
Η πρόωρη αποχώρηση από την ενεργό δράση του Ιωάννη Παπαπέτρου λόγω θεμάτων υγείας, θύμισε την περίπτωση δύο εξίσου πολύ σημαντικών Ελλήνων διεθνών παικτών που είχαν αφήσει μεγάλες υποσχέσεις με βάση το ταλέντο τους όταν άρχιζαν να ασχολούνται με το μπάσκετ, αλλά προβλήματα τραυματισμών τους ανάγκασαν επίσης νωρίς στα 30 τους να σταματήσουν το μπάσκετ. Τα Nea.gr θυμίζουν την ιστορία δύο…ομοιοπαθών με τον Ιωάννη Παπαπέτρου.
Του Παναγιώτη Βασιλόπουλου που ουσιαστικά στα 30 του έκλεισε το κεφάλαιο του μπάσκετ σε πολύ υψηλό επίπεδο, αλλά με την επιμονή και τη θέληση να παίξει για το γιό του, πήρε παράταση κάποια χρόνια, παίζοντας κάποια από αυτά και πάλι σε ανταγωνιστικό επίπεδο.
Και του Ευθύμη Ρεντζιά που δεν είχε βέβαια τόσο σοβαρά προβλήματα τραυματισμών όπως του Βασιλόπουλου και του Παπαπέτρου, οι ενοχλήσεις στα γόνατά του τον ανάγκασαν να αποχωρήσει από την ενεργό δράση μόλις στα 30 του χρόνια.
Ας τους θυμηθούμε
Ο άνθρωπος που δεν το έβαλε ποτέ κάτω
Αν υπήρχε…όσκαρ ατυχίας, αυτό θα το είχε πάρει σπίτι του χωρίς αντίπαλο ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος. Με απίστευτους τραυματισμούς, αλλά ακόμα μεγαλύτερη θέληση κάθε στιγμή να σηκώνεται πιο δυνατός και να συνεχίσει.
Στα 24 του χρόνια το 2008 έδειχνε να έχει τον κόσμο στα πόδια του με ένα μεγάλο συμβόλαιο στον Ολυμπιακό και βασικός πλέον στην Εθνική ομάδα, με την οποία ήδη είχε στεφθεί πρωταθλητής κόσμου στο Βελιγράδι (το 2005 μόλις στα 21 του) ενώ είχε κατακτήσει και το ασημένιο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2006 στην Ιαπωνία.
Όμως από τότε άρχισε το ραντεβού με την ατυχία και τον πρώτο σοβαρό τραυματισμό, που ουσιαστικά δεν του επέτρεψε ποτέ να δείξει στον Ολυμπιακό όλα όσα ήθελε και το κυριότερο μπορούσε.
Ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος συστήθηκε ουσιαστικά στον μπασκετικό κόσμο το 2001. Τότε, μέλος των μικρών κλιμακίων της Εθνικής ομάδας, ξεχώριζε για το ταλέντο του, κάνοντας αρκετές ομάδες να ενδιαφερθούν με τον ΠΑΟΚ να τον αποκτά τελικά δίπλα στους Κώστα Βασιλειάδη και Λουκά Μαυροκεφαλίδη σε ένα ξεχωριστό πρότζεκτ που είχε στο μυαλό του ο -τότε- ισχυρός άνδρας της ΚΑΕ, Βασίλης Οικονομίδης.
Πολύ γρήγορα ο Βασιλόπουλος ξεδίπλωσε το ταλέντο του και ο Ολυμπιακός έδωσε το μεγάλο – για την εποχή – ποσό των 250.000 ευρώ για να τον αποκτήσει από το Δικέφαλο το 2005.
“Η μεταγραφή στον Ολυμπιακό είναι ένα όνειρο, που δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω αν δεν το ζήσω” είχε πει τότε και οι αδελφοί Αγγελόπουλοι λίγα χρόνια μετά, ενθουσιασμένοι (δικαίως) από τον παίκτη του ανανέωσαν το συμβόλαιο το 2008 για άλλα τέσσερα χρόνια έχοντας στόχο να τον χρίσουν μελλοντικά ως τον νέο ηγέτη της ομάδας τους. Που να φανταστούν και οι ίδιοι και ο Παναγιώτης τη συνέχεια.
Στο φάιναλ φορ του Βερολίνου το 2009 στο πούλμαν της ομάδας προς το γήπεδο ήταν ξαπλωμένος στο διάδρομο υποφέροντας από τρομερούς πόνους στη μέση εξ αιτίας μιας δισκοκήλης, Θεώρεισε τον εαυτό του πολύ άτυχο, αλλά αργότερα αναθεώρησε !
Καθώς το 2011 (Φεβρουάριος) ήρθε η ολική ρήξη πρόσθιου χιαστού και ρήξη έξω μηνίσκου. Ο χρόνος αποθεραπείας του είχε υπολογιστεί από έξι έως εννιά μήνες αλλά ουσιαστικά έκανε 1.5 χρόνο να ξαναπαίξει σκεπτόμενος σοβαρά ακόμα και να εγκαταλείψει το μπάσκετ. Δεν τα παράτησε και στην Πόλη το 2012, στη μυθική κατάκτηση της Ευρωλίγκας από τον Ολυμπιακό, ο Βασίλης Σπανούλης τον φώναξε να σηκώσουν μαζί (και με τον Πρίντεζη) την κούπα σε μια μεγάλη κίνηση του αρχηγού.
«Είναι από τις κορυφαίες στιγμές της ζωής μου και από αυτές τις μοναδικές που μόνο ο αθλητισμός μπορεί να σου χαρίσει. Η αναγνώριση από τον Βασίλη, τους συμπαίκτες μου και το τεχνικό τιμ για την προσπάθεια που κατέβαλα τόσα χρόνια, έστω και τραυματίας, είναι το μεγαλύτερο παράσημο» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο Βασιλόπουλος που εκείνο το καλοκαίρι αποχώρησε από τους Ερυθρόλευκους και θα έμενε εκτός για αποθεραπεία εάν δεν εμφανιζόταν η ευκαιρία της Βαγιαδολίδ. Αλλά και στην Ισπανία οι πόνοι ήταν αφόρητοι σε σημείο να μην μπορεί να κατέβει τα σκαλιά του σπιτιού του !
Η αποχώρηση από το μπάσκετ σε ηλικία 30 ετών φαινόταν πιο πιθανή από ποτέ αλλά η θέληση του να τον δει ο γιός του (που απέκτησε με τη Μαρία Τσουρή) να παίζει μπάσκετ ήταν αυτή που τον κράτησε στο άθλημα άλλα 7 χρόνια αρχικά σε Ερμή Πειραιά, Κηφισιά, Κόροιβο Αμαλιάδας, Κολοσσό Ρόδου σε σημείο να φτάσει να ξαναπαίξει στην Εθνική ομάδα το 2019, αλλά και σε Αρη και ΑΕΚ (με την οποία κατέκτησε το Τσάμπιονς Λίγκ το 2018) και τέλος στο Περιστέρι. Έτσι το αντίο το είπε 37 ετών τελικά.
Ο Θύμιος από τα Τρίκαλα
Όταν στα 15 του χρόνια έκανε ντεμπούτο στην Εθνική νέων όντας ακόμα παίκτης της τρίτης εθνικής κατηγορίας με τον Δαναό Τρικάλων και στα 18 του ήταν μέλος της Εθνικής ανδρών στο Μουντομπάσκετ του Καναδά το 1994, το μέλλον του Ευθύμη Ρεντζιά προδιαγραφόταν «μαγικό».
Ένας πάουερ φόργουορντ που θα μπορούσε να παίζει σέντερ (με ύψος 2.12) με πλαστικές κινήσεις, ικανότατος και στο μακρινό σουτ, με εκρηκτικά τελειώματα που έφτασε μέχρι το ΝΒΑ έδειχνε ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους Έλληνες παίκτες όλων των εποχών.
Ίσως να το είχε πετύχει εάν δεν τον χτυπούσαν ανελέητα οι τραυματισμοί ιδιαίτερα στα ευπαθή του γόνατα και εάν είχε κάνει το μεγάλο βήμα για την άλλη άκρη του Ατλαντικού αμέσως μετά την επιλογή του στο νούμερο 23 του ντραφτ το 1996 από τους Ντένβερ Νάγκετς. Καθώς ενδεχομένως στο ΝΒΑ σε αυτή την ηλικία και με τις δικές του προοπτικές θα τον βοηθούσαν να εξελιχθεί και θα δούλευε σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες, καθώς ήταν (τότε) μόλις 20 ετών.
Πήρε μεταγραφή στον ΠΑΟΚ έναντι του αστρονομικού ποσού για την εποχή της δεκαετίας του 1990 (που πάντως…λεφτά υπήρχαν τότε στο ελληνικό μπάσκετ που είχαμε το καλύτερο πρωτάθλημα στην Ευρώπη) των 300.000.000 δραχμών με τον οποίο κατέκτησε άμεσα το κύπελλο Κόρατς (1994) και το κύπελλο Ελλάδας (1995) ενώ το καλοκαίρι του 1995 έκαναν παρέλαση οι Αμερικανοί (και όχι μόνο) σκάουτερ στο ΟΑΚΑ για να τον θαυμάσουν ως τον σούπερ στάρ μια εξαιρετικής φουρνιάς παικτών της τρομερής Εθνικής Εφήβων που ανακηρύχθηκε σχεδόν δια περιπάτου (νικώντας με χαρακτηριστική άνεση ΗΠΑ, Λιθουανία και Αυστραλία στον τελικό μεταξύ άλλων) παγκόσμια πρωταθλήτρια στην Αθήνα. Η σύνθεση της ομάδας του Γιώργου Προεστού ήταν εκλεκτή: Ευθύμης Ρεντζιάς, Δημήτρης Παπανικολάου, Μιχάλης Κακιούζης, Νίκος Χατζής, Γιώργος Καράγκουτης, Γιώργος Καλαϊτζής, Παναγιώτης Μπαρλάς, Βασίλης Σούλης, Θανάσης Καμαριώτης, Αλέξης Παπαδάτος, Δημήτρης Δέσπος, Γιώργος Τσιριγωτάκης.
Λίγο νωρίτερα στο ίδιο γήπεδο ο Ευθύμης Ρεντζιάς ως μέλος της Εθνικής ανδρών στα 19 του είχε κοιτάξει τα μάτια τον μεγάλο Βλάντε Ντίβατς στο παιχνίδι με τη Σερβία για το Ευρωμπάσκετ. Δύο χρόνια αργότερα μετά το Ευρωμπάσκετ της Βαρκελώνης έμεινε εκεί με τη Μπαρτσελόνα, ακολούθησε το βήμα (μικρό σε διάρκεια αλλά σημασία έχει ότι το έζησε) στο ΝΒΑ το 2003 με τη φανέλα των Φιλαδέλφεια 76ερς ζώντας μάλιστα ως αντίπαλος το τελευταίο παιχνίδι του Μάικλ Τζόρνταν με τους Ουάσιγκτον Γουίζαρντ πέρασε από Τουρκία (Ούλκερ) και Ιταλία (Σιένα) για να βάλει πρόωρο τέλος στην καριέρα του στη Βαγιαδολίδ το 2006 σε ηλικία μόλις 30 ετών, ο νεότερος εν ενεργεία διεθνής των τελευταίων δεκαετιών που κρέμασε τη φανέλα του.
Ένα αυθεντικό ταλέντο που θα μπορούσε να τρυπήσει το ταβάνι του, αλλά οι τραυματισμοί κυρίως δεν τον άφησαν.
Στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, υπήρχαν παλαιότερα παίκτες πολύ μεγάλοι που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν πρόωρα το άθλημα με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του τρομερού σκόρερ Γιώργου Κολοκυθά που σταμάτησε σε ηλικία 27 ετών ! Αλλά και του Κώστα Πετρόπουλου ή του Κώστα Διαμαντόπουλου που συνέχισαν από τη θέση του προπονητή. Απλά στην εποχή τους (σε αντίθεση με τους νεότερους παίκτες του σήμερα και τους λίγο παλαιότερους όπως ο Ρεντζιάς) δεν υπήρχαν οι προφυλάξεις με επαγγελματικά δεσίματα, παπούτσια υψηλής προστασίας και ποιότητας, ή επαγγελματικά παρκέ και οι τραυματισμοί ήταν πιο εύκολοι και κυρίως ήταν δύσκολη η διαδικασία της σωστής αποκατάστασης