
Την ώρα που ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ περιφερόταν στο γκολφ κλαμπ του στο Νιου Τζέρσεϊ το βράδυ της Παρασκευής, τα αεροπλάνα ήταν έτοιμα να πετάξουν στον αέρα.
Στους παρευρισκόμενους στο κλαμπ, ο Τραμπ έδειξε ελάχιστη ανησυχία για την απόφασή του να εγκρίνει αεροπορικές επιδρομές σε τρεις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις.
Καθώς ο Τραμπ συνόδευε τον Σαμ Άλτμαν, τον διευθύνοντα σύμβουλο της OpenAI, σε μια εκδήλωση για τα νέα μέλη που πραγματοποιήθηκε σε μια από τις τραπεζαρίες του κλαμπ, ήταν χαλαρός και – τουλάχιστον δημόσια – σε μια χαλαρή διάθεση, είπαν όσοι τον είδαν.
Είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα, ο Τραμπ βρισκόταν στο υπόγειο Situation Room στον Λευκό Οίκο, παρακολουθώντας τις επιθέσεις που είχε εγκρίνει μέρες νωρίτερα, με την κωδική ονομασία “Επιχείρηση Midnight Hammer”, να εκτελούνται σε πραγματικό χρόνο στον τοίχο των οθονών της εγκατάστασης.
Η απόφαση να προχωρήσουν οι επιθέσεις ωθεί τις Ηνωμένες Πολιτείες απευθείας στη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή. Αυτό ήρθε μετά από ημέρες δημόσιας συζήτησης, καθώς ο Τραμπ εναλλάσσονταν μεταξύ της εξαγγελίας στρατιωτικών απειλών κατά του Ιράν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και της έκφρασης ιδιωτικών ανησυχιών ότι μια στρατιωτική επίθεση θα μπορούσε να σύρει τις ΗΠΑ σε παρατεταμένο πόλεμο.
Ωστόσο, μέχρι την Πέμπτη, την ίδια ημέρα που έδωσε εντολή στον γραμματέα Τύπου του να ανακοινώσει ,ότι δίνει στο Ιράν δύο εβδομάδες για να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων πριν αποφασίσει για μια επίθεση, σύμμαχοι που μίλησαν μαζί του δήλωσαν ότι ήταν σαφές ότι η απόφαση είχε ήδη ληφθεί.
Από τις κυρώσεις στο σαμποτάζ και από τις κυβερνοεπιθέσεις στη διπλωματία, οι ΗΠΑ εδώ και 20 χρόνια έχουν προσπαθήσει με κάθε τρόπο για να ανακόψουν την μακροχρόνια διαδρομή του Ιράν προς την απόκτηση πυρηνικών όπλων.
Τα ξημερώματα της Κυριακής ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το έσχατο όπλο: την ωμή στρατιωτική δύναμη του ισχυρού που οι τέσσερις προκάτοχοί του είχαν αποφύγει εκούσια, φοβούμενοι να οδηγήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε πόλεμο στη Μέση Ανατολή.
Για τον Τραμπ η απόφαση να βομβαρδίσει τις πυρινικές εγκαταστάσεις του Ιράν έχει εξελιχθεί στο πιο επικίνδυνο ρίσκο της δεύτερης θητείας του,αναφέρουν σε ανάλυση τους οι New York Times
Ο Αμερικανός πρόεδρος ποντάρει, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να σταματήσουν κάθε ενδεχόμενο αντίποινο που θα διατάξει η ηγεσία του Ιράν εναντίον των περισσότερων από 40.000 Αμερικανών στρατιωτών που είναι διασπασμένοι σε βάσεις σε όλη την περιοχή. Όλοι βρίσκονται εντός της εμβέλειας του πυραυλικού οπλοστασίου της Τεχεράνης, ακόμη και μετά από οκτώ ημέρες συνεχόμενων επιθέσεων από το Ισραήλ. Στοιχηματίζει ακόμη, ότι μπορεί να αποτρέψει ένα εξαιρετικά εξασθενημένο Ιράν από το να χρησιμοποιήσει τις γνωστές τεχνικές του — τρομοκρατία, ομηρία και κυβερνοεπιθέσεις — ως μια πιο έμμεση μορφή επίθεσης για να εκδικηθεί.
Το πιο σημαντικό, προχωρόντας την ανάλυση της η αμερικανική εφημερίδα, είναι ότι πιστεύει πως έχει διαλύσει τις πιθανότητες του Ιράν να επανοσυγκροτίσει μελλοντικά το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Πρόκειται για έναν φιλόδοξο και υψηλό στόχο καθώς το Ιράν είχε καταστήσει σαφές ότι, σε περίπτωση επίθεσης, θα αποχωρήσει από τη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων και θα μεταφέρει το τεράστιο πρόγραμμά του υπόγεια. Γι’ αυτό ο Τραμπ έδωσε τόσο μεγάλη προσοχή στην καταστροφή του Φορντό όπου το Ιράν παρήγαγε σχεδόν όλο το καύσιμο σχεδόν πολεμικής ποιότητας που ανησύχησε περισσότερο τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους.
«Δεν είναι πόλεμος»
Μπορεί οι συνεργάτες του προέδρου να μιλούσαν για την συνθετότητα της επιχείρησης, αλλά τόνιζαν, μιλώντας και σε Ευρωπαίους ομολόγους τους, ότι «δεν πρόκειται για κήρυξη πολέμου».
Ο Λευκός Οίκος μιλάει για προληπτική ενέργεια με στόχο την εξαφάνιση μιας απειλής και όχι του ιρανικού καθεστώτος, αλλά οι Ιρανοί καθόλου δεν θα το αντιληφθούν με τον ίδιο τρόπο. Στην πραγματικότητα μιλούν για τον «νταή της Μέσης Ανατολής» που πρέπει τώρα να δεχτεί την ειρήνη, «αλλιώς θα υπάρξει τραγωδία Ιράν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που έχουμε δει τις τελευταίες οκτώ ημέρες».Ουσιαστικά, ο Τραμπ απειλούσε να επεκτείνει τη στρατιωτική συνεργασία του με το Ισραήλ. Αρχικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποστασιοποιήθηκαν από την επιχείρηση, αλλά γρήγορα ο Τραμπ άλλαξε πορεία και αναφέρθηκε στην ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να αφανίσουν τον 86χρονο ανώτατο ηγέτη του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, όποτε το επιθυμούν.
Η στιγμή είναι πρόσφορη: Μετά και την 7η Οκτωβρίου 2023, το Ιράν ξαφνικά έχασε τους «πληρεξούσιους» του, τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ, ο κοντινότερος σύμμαχός του, ο Μπασάρ αλ-Άσαντ της Συρίας, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα, και η Ρωσία και η Κίνα, που είχαν δημιουργήσει μια συμμαχία συμφερόντων με το Ιράν, δεν έκαναν την εμφάνισή τους μετά την επίθεση του Ισραήλ.
Έτσι, συνεχίζουν οι New York Times, το πυρηνικό πρόγραμμα παρέμεινε η μόνη άμυνα του Ιράν, το απόλυτο μέσο άμυνας για τους κληρονόμους της Ιρανικής Επανάστασης που ξεκίνησε το 1979.
Οι ιστορικοί του μέλλοντος πιθανότατα θα διερωτηθούν αν οι ΗΠΑ, οι σύμμαχοί τους ή οι ίδιοι οι Ιρανοί θα μπορούσαν να είχαν ενεργήσει διαφορετικά – αλλά και αν το ρίσκο του Τραμπ απέδωσε.
Αν το Ιράν δεν καταφέρει να ανταποκριθεί, αν η εξουσία του Αγιατολάχ αποδυναμωθεί ή αν η χώρα εγκαταλείψει τις μακροχρόνιες πυρηνικές της φιλοδοξίες, ο Τραμπ αναμφίβολα θα ισχυριστεί ,ότι μόνο αυτός ήταν πρόθυμος να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ για να επιτύχει έναν στόχο που οι τέσσερις προκάτοχοί του θεωρούσαν υπερβολικά επικίνδυνο.
Υπάρχει όμως και μια άλλη πιθανότητα. Το Ιράν θα μπορούσε να ανακάμψει σιγά-σιγά, οι επιζώντες πυρηνικοί επιστήμονές του θα μπορούσαν να μεταφέρουν τις γνώσεις τους στην παρανομία και η χώρα θα μπορούσε να ακολουθήσει το μονοπάτι που άνοιξε η Βόρεια Κορέα, σε έναν αγώνα για την κατασκευή πυρηνικής βόμβας.