Οι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές βλέπουν τον κόσμο, τη χώρα, την Ευρώπη, σε κατάπτωση, σε ταυτοτική κρίση, επειδή προβάλλουν τη δική τους προσωπική έκπτωση και την υπαρκτική αγωνία. Λογικό. Η τρίτη ηλικία είναι μελαγχολική και μεγάλο μέρος της κριτικής κειμενογραφίας ανήκει σε αυτή την ηλικιακή φέτα. Δεν υπάρχουν πλέον ενεργές φαντασιώσεις (αυτές που στην ηλικία των 20 ή 30, υποκαθιστούσαν τη δυσάρεστη πραγματικότητα και έδιναν θάρρος). Εκπίπτει λοιπόν η χώρα ή το σώμα; Θυμάμαι τη δεκαετία του ’90, επίσης πολλούς δημόσιους γραφείς, να θρηνούν για τον εθνικό πολιτιστικό και πολιτικό θάνατο. Κάθε γενιά περνάει από τον υποχρεωτικό θρήνο ή πράγματι στο βάθος έχουμε ένα παρατεταμένο συλλογικό τέλος;
Οι συνεχείς συμβολικές ή κυριολεκτικές ήττες (ή «ήττες» κατά τους επαγγελματίες περιφρονητές), π.χ. στην εξωτερική πολιτική (καλώδιο Κρήτης – Κύπρου, χωροθέτηση θαλάσσιων πάρκων στο Αιγαίο, Μονή Σινά, αποδοχή του παράνομου τουρκολιβυκού συμφώνου και από τον Χαφτάρ κ.λπ.) όλα συνεργούν στην αίσθηση ότι είμαστε μειωμένο γεωπολιτικό μέγεθος. Και αυτό συνδυάζεται και με πολιτική δυσκινησία και αναλυτικό στρατηγικό ακαδημαϊσμό. Προ μηνός, στη συνάντηση με τον έλληνα Πρωθυπουργό, ο (υποτίθεται) θεσμικός κ. Μερτς (που μεταβάλλει τον ανεπαρκή κ. Σολτς σε μεγάλη πολιτική οντότητα) αναφέρθηκε με αγαπητικό δέος στην Τουρκία, την παραβάτιδα και εισβολέα, νέα ευρωσυνέταιρο, χωρίς κανέναν αστερίσκο. Το Διεθνές Δίκαιο, ακόμα και ως απλή επίκληση, συντρίβεται. Ολα δηλώνουν αυτό που γνωρίζουμε. Οπως και να το σκηνοθετήσει κανείς (για λόγους παρηγοριάς), η Ελλάδα κατατάσσεται χαμηλά. Εκαψε το ευρωπαϊκό της χαρτί, τα κεφάλαια που εισέρευσαν τα επένδυσε στο καταναλωτικό «τώρα δα» και στα εκμαυλιστικά προεκλογικά επιδόματα, κατέστρεψε τη βιομηχανία της, απαλλοτρίωσε μέσα σε μια υπεροικοδόμηση τα χωρικά αγαθά, κατέστρεψε με τον υπερδανεισμό κάθε έννοια οικονομικής σωφροσύνης και τώρα (πάλι με δανεικό χρήμα) προσπαθεί να γεμίσει όπως όπως το κενό, με ρηχούς εξοπλισμούς. Που, φυσικά, επειδή δεν στηρίζονται σε κανενός είδους παραγωγική ανασυγκρότηση, όπως και κανενός είδους ανάσχεση της δημογραφικής πτώσης, είναι ανεπαρκείς και επιδερμικοί. Σαν το «πλούτο» που δημιουργεί η Golden Visa. Ενα πλουτιστικό τίποτα, που αποτελειώνει πόλεις και οικήσεις.
Για πολλά χρόνια, η τυφλή ελίτ καίει με αυτοκαταστροφική επιμέλεια και το τελευταίο χαρτί που απομένει: τη διανοητική παραγωγή. Τη μόρφωση. Την πολυετή εθνική επένδυση στην εκπαίδευση, την καταστρέφουν με μια άφρονα ενοχοποιητική μηχανή. Οι χώροι εκπαίδευσης περιγράφονται ως χώροι του κοινού ποινικού δικαίου. Στην Ελλάδα η «Νύχτα» και τα Πανεπιστήμια είναι οι δύο χώροι του βαρέος εγκλήματος!
Νομίζω ότι η φυγή των νέων επιστημόνων δεν εκφράζεται από την αριθμητική αναχωρήσεων – επιστροφών (όπως κομπορρημονούν στα κομματικά γραφεία Τύπου), αλλά από την αναχώρηση της πίστης, από την αγωνία αν αυτός ο τόπος σε θέλει και κανένα κερεκλοδίαιτο κομματόσκυλο δεν θα σε εκδιώξει, ή όχι. Η πεποίθηση ότι όλα είναι κατειλημμένα και τελειωμένα αποτελεί τη βαθύτερη μορφή φυγής. Τα παιδιά, επινοούν μια, συχνά εξιδανικευμένη πραγματικότητα, ακριβώς γιατί αρνούνται την εδώ πραγματικότητα.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι ζωγράφος και καθηγητής
της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ