
Τα τελευταία χρόνια τα καλοκαίρια μας είναι σαν να ξοφλάμε παλιές αμαρτίες. Ερχονται σαν ποινή που απαγγέλλεται με τον ήχο του κλιματιστικού. Το ελληνικό καλοκαιράκι δεν υπάρχει εδώ και καιρό. Εχει πεθάνει και είναι στοιχειωμένο σε ταινίες του Δαλιανίδη, να το τραγουδάει ο Δάκης. Και ας το παραδεχθούμε. Αν δεν έχεις σχέση με σχολεία και τουρισμό, το καλοκαίρι είναι η χειρότερη εποχή του χρόνου. Δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε το καλοκαιράκι ήταν χαρά Θεού. Εκλεινες την άμμο της παραλίας στη χούφτα σου και γινόταν χρυσάφι. Τώρα το ελληνικό καλοκαίρι είναι ένα μαρτύριο βουτηγμένο στον ιδρώτα. Μια φέτα καρπούζι που την τρώνε οι μύγες.
Η ζέστη δεν αντέχεται πλέον. Δεν μπορείς να επιβιώσεις χωρίς κλιματισμό. Παλιά ήταν αλλιώς. Οι καύσωνες ήταν μικροί σε διάρκεια, υπήρχαν και καλοκαιρινά βράδια που σήκωναν ζακέτα. Ομως πλέον o καύσωνας έρχεται και δεν λέει να φύγει. Βλέπεις την πρόγνωση του καιρού και σκέφτεσαι πώς θα φύγεις εσύ. Και έρχονται κάτι στιγμές που πρωταγωνιστείς σε κινηματογραφική δυστοπία. Είναι μεσημέρι, έχει 40 βαθμούς και εσύ τινάζεις την άμμο από τα πόδια σου αναζητώντας μία σκιά. Και όλο αυτό είναι μία σκηνή από την άδειά σου. Αν, φυσικά, μπορείς να την πληρώσεις. Γιατί το καλοκαίρι αρχίζει και θυμίζει καλοστημένη απάτη ή κακόγουστη φάρσα. Για να πληρώσεις το πλοίο, πρέπει να δουλέψεις σε γαλέρα. Και το δωμάτιο στο νησί δεν είναι για σένα. Μιλάμε για γελοίες καταστάσεις. Σου ζητάνε 100 ευρώ τη βραδιά και σου λένε να προσέχεις μην τρομάξεις τις κότες – εννοείται ότι κοιμάσαι σε κοτέτσι. Ασε που πολλοί έχουν και το μαρτύριο της παραλίας. Το καλοκαίρι είναι η εποχή που αρκετοί από μας μισούν το σώμα τους, ντρέπονται για αυτό. Τα μάτια καρφώνονται με λιγούρα και φθόνο σε όμορφα κορμιά και, εκτός των άλλων, όταν μεγαλώνεις, τα νιάτα λάμπουν τόσο πολύ στον καλοκαιρινό ήλιο, ώστε σε τυφλώνουν.
Οι διακοπές έγιναν, εδώ και χρόνια, ταλαιπωρία. Πανάκριβες, με πολυκοσμία, καλουπωμένες σε ένα τόσο σφιχτό πλαίσιο που αισθάνεσαι σαν κρατούμενος σε προαυλισμό. Είναι και τα άγχη που χώθηκαν, την παραμονή της αναχώρησης, μέσα στην τσάντα. Ποιος από σας δεν έχει πιάσει τον εαυτό του, ξαπλωμένο στην παραλία, να σκέφτεται αυτά που άφησε πίσω, στην πόλη; Ακόμα και αν υποσχεθείς να τα ξεχάσεις, όταν είσαι όλη μέρα με το κινητό στο χέρι, δεν μπορείς να κάνεις και πολλά. Σηκώνεις το κεφάλι από την οθόνη και βλέπεις στο βάθος του ορίζοντα τη μαυρίλα από τη μεγάλη πυρκαγιά. Αναρωτιέσαι πώς στο διάολο γίνεται να υπάρχουν ακόμα δάση. Από τη μία διαπιστώνεις ότι τα πάντα μπαζώνονται και από τα βότσαλα ξεπηδούν μπιτσόμπαρα και από την άλλη βλέπεις τα δάση να καίγονται. Κλείνεις το παράθυρο για να μην μπει η στάχτη, ανάβεις το κλιματιστικό και τα βλέπεις στις ειδήσεις με τους ηρωικούς πυροσβέστες και τους τολμηρούς ρεπόρτερ που αγνοούν την παρουσιάστρια όταν τους καλεί να φύγουν από το σημείο.
Κάποτε περιμέναμε να έρθει το καλοκαίρι. Τώρα περιμένουμε να φύγει, πριν καν έρθει. Οχι πως δεν έχει κρατήσει κάποια από τα καλά του, προς Θεού. Και οι βραδιές στο θερινό σινεμά είναι γλυκιές, με τα ποπ κορν, την μπίρα και τις παλιές ταινίες. Και κάτι μεσημέρια στην παραλιακή ταβέρνα είναι όμορφα, μέχρι να έρθει ο λογαριασμός και καταλάβεις ότι έφαγες σε εκδοροσφαγείο. Εχω αμφιβολία για τις αναμνήσεις από παλιά καλοκαίρια που έρχονται και κάθονται, αμίλητες, σταυροπόδι απέναντί σου. Σε γλυκαίνουν ή σε πικραίνουν όταν τις συναντάς; Διότι ακόμα και αν δεν σου μιλάνε, έχουν ένα ύφος που σε κάνει να αναρωτιέσαι: είναι το καλοκαίρι που άλλαξε ή εσύ που πλέον χρειάζεσαι ψυγείο;
* Η φωτογραφία δημιουργήθηκε από τεχνητή νοημοσύνη