Η παχυσαρκία αποτελεί μείζονα παράγοντα κινδύνου όχι μόνο για μεταβολικά και καρδιαγγειακά νοσήματα, αλλά και για την εμφάνιση και εξέλιξη πολλών τύπων καρκίνου. Θεωρείται πλέον η δεύτερη σημαντικότερη προλήψιμη αιτία καρκίνου μετά το κάπνισμα, σχετιζόμενη με πάνω από 13 τύπους, όπως νεοπλασίες του παχέος εντέρου, του μαστού, του ενδομητρίου, του παγκρέατος και του ήπατος. Στις ΗΠΑ, περίπου το 40% των διαγνώσεων καρκίνου αποδίδεται σε υπερβολικό σωματικό βάρος. Επιπλέον, η παχυσαρκία συνδέεται με χειρότερη πρόγνωση και μειωμένη επιβίωση σε ασθενείς με καρκίνο. Ωστόσο, ως τροποποιήσιμος παράγοντας, η παχυσαρκία μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω αλλαγών στον τρόπο ζωής, βαριατρικής χειρουργικής και/ή φαρμακευτικής αγωγής. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αγωνιστές GLP-1 (GLP-1 RAs) αποκτούν συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον.
Αρχικά αναπτυγμένοι για τη θεραπεία του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, οι GLP-1 RAs χρησιμοποιούνται σήμερα και για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Πέρα από τη γλυκαιμική ρύθμιση και την καταστολή της όρεξης, πρόσφατες μελέτες διερευνούν τις πιθανές έμμεσες και άμεσες αντικαρκινικές τους ιδιότητες, ειδικά για καρκίνους σχετιζόμενους με την παχυσαρκία.
Η σχέση παχυσαρκίας και καρκίνου εξηγείται μέσω πολυπαραγοντικών μηχανισμών: Ενας από τους βασικούς παράγοντες είναι ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων η παχυσαρκία έχει σαν υπόβαθρο το «σύνδρομο χρόνιου στρες και φλεγμονής», που βρίσκεται κάτω από όλα τα χρόνια μη μεταδιδόμενα νοσήματα. Στα παχύσαρκα άτομα, η ανοσία κατά του καρκίνου είναι υποβιβασμένη μέσω των ορμονών του στρες, ενώ η χρόνια φλεγμονή χαμηλού βαθμού που συνοδεύει το χρόνιο στρες, και ονομάζεται «παραφλεγμονή», επιτείνεται σημαντικά λόγω προοδευτικά αυξανόμενης παραγωγής φλεγμονωδών ουσιών από το συσσωρευόμενο με τον χρόνο σπλαχνικό λίπος. Σε αυτά τα άτομα, ο λιπώδης ιστός μετατρέπεται σε πηγή επίμονης, συστηματικής σιγοκαίουσας φλεγμονής, με τα ανοσοκύτταρα να διηθούν το λίπος και να εκκρίνουν φλεγμονώδεις κυτοκίνες, όπως η ιντερλευκίνη-6 (IL-6) και ο TNF-α. Αυτά τα μόρια συμβάλλουν σε ένα μικροπεριβάλλον που ευνοεί τη βλάβη του DNA, τον ανώμαλο κυτταρικό πολλαπλασιασμό και τελικά την έναρξη όγκων. Αλλοι παράγοντες είναι: ορμονικές διαταραχές, όπως αυξημένα οιστρογόνα από τον λιπώδη ιστό, ινσουλινοαντίσταση των ιστών και αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης και ινσουλινόμορφου παράγοντα-1 (IGF-1) – που έχουν αυξητική δράση σε πολλούς ιστούς –, καθώς και μεταβολές στις ορμόνες του λίπους («αδιποκίνες»), με μείωση της αδιπονεκτίνης και αύξηση της λεπτίνης, που συμβάλλουν σε ένα προ-ογκογόνο μικροπεριβάλλον.
Μία μεγάλη παρατηρητική μελέτη, που παρουσιάστηκε στο συνέδριο της ASCO το 2025, ανέλυσε δεδομένα από 170.000 ενηλίκους με παχυσαρκία και διαβήτη τύπου 2. Συγκρίθηκαν άτομα που λάμβαναν GLP-1 RAs με όσους λάμβαναν DPP-4 αναστολείς (οι οποίοι δεν προκαλούν απώλεια βάρους). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι πρώτοι είχαν 7% μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου που σχετίζεται με την παχυσαρκία, και οι γυναίκες ειδικά είχαν 8% μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης τέτοιων καρκίνων και 20% μικρότερη θνησιμότητα από κάθε αιτία.
Η πρόεδρος της ASCO, Dr. Robin Zon, επισήμανε τη σημασία αυτών των ευρημάτων και την ανάγκη περαιτέρω ερευνών, ιδιαίτερα σε μη διαβητικούς πληθυσμούς. Παράλληλα, δεδομένα της Αμερικανικής Αντικαρκινικής Εταιρείας δείχνουν ότι σχεδόν οι μισοί θάνατοι από καρκίνο σχετίζονται με τροποποιήσιμους παράγοντες, γεγονός που καθιστά την πιθανή αντικαρκινική δράση των GLP-1 RAs ιδιαίτερα ελπιδοφόρα.
Εν κατακλείδι, ενώ οι GLP-1 RAs δεν έχουν ακόμη επίσημα καθιερωθεί ως αντικαρκινικά φάρμακα, τα αρχικά δεδομένα δείχνουν ότι μπορούν να παρέχουν σημαντική προστασία, ιδιαίτερα σε γυναίκες και σε καρκίνους που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Μελλοντικά, συνεπώς, μπορεί να διαδραματίσουν διπλό ρόλο: ως φάρμακα για τη ρύθμιση του μεταβολισμού και ως σύμμαχοι στην πρόληψη του καρκίνου. Ωστόσο δεν παύουν να είναι φάρμακα με πιθανές παρενέργειες που πρέπει πάντα να δίδονται υπό την επίβλεψη ειδικού ενδοκρινολόγου μετά από προσεκτική μελέτη των ασθενών.
Ο Γεώργιος Π. Χρούσος είναι ακαδημαϊκός – ομότιμος καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας, ΕΚΠΑ