Το φακελάκι ως κανόνας

Κεραυνός εν αιθρία; Ούτε κατά διάνοια.

Αρνητική έκπληξη; Καθόλου.

Η διαφθορά στο δημόσιο σύστημα υγείας δεν γνωρίζει από εξαιρέσεις, ακόμη κι όταν το διακύβευμα είναι το πολυτιμότερο όλων των  αγαθών – κοινώς η υγεία (μας).  Και όποιος ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε, δεν είχε ακούσει ή δεν είχε υποψιαστεί, απλά ψεύδεται… Ολοι γνωρίζουμε, έχουμε υποστεί, συμβιβαστεί ή έχουμε συμβουλέψει τον αγαπημένο «άλλο» να γίνει μέλος ενός άτυπου αλλά παγιωμένου συστήματος όπου η «μαύρη» συναλλαγή εμφανίζεται ως αναγκαστική «λύση».

Διευκρινίζω για να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις: οι περισσότεροι γιατροί που εργάζονται εντός του ΕΣΥ δεν εκβιάζουν τους ασθενείς τους. Δεν βάζουν το μαχαίρι στον λαιμό τους… Στην συντριπτική τους πλειονότητα  ούτε τολμούν, έστω, να υπονοήσουν ότι δεν θα τηρήσουν τον όρκο που έχουν δώσει στον Ιπποκράτη, εάν δεν λάβουν φακελάκι. Και αυτό έχει να κάνει αυστηρά με τα αξιακά τους κριτήρια, δεδομένης της απουσίας ελέγχου.

Υπάρχουν όμως και οι εξαιρέσεις. Ο παχύς φάκελος, όπου μέσα στριμώχνονταν ασφυκτικά χαρτονομίσματα αθροίσματος 2.500 ευρώ και προορίζονταν σε γιατρό του πανεπιστημιακού νοσοκομείου Λάρισας, το αποδεικνύει. Οπως το υπαινίσσονται επί χρόνια εκθέσεις από επίσημους φορείς, όπως είναι για παράδειγμα ο ΟΟΣΑ, κατατάσσοντας παραδοσιακά τη χώρα μας στις πρώτες θέσεις ιδιωτικών δαπανών υγείας. Κι εκεί, μέσα σε αυτόν τον δείκτη, κρύβεται και το φακελάκι: ως άτυπη αλλά διαχρονικά παρούσα δαπάνη.

Και στην επίμονη παρατήρηση αυτή, συμπιέζεται όλη η παραδοξότητα που χαρακτηρίζει το ΕΣΥ. Οι εμπνευστές του οραματίστηκαν ένα κοινωνικά δίκαιο σύστημα ισότιμης, δωρεάν πρόσβασης, οι συνεχιστές του εντούτοις συνδιαμόρφωσαν έναν παράλληλο μηχανισμό που αναγκάζει τον πολίτη να βάζει βαθιά στο χέρι του στην τσέπη, ακριβώς επειδή δεν μπορεί το κράτος. Και το φακελάκι αποτελεί αξιοσημείωτο τμήμα των δαπανών αυτών.

Γιατί όμως καταφεύγει ο ασθενής στη λύση της μαύρης αμοιβής; Και γιατί ελάχιστες περιπτώσεις καταγγέλλονται; Πρόκειται για εκτίμηση, παρά για τεκμηριωμένη ανάλυση συμπεριφοράς, αλλά όσο πιο απειλητικό είναι ένα πρόβλημα υγείας, τόσο πιο ευάλωτοι αισθάνονται οι ασθενείς και οι συγγενείς τους. Υπάρχουν μαρτυρίες πως κάποιοι πούλησαν οικόπεδα, διαμερίσματα… για να αγοράσουν επιστημονική κατάρτιση και ελπίδα. Και αυτό είναι ίσως το πιο ανήθικο πρόσωπο του φαινομένου: η εμπορευματοποίηση της απελπισίας.

Υπάρχει όμως και μία άλλη αλήθεια, που εδράζεται στις αδυναμίες του ίδιου του ΕΣΥ. Το φακελάκι κυρίως ισοδυναμεί με γρηγορόρημο, ισοδυναμεί με «δίνω χρόνο, προσοχή και φροντίδα στον ασθενή» παρά τις αντίξοες συνθήκες, ισοδυναμεί με ευχαριστώ και αναγνώριση για όσα προσφέρθηκαν σε ένα σύστημα κατά κανόνα μη φιλικό προς τους χρήστες του, αλλά και μη ικανοποιητικό (έως και κακοποιητικό) για τους λειτουργούς του Ιπποκράτη. Γι’ αυτό και μοιάζει πια να έχει μετεξελιχθεί σε κοινωνικό αυτοματισμό. Οι πολίτες δίνουν under the table, που λένε και οι Βρετανοί, αυτά που θα έπρεπε να δίνει η πολιτεία.

Υπάρχει λύση; Εδώ και χρόνια ειπωμένη αλλά… ανέφικτη. Η ουσία βρίσκεται στην επένδυση: αύξηση των αμοιβών του επιστημονικού προσωπικού, ώστε αφενός εκείνοι που ήδη υπηρετούν στο ΕΣΥ να νιώθουν δικαιωμένοι και αφετέρου εκείνοι που σκέφτονται να ενταχθούν στο σύστημα να το πράττουν χωρίς δισταγμό, μετριάζοντας έτσι και τις ελλείψεις. Και αυτό διότι οι πιο ευέλικτες σχέσεις εργασίας, που πρόσφατα θεσμοθετήθηκαν (βλέπε παράλληλο ιδιωτικό έργο και απογευματινά χειρουργεία με ιδιωτική αμοιβή), ναι μεν αποτελούν θεωρητικά μέτρα αύξησης του εισοδήματος των υποαμειβόμενων γιατρών, στην πράξη όμως δεν φαίνεται (τουλάχιστον προς το παρόν) να αποδίδουν.