κροάτες και μουσουλμάνοι αλληλοσκοτώνονταν στη διαμελισμένη Γιουγκοσλαβία.
Στη Ρουάντα συνέβαινε κάτι ανάλογο, όμως η τηλεόραση δεν μιλούσε για λαούς αλλά για φυλές, κι έδειχνε τη βία σαν μια εγγενή υπόθεση των μαύρων. Οι κληρονόμοι του Τορίχος κέρδιζαν τις εκλογές στον Παναμά, τέσσερα χρόνια μετά την αιματηρή εισβολή και την ανώφελη κατοχή από τον αμερικανικό στρατό.
Οι αμερικανικές δυνάμεις αποσύρονταν από τη Σομαλία, όπου είχαν πολεμήσει την πείνα με σφαίρες. Η Νότια Αφρική ψήφιζε τον Μαντέλα. Οι κομμουνιστές, αναβαπτισμένοι σε σοσιαλιστές, θριάμβευαν στις κοινοβουλευτικές εκλογές της Λιθουανίας, της Ουκρανίας, της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, οι οποίες ανακάλυπταν ότι και o καπιταλισμός έχει τις δυσάρεστες πλευρές του, όμως οι εκδόσεις «Προγκρέσο» της Μόσχας, που πρώτα εξέδιδαν τα έργα του Μαρξ και του Λένιν, τώρα εξέδιδαν τις επιλογές του Reader’s Digest.
Καλά πληροφορημένες πηγές στο Μαϊάμι ανακοίνωναν την ανατροπή του Φιντέλ o οποίος θα κατέρρεε από στιγμή σε στιγμή. Τα σκάνδαλα διαφθοράς γκρέμιζαν τα ιταλικά πολιτικά κόμματα, και τo κενό εξουσίας καταλάμβανε o Μπερλουσκόνι, ένας που ασκούσε τη δικτατορία της τηλεόρασης στο όνομα της δημοκρατικής διαφορετικότητας. Ο Μπερλουσκόνι ολοκλήρωνε την πετυχημένη εκστρατεία του με ένα σύνθημα κλεμμένο από τα ποδοσφαιρικά γήπεδα, ενώ άρχιζε στις Ηνωμένες Πολιτίες, την πατρίδα του μπέιζμπολ, το 15ο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου.
Ο αμερικανικός Τύπος έδωσε ελάχιστη σημασία στο γεγονός, σχολιάζοντάς το πάνω κάτω έτσι: «Εδώ το ποδόσφαιρο είναι, και θα παραμείνει, το σπορ του μέλλοντος». Ομως τα στάδια ήταν κατάμεστα, παρότι o ήλιος έλιωνε τις πέτρες. Για να ικανοποιηθεί η ευρωπαϊκή τηλεόραση, οι σημαντικότεροι αγώνες έγιναν το μεσημέρι, όπως και στο Μουντιάλ του Μεξικού το 1986. Συμμετείχαν δεκατρείς ευρωπαϊκές ομάδες, έξι αμερικανικές, τρεις αφρικανικές, η Νότια Κορέα και η Σαουδική Αραβία.
Για να αποθαρρύνουν την ισοπαλία, βαθμολογούσαν τη νίκη με τρεις βαθμούς αντί για δύο. Και για να αποθαρρύνουν τη βία, οι διαιτητές ήταν πολύ αυστηροί, μοίραζαν κίτρινες και κόκκινες κάρτες καθ’ όλη τη διάρκεια του Μουντιάλ.
Για πρώτη φορά οι διαιτητές εμφανίστηκαν ντυμένοι με χρώματα, και για πρώτη φορά επιτράπηκε και τρίτη αλλαγή στις ομάδες, σε περίπτωση τραυματισμού του τερματοφύλακα. Ο Μαραντόνα έπαιξε το τελευταίο του Μουντιάλ, και το παιχνίδι ήταν σκέτη γιορτή, μέχρι που έπεσε ηττημένος στο εργαστήριο ανάλυσης ούρων, μετά τον δεύτερο αγώνα. Χωρίς αυτόν και χωρίς τον Κανίγκια, η Αργεντινή κατρακύλησε.
Το πιο διασκεδαστικό ποδόσφαιρο στο Κύπελλο το παρουσίασε η Νιγηρία. Η Βουλγαρία, η ομάδα του Στόιτσκοφ, κατέλαβε την τέταρτη θέση, αποκλείοντας την τρομερή Γερμανία. Την τρίτη θέση κατέλαβε η Σουηδία. Στον τελικό έπαιξαν η Ιταλία και η Βραζιλία. Ηταν ένα ανιαρό παιχνίδι, αλλά ανάμεσα στα χασμουρητά o Ρομάριο και ο Μπάτζιο έδωσαν κάποια μαθήματα καλού ποδοσφαίρου. Η παράταση τελείωσε δίχως γκολ. Στα πέναλτι νίκησε η Βραζιλία με 3-2 και αναδείχθηκε πρωταθλήτρια.
Μια εκπληκτική ιστορία
Η Βραζιλία είναι η μόνη χώρα που συμμετείχε σε όλα τα Μουντιάλ, η μόνη που κατέκτησε το Κύπελλο τέσσερις φορές, αυτή που κέρδισε σε περισσότερους αγώνες και αυτή που πέτυχε τα περισσότερα γκολ. Στο Μουντιάλ του ’94 πρώτοι σκόρερ αναδείχθηκαν ο Βούλγαρος Στόιτσκοφ και o Ρώσος Σαλένκο, με έξι γκολ o καθένας, ακολουθούμενοι από τον Βραζιλιάνο Ρομάριο, τον Ιταλό Μπάτζιο, τον Σουηδό Αντερσον και τον Γερμανό Κλίνσμαν, οι οποίοι πέτυχαν από πέντε γκολ.
Ο Ρομάριο
Ο Τίγρης εμφανίζεται από το υπερπέραν, χτυπάει με τα νύχια του κι εξαφανίζεται. O τερματοφύλακας, εγκλωβισμένος στο κλουβί του, δεν προλαβαίνει ούτε v’ ανοιγοκλείσει τα μάτια. O Ρομάριο πυροβολεί το ένα μετά το άλλο τα γκολ του, με την πλάτη γυρισμένη στο τέρμα, με ανάποδο ψαλίδι, με βολέ, από πλάγια θέση, με τακουνάκι, με τη μύτη ή με το πλάι του παπουτσιού.
O Ρομάριο γεννήθηκε φτωχός, σε μια παραγκούπολη του Ζακαρεζίνιο, αλλά από μικρός έκανε εξάσκηση στα αυτόγραφα που θα υπέγραφε αργότερα. Αναρριχήθηκε στη δόξα χωρίς να πληρώσει τον φόρο του υποχρεωτικού ψέματος: αυτός ο πάμφτωχος άνθρωπος είχε την πολυτέλεια να κάνει πάντα ό,τι ήθελε, ξενυχτούσε, γλεντούσε κι έλεγε αυτό που σκεφτόταν χωρίς να πολυσκέφτεται τι λέει.
Σήμερα έχει μια συλλογή από Μερσεντές και διακόσια πενήντα ζευγάρια παπούτσια, όμως οι καλύτεροι φίλοι του εξακολουθούν να είναι εκείνοι οι αλητάμπουρες της παιδικής του ηλικίας, που του έμαθαν πώς να χτυπά.
Ο Μπάτζιο
Τα τελευταία χρόνια κανείς δεν πρόσφερε στους Ιταλούς καλύτερο ποδόσφαιρο, και κανείς δεν ήταν τόσο συχνά θέμα συζήτησης. Το ποδόσφαιρο του Ρομπέρτο Μπάτζιο είναι σκέτο μυστήριο: τα πόδια αποφασίζουν μόνα τους, το πέλμα σουτάρει για λογαριασμό του, τα μάτια βλέπουν το γκολ πριν εκείνο μπει.
O Μπάτζιο είναι μια μεγάλη αλογοουρά που προχωρά με ένα κομψό πηγαινέλα, σπέρνοντας τον τρόμο. Oι αντίπαλοι δεν τον αφήνουν σε ησυχία, τον δαγκώνουν, τον χτυπούν με όλη τους τη δύναμη. O Μπάτζιο έχει βουδιστικά ρητά γραμμένα κάτω από το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Ο Βούδας δεν αποτρέπει τις κλωτσιές, αλλά βοηθά να τις αντέξει. Μέσα από τη γαλήνια υπεροχή του καταφέρνει να ανακαλύψει τη σιωπή, πέρα από τις επευφημίες και τα σφυρίγματα.