ΕΠΕΛΕΞΑ σήμερα να παρουσιάσω -αντί του συνήθους σχολιασμού της στήλης- ένα απόσπασμα από ένα βιβλίο πανεπιστημιακού επιπέδου που εκδόθηκε μόλις πριν λίγες εβδομάδες. Μιλάω για το βιβλίο “No Power Greater: A history of union action in Australia” (Καμία μεγαλύτερη δύναμη: Μια ιστορία της συνδικαλιστικής δράσης στην Αυστραλία). Συγγραφέας είναι ο Liam Byrne και το βιβλίο έχει εκδοθεί από το Melbourne University Press (διατίθεται στα καταστήματα και στο διαδίκτυο).
ΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ το οποίο παραθέτω (σε ελεύθερη μετάφραση) αφορά τη συλλογική δράση των εργαζομένων, η οποία από τον 19ο αιώνα έως σήμερα έχει μεταμορφώσει την ιστορία της Αυστραλίας ξανά και ξανά, μιλώντας πάντα για τις διεκδικήσεις των εργαζόμενων και, ειδικά, για τους μισθούς και τις απολαβές.
«ΜΕΧΡΙ τη στιγμή που η Ellen Cresswell κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον της Βασιλικής Επιτροπής τον Αύγουστο του 1883, είχε ηγηθεί μιας απεργίας, είχε απολυθεί, είχε χηρέψει, είχε ιδρύσει συνδικάτο και είχε θρηνήσει την απώλεια ενός παιδιού.
Έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της εργαζόμενη ως ράφτρα σε εργοστάσια σε όλη τη Μελβούρνη, η Cresswell είχε μεγάλη εξειδίκευση στο επάγγελμά της, αλλά εξακολουθούσε να δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα.
ΟΠΩΣ οι περισσότερες ράφτρες, δεν πληρωνόταν με ωρομίσθιο, αλλά με ένα καθορισμένο ποσό για κάθε ρούχο που ολοκλήρωνε. Ήταν σύνηθες για εργάτριες όπως η Cresswell να ολοκληρώνουν την ημέρα τους στο εργοστάσιο και στη συνέχεια να παίρνουν περισσότερα ρούχα στο σπίτι και να συνεχίζουν να εργάζονται όλη τη νύχτα. Τις ημέρες που περνούσαν πάνω σε μια μηχανή ακολουθούσαν νύχτες πάνω σε μια άλλη.
ΑΝ ΟΙ εργάτριες εξέφραζαν παράπονα για τις χαμηλές αμοιβές, η Cresswell κατέθεσε: “Μας λένε ότι η αγορά είναι γεμάτη από εργατικό δυναμικό και αν δεν κάνουμε ό,τι απαιτείται, μπορούμε να φύγουμε”.
ΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ είχαν συγκεντρωθεί στο Melbourne Trades Hall, την επιβλητική -ακόμα και σήμερα- έδρα του τοπικού συνδικαλιστικού κινήματος. Η Επιτροπή είχε συγκροτηθεί για να διερευνήσει τις συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια της Βικτώριας, και αυτοί οι -μορφωμένοι- άνδρες ήθελαν να ακούσουν απευθείας από τους εργάτες και εργάτριες της Αποικίας (δεν υπήρχαν ακόμα τότε οι Πολιτείες) τις εμπειρίες τους και την πραγματικότητα της εργασιακής τους ζωής.
ΟΤΑΝ η Cresswell ρωτήθηκε από τα μέλη της Επιτροπής αν είχε ποτέ “διαπιστώσει κάποια δυσκολία στο να συνεννοηθεί με κάποιον από τους εργοδότες σχετικά με το τι θα θεωρούσαμε δίκαιο ποσοστό μισθού”, η απάντησή της ήταν εμφατική: “Ναι, είναι καθημερινό μας παράπονο ότι τα τελευταία δεκατρία χρόνια υπάρχει μια προσπάθεια να κατεβάσουν τις τιμές”. Αυτό ήταν ένα ζήτημα ζωής ή θανάτου για την Cresswell.
ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ του 1880, οι Αποικίες της Αυστραλίας παρείχαν ελάχιστη κοινωνική πρόνοια. Η προστασία της υγείας και της ασφάλειας ήταν αραιή και η αστυνόμευση ανεπαρκής. Δεν υπήρχε κατώτατος μισθός. Για να επιβιώσει, η Cresswell έπρεπε να πουλήσει τον χρόνο της και την ικανότητά της να εργάζεται ως… εμπόρευμα στην αγορά εργασίας- η εργατική της δύναμη ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που είχε να πουλήσει.
ΟΙ ΜΙΣΘΟΙ που λάμβανε αντανακλούσαν την τρέχουσα τιμή της αγοράς, η οποία συνήθως καθοριζόταν από το ποσό που ο εργοδότης έλεγε ότι είχε τη δυνατότητα να πληρώσει. Αυτό ήταν συχνά πολύ χαμηλότερο από αυτό που η Cresswell γνώριζε ότι η εργασία της άξιζε. Αλλά ποια άλλη επιλογή είχε από το να δεχτεί τους προσφερόμενους μισθούς;
ΤΟ ΝΑ παραπονεθείς ή να διαφωνήσεις για τις τιμές σήμαινε ότι κινδύνευες με απόλυση. Η απειλή ότι ο εργοδότης της θα μπορούσε πάντα να προσλάβει κάποιον άλλον ήταν διαρκώς ορατή.
“ΘΕΩΡΩ”, κατέληξε η Cresswell, “ότι δεν είμαστε καλύτεροι από τους λευκούς σκλάβους με τους εργοδότες μας”.
ΜΟΝΗ της, ως άτομο που πουλούσε την ικανότητά της να εργάζεται στην αγορά εργασίας, η Cresswell δεν είχε δύναμη. Οι εργοδότες ήταν αυτοί που έλεγχαν την εργασία που κατανεμόταν, σε ποια τιμή και σε ποιον. Μόνη της, δεν είχε άλλη επιλογή από το να αποδεχτεί αυτή την κατάσταση και να την υπομείνει όσο καλύτερα μπορούσε. Αλλά η Cresswell δεν ήταν μόνη της.
ΤΟ 1882, η Ellen Cresswell ήταν μία από τις ηγετικές φυσιογνωμίες μιας απεργίας των ραφτριών στη Μελβούρνη, και κατά τη διάρκεια του αγώνα, οι εργαζόμενες αυτές όχι μόνο κέρδισαν αύξηση των μισθών τους αλλά και ίδρυσαν το δικό τους συνδικάτο: το Victorian Tailoresses’ Union (Ένωση Ραφτριών της Βικτώριας).
Η ΙΣΤΟΡΙΑ της Cresswell ήταν μια συνηθισμένη ιστορία για τις εργάτριες στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Πουλούσαν τον χρόνο και την ικανότητά τους να εργάζονται στην αγορά εργασίας και λάμβαναν ως αντάλλαγμα έναν -συχνά- πενιχρό μισθό. Με ανύπαρκτη κοινωνική προστασία και ελάχιστη κυβερνητική παρέμβαση, οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονταν συχνά ως θηρία, μηχανές ή, όπως θα έλεγε η Cresswell, ως σκλάβοι.
ΩΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗ σε αυτές τις συνθήκες, οι εργαζόμενοι/ες ενώθηκαν και δημιούργησαν νέες συλλογικές οργανώσεις για να εκπροσωπήσουν τα συμφέροντά τους. Μαζί ανέλαβαν δράση για να διεκδικήσουν την ανθρωπιά τους, κερδίζοντας αυξήσεις μισθών και μειώσεις ωρών εργασίας που τους επέτρεπαν όχι απλώς να επιβιώσουν, αλλά να ζήσουν.
ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ δημιούργησαν τις δικές τους οργανώσεις για να διεκδικήσουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματά τους, χρησιμοποιώντας τη συλλογική εξουσία (power) για να αναβαθμίσουν την αξία και τις συνθήκες του μόχθου τους. Αυτές ήταν οι απαρχές του αυστραλιανού συνδικαλιστικού κινήματος.
ΒΕΒΑΙΑ, τα σημερινά συνδικάτα δεν είναι εκείνο το νεανικό και αναπτυσσόμενο κίνημα αλλαγής που ήταν πριν από 140 χρόνια. Στην πραγματικότητα, τα συνδικάτα βρίσκονταν μέχρι πρόσφατα σε τροχιά παρακμής.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ τυχαίο ότι κατά την ίδια περίοδο, η Αυστραλία έχει γίνει μάρτυρας της αυξανόμενης ανισότητας του πλούτου, της μείωσης των πραγματικών μισθών, της χαλάρωσης της προστασίας στον χώρο εργασίας, της αύξησης της ανασφαλούς εργασίας και της ανόδου της οικονομίας-γίγαντα (gig economy).
ΟΙ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ αυτές υποστηρίχθηκαν από νόμους που εμπόδισαν τη δυνατότητα πολλών εργαζομένων να εκπροσωπούνται συλλογικά από τα συνδικάτα τους.
ΣΤΗ σύγχρονη Αυστραλία, υπάρχει ένα σημαντικό δίχτυ ασφαλείας που στηρίζει και βελτιώνει την ποιότητα ζωής των εργαζομένων, το οποίο δεν υπήρχε το 1883. Ενώ πολλοί εργαζόμενοι αγωνίζονται οικονομικά καθώς η εργασία γίνεται όλο και πιο ανασφαλής και οι πραγματικοί μισθοί μειώνονται σε σχέση με το αυξανόμενο κόστος ζωής, υπάρχουν επίσης μεγάλα τμήματα του εργατικού δυναμικού που λαμβάνουν καλύτερες αμοιβές και συνθήκες από αυτές που θα μπορούσαν να διανοηθούν ακόμη και οι πιο ευημερούντες εργάτες την εποχή της Cresswell.
ΜΕΣΩ της συνταξιοδότησης, οι εργαζόμενοι έχουν μια εγγυημένη πορεία προς την απόκτηση και κατοχή περιουσιακών στοιχείων. Αλλά ακόμη και μεταξύ αυτού του τμήματος του σύγχρονου εργατικού δυναμικού, οι πιέσεις είναι εμφανείς.
Γίνεται όλο και πιο δύσκολο να βρει κανείς μια ασφαλή δουλειά, μια καριέρα με νόημα, να εξασφαλίσει αύξηση του μισθού με τον πληθωρισμό, να αντέξει οικονομικά την αγορά σπιτιού ή να δημιουργήσει οικογένεια.
Η ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ζωή εξακολουθεί συχνά να βρίσκεται υπό την κυριαρχία των διευθυντών που αντιμετωπίζουν το εργατικό δυναμικό τους ως μηχανές ή αριθμούς και όχι ως ανθρώπινα όντα. Ορισμένοι εργαζόμενοι υπόκεινται πλέον στην κυριαρχία αλγορίθμων και σπάνια -αν ποτέ- συναντούν ή λαμβάνουν οδηγίες για την εκτέλεση της εργασίας τους από άλλους ανθρώπους.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ τυχαίο, λοιπόν, ότι οι παραδοσιακές συνδικαλιστικές διεκδικήσεις αναβιώνουν τώρα με νέες μορφές. Τον δέκατο ένατο αιώνα, τα συνδικάτα υποστήριζαν ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν δικαίωμα σε μια ζωή εκτός του χώρου εργασίας και αυτό έδωσε ώθηση στις εκστρατείες τους για τη μείωση της εργάσιμης ημέρας σε οκτώ ώρες. Σήμερα, το ίδιο επιχείρημα οδήγησε στην πρόταση για τετραήμερη εβδομάδα εργασίας.
ΑΥΤΗ είναι η ιστορία του πώς οι εργαζόμενοι ενώθηκαν και ανέλαβαν μεταρρυθμιστική δράση για να διεκδικήσουν τη διαχείριση της ίδιας τους της ζωής. Η εξουσία στην εργασία. Η εξουσία στην ευρύτερη κοινωνία.
ΕΙΝΑΙ η ιστορία γενεών και γενεών μεταρρυθμιστών που επιδίωξαν ένα δραστικό εξανθρωπισμό του συστήματος μισθών, το οποίο μετασχηματίστηκε και αναβαθμίστηκε μέσα από και ως αποτέλεσμα των δράσεων των ίδιων των αποκλεισμένων κοινοτήτων.
ΕΙΝΑΙ η ιστορία ενός κινήματος, η ιστορία του αυστραλιανού έθνους που το κίνημα αυτό βοήθησε να διαμορφωθεί. Είναι μια ιστορία του παρελθόντος, η οποία όμως φωτίζει τις δυνατότητες του παρόντος και, φυσικά, του μέλλοντος, άμεσου και απώτερου.
ΞΕΚΙΝΑ με μια μικρή ομάδα εργαζομένων που ενώθηκαν για να απαιτήσουν μια αλλαγή στην εργασιακή τους ζωή, χωρίς να έχουν ιδέα ότι αυτό που επρόκειτο να επιτύχουν όχι μόνο θα άλλαζε απλώς την ιστορία αυτής της χώρας αλλά θα είχε και την αντανάκλασή της σε ολόκληρο τον Κόσμο».
Δ.Τ.

The post “No Power Greater: A history of union action in Australia” appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.