Παράθυρο για έξτρα μόνιμες φοροελαφρύνσεις ανοίγει η νέα μείωση του «κενού ΦΠΑ» στην Ελλάδα από την οποία το Δημόσιο εξασφαλίζει επιπλέον έσοδα 1 δισ. ευρώ ετησίως, ποσό το οποίο θα έρθει να προστεθεί στα 2 δισ. ευρώ που ήδη εξοικονομούνται ετησίως από το 2024. Δηλαδή, τα μόνιμα έσοδα από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής εκτιμάται ότι θα φτάσουν τα 3 δισ. ευρώ ενδεχομένως κι από φέτος. Ηδη οι εισπράξεις του ΦΠΑ «τρέχουν» με διπλάσιο ρυθμό σε σχέση με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού, με τον επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καθηγητή Γιάννη Τσουκαλά, να σημειώνει ότι για πρώτη φορά φέτος θα εφαρμοστούν στο σύνολό τους όλα τα νέα ψηφιακά όπλα και μέτρα περιορισμού της φοροδιαφυγής (myData, διασύνδεση POS με ταμειακές μηχανές, ηλεκτρονική τιμολόγηση, ψηφιακό πελατολόγιο, ψηφιακή κάρτα εργασίας κ.λπ.). Αυτό, όπως ανέφερε χθες, κατά την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης του Γραφείου για την ελληνική οικονομία, θα συμβάλει στη δραστική μείωση των απωλειών στις εισπράξεις ΦΠΑ (VAT Gap) αλλά και στην αύξηση των εσόδων από τη φορολογία εισοδήματος.
Σύμφωνα με τον Γιάννη Τσουκαλά, το «κενό ΦΠΑ», τα έσοδα δηλαδή που χάνει το κράτος από τη μη είσπραξη χρημάτων από ΦΠΑ κυρίως λόγω φοροδιαφυγής, από 13,7% που ήταν το 2022 βρέθηκε κάτω από το 10% το 2024, ενώ φέτος δεν αποκλείεται να προσγειωθεί στα επίπεδα του 7%, πλησιάζοντας τον στόχο 5% που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ. Σε περίπτωση που το 2025 το «κενό ΦΠΑ» συρρικνωθεί περαιτέρω αγγίζοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, το κράτος θα εξασφαλίσει μόνιμα φορο-έσοδα 1 δισ. ευρώ ετησίως, τα οποία θα προστεθούν στα 2 δισ. που εξοικονομήθηκαν από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής το 2024. Τα έξτρα έσοδα που θα προκύψουν φέτος από τη μάχη κατά της φοροδιαφυγής αναμένεται να χρηματοδοτήσουν τις φοροελαφρύνσεις του 2027.
Αλλαγές στη φορολογική κλίμακα
Για τις παροχές του 2026, η κυβέρνηση έχει ήδη εξασφαλίσει δημοσιονομικό χώρο 1,5 δισ. ευρώ, ο οποίος θα πρέπει να διατεθεί για μειώσεις άμεσων φόρων «κυρίως για μισθωτούς» τόνισε ο επικεφαλής του ΓΠΚΒ, ο οποίος συστήνει στην κυβέρνηση επανασχεδιασμό της φορολογικής κλίμακας καθώς παρουσιάζει δύο βασικές αρρυθμίες οι οποίες εντοπίζονται:
1. Στο κλιμάκιο εισοδήματος από 10.001 ευρώ έως 20.000 ευρώ όπου ο φορολογικός συντελεστής εκτοξεύεται στο 22% από 9% που εφαρμόζεται για εισοδήματα έως 10.000 ευρώ.
2. Στον ανώτατο φορολογικό συντελεστή 44% ο οποίος επιβάλλεται στο τμήμα του εισοδήματος που υπερβαίνει τα 40.000 ευρώ, το οποίο θεωρείται σχετικά χαμηλό.
Ο Γιάννης Τσουκαλάς τάσσεται υπέρ της φορολογικής ελάφρυνσης της μισθωτής εργασίας απορρίπτοντας μειώσεις σε έμμεσους φόρους, οι οποίες, όπως σημειώνει, δεν ευνοούν τους καταναλωτές καθώς καταλήγουν σχεδόν πάντα στις «τσέπες των ενδιάμεσων».