O Marc Chagall και η Ελλάδα: Μια ερωτική ιστορία

Σε μια πρώτη ανάγνωση, η σχέση του μοντερνιστή ζωγράφου Μαρκ Σαγκάλ (Mark Chagall) με την Ελλάδα δεν είναι αυτονόητη.

Χαρακτηριζόμενος από τον σημαντικό κριτικό Τέχνης Ρόμπερτ Χιουζ ως «ο κατεξοχήν Εβραίος καλλιτέχνης του εικοστού αιώνα», το πολυσχιδές και πολυσύνθετο έργο του Σαγκάλ, που περιλαμβάνει πίνακες ζωγραφικής, σκηνικά θεάτρου, συνθέσεις βιτρώ για τους καθεδρικούς ναούς της Ρενς και της Μετς, αλλά και κεραμικά, είναι βαθιά εμποτισμένο με τη ρωσική μυστικιστική παράδοση της γενέτειράς του στη σημερινή Λευκορωσία, καθώς και με μια εσωτερική, έντονη και αναλλοίωτη συμπάθεια προς τις θρησκευτικές του ρίζες, όπου κι αν περιηγήθηκε.

Αν και υπήρξε δεκτικός σε νέες ιδέες, υιοθετώντας πολλά στοιχεία της μοντερνιστικής τεχνοτροπίας την οποία υπηρέτησε από τα πρώιμα στάδια της καλλιτεχνικής του πορείας, οι ονειρικές και σκληρές πραγματικότητες της παιδικής του ηλικίας αποτέλεσαν πάντοτε τον πυρήνα της αισθητικής του.

Η ζωή του Σαγκάλ υπήρξε έντονη και συχνά τραγική. Μεγαλώνοντας στη Ρωσία των Τσάρων, βίωσε άμεσα τα πογκρόμ κατά των Εβραίων, κάτι που αποτυπώνεται με τραγικότητα στους πρώιμους πίνακές του. Επέζησε της Ρωσικής Επανάστασης και του αιματηρού Εμφυλίου Πολέμου που την ακολούθησε, και τελικά κατέφυγε στη Γαλλία.

Όμως και εκεί, το έργο του δεν έμεινε ανεπηρέαστο από τις καταιγίδες της Ιστορίας. Πολύ σύντομα βρέθηκε στο στόχαστρο των ναζιστικών εκστρατειών κατά της «εκφυλισμένης τέχνης», όπου τα έργα του καταδικάστηκαν ως ανατρεπτικά, επειδή παρουσίαζαν «πράσινους, μωβ και κόκκινους Εβραίους που αναπηδούν από τη γη, παίζουν βιολί στον αέρα και επιτίθενται στον δυτικό πολιτισμό».

Η γερμανική εισβολή στη Γαλλία ανάγκασε τον Σαγκάλ να διαφύγει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί, το συμβολικό και ονειρικό ιδίωμα του έργου του δυσκολεύτηκε αρχικά να βρει απήχηση, καθώς, όπως παρατηρεί ένας κριτικός της εποχής, «οι σύγχρονοι καλλιτέχνες είχαν ελάχιστα κοινά με έναν λαϊκό αφηγητή ρωσοεβραϊκής καταγωγής με ροπή στον μυστικισμό».

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το 1944, πεθαίνει η πρώτη του σύζυγος, η συγγραφέας Μπέλα Ρόζενφελντ, την ίδια εποχή που η ανθρωπότητα άρχιζε να αντιλαμβάνεται το πλήρες εύρος της φρίκης του Ολοκαυτώματος.

Η διαχείριση αυτών των ψυχολογικών τραυμάτων δεν υπήρξε εύκολη υπόθεση για τον Σαγκάλ. Παρ’ όλα αυτά, η απελευθέρωση του Παρισιού αποτέλεσε για εκείνον πηγή ελπίδας.

Όπως σημείωσε ο ίδιος: «Τώρα που το Παρίσι ελευθερώθηκε, τώρα που η τέχνη της Γαλλίας ανασταίνεται, όλος ο κόσμος θα απαλλαγεί οριστικά από τους σατανικούς εχθρούς που επιχείρησαν να εξοντώσουν όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή – την ψυχή, χωρίς την οποία δεν υπάρχει ούτε ζωή, ούτε δημιουργικότητα».

Το 1946 επέστρεψε στο Παρίσι, εγκαταστάθηκε εκεί μόνιμα και γνώρισε την αναγέννηση μέσα από τη γνωριμία και τελικά τον γάμο του, το 1952, με τη Βαλεντίνα Μπρόντσκι.

Την ίδια χρονιά, ο Γαλλοέλληνας ποιητής Στράτης Ελευθεριάδης, γνωστός και ως Tériade, τού πρότεινε να εικονογραφήσει μια νέα έκδοση του ελληνιστικού ερωτικού έπους «Δάφνις και Χλόη» του Λόγγου, ένα από τα πρώιμα δείγματα μυθιστορηματικής αφήγησης, του οποίου η θεματική της ανακάλυψης του έρωτα και της απώλειας της αθωότητας, λειτούργησε ως εύστοχο ψυχικό και καλλιτεχνικό ανάλογο της δικής του ζωής.

Δεδομένου ότι η πλοκή του έργου εκτυλίσσεται στη Λέσβο, ο Σαγκάλ αποφάσισε να επισκεφθεί την Ελλάδα ώστε να διεισδύσει στο ιστορικό και μυθολογικό της υπόβαθρο.

Την αποκάλεσε «γη των Θεών» και την επισκέφθηκε δύο φορές, γοητευμένος όχι μόνο από την αρχαιότητα αλλά και από την ατμόσφαιρα του ελληνικού τοπίου, την οποία παραλλήλισε με αυτήν της Κυανής Ακτής και του Σαιν-Πολ-ντε-Βανς όπου ζούσε, μια εύστοχη σύνδεση αν αναλογιστεί κανείς την ιστορική παρουσία των Ελλήνων στις μεσογειακές ακτές της Γαλλίας.

Εμποτισμένος από τα χρώματα, τα αρώματα και τις γραμμές της περιήγησής του — ιδιαίτερα στους Δελφούς, στην Αθήνα και στον Πόρο — αφιέρωσε τα επόμενα τέσσερα χρόνια στη δημιουργία σαράντα δύο λιθογραφιών, αποτυπώνοντας το αρχαίο ειδύλλιο μέσα από το δικό του όνειρο.

Σε αυτές διατηρεί τη χαρακτηριστική του ανατροπή της προοπτικής – οι πόλεις βλασταίνουν προς τα κάτω, τα ψάρια αιωρούνται στον ουρανό και τα ζώα παρεισφρέουν παντού.

Η εικονογραφική του μαεστρία στην απόδοση της εβραϊκής παράδοσης καθίσταται ιδανικό εργαλείο για τη μετάφραση του ελληνικού μυθολογικού συμβολισμού και της λυρικής του έκφρασης.

Οι λιθογραφίες του διατηρούν τον ονειρικό χαρακτήρα των προηγούμενων έργων του, σε πλήρη αντιστοιχία με τη βαθιά ψυχολογική φύση των ελληνικών μύθων, οι οποίοι συνδιαλέγονται με το υποσυνείδητο.

Ωστόσο, σε αντίθεση με τα παλαιότερα έργα του, τα οποία διακρίνονται για τις πυκνές και βαριές χρωματικές μάζες, η σειρά του «Δάφνις και Χλόη» διακρίνεται από μια σχεδόν μυσταγωγική διαύγεια.

Ο ίδιος ο καλλιτέχνης είχε δηλώσει: «Εκεί κάτω, όλα είναι φως».

Μέσα από το ιδιοφυές βλέμμα του, το φως αυτό διαθλάται και αναλύεται στα φασματικά του συστατικά. Η τεχνική της λιθογραφίας, με την υποχρεωτική επαναληπτική επικάλυψη χρωμάτων, ενισχύει την εκρηκτική και πολύχρωμη ζωντάνια κάθε σύνθεσης.

Η προσέγγισή του στη χρωματική απόδοση του ελληνικού φωτός θυμίζει την τεχνική επεξεργασία του φαινομένου από τον Έλληνα ζωγράφο Αλέκο Φασιανό, αν και η αισθητική και το εικαστικό ιδίωμα των δύο καλλιτεχνών διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους.

Κάθε λιθογραφία του Σαγκάλ φέρει μια τρυφερή, σχεδόν παιδική ποιότητα, συγγενική με την αφέλεια που χαρακτηρίζει τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο.

Παρά τις αντιξοότητες – δολοφονίες, βιασμούς, λεηλασίες – το ερωτευμένο ζεύγος δεν χάνει ποτέ την αθωότητά του, ούτε εξελίσσεται δραματουργικά.

Παραμένει διαρκώς ερωτευμένο, σαν να βρίσκεται μέσα σε αέναο όνειρο. Η επιδέξια χρήση του χρώματος ως εργαλείο ερμηνείας και έκφρασης της συναισθηματικής ατμόσφαιρας του έργου, ενίσχυσε την άποψη του Πικάσο ότι μετά τον θάνατο του Ματίς, ο μόνος που κατανοούσε πραγματικά το χρώμα ήταν ο Σαγκάλ, προσθέτοντας ότι οι πίνακές του «όντως ζωγραφίζονται και δεν συναρμολογούνται τυχαία».

Η σχέση του Σαγκάλ με την Ελλάδα δεν περιορίστηκε στην εικονογράφηση του έργου του Λόγγου. Το 1957 φιλοτέχνησε τα σκηνικά για το μπαλέτο «Δάφνις και Χλόη» του Ραβέλ στην Όπερα του Παρισιού.

Το 1967 επιδόθηκε στην εικονογράφηση μιας ανθολογίας με αγαπημένους του στίχους της αρχαίας ελληνικής ποίησης, ανακαλώντας έναν διονυσιακό κόσμο ηδονής.

Ξεχώριζε ιδιαίτερα τη Σαπφώ. Μια σύνθεσή του, με δύο γυμνούς εραστές μπλεγμένους κάτω από την ημισέληνο, έναν τράγο, πρόβατα και έναν ανεστραμμένο πτηνό, συνοδεύει τους διάσημους στίχους της:

«ἔροις ἄνδρ᾽ ὅν κε θέλω,

χεροῖν ἔχε, κᾆτ᾽ ἐθέλῃς,

ὕμιν δ᾽ ἔχειν, ὅν κε φίλῃς,

ἔρασθ᾽, ἔρασθ᾽ ἀμφὶς ὄλβις ἔστω».

Ο Σαγκάλ ασχολήθηκε επίσης με την Οδύσσεια. Στην «Κίρκη» του, η μάγισσα παρουσιάζεται ως εύθραυστη, σχεδόν θεομητορική μορφή, αγνή και καταφύγιο ταυτόχρονα, σε μια ανατρεπτική ανάγνωση του μύθου. Ο «Πολύφημος» του αναπαύεται νωχελικά, την ώρα που ο Οδυσσέας τον τυφλώνει – η σκηνή πλημμυρίζει από φως, σαν να λαμβάνει χώρα κατάτη διάρκεια μιας μεσημεριανής σιέστα.

Αντίθετα, ο «Ευπείθης» – ένα από τα ελάχιστα έργα του που δεν περιλαμβάνουν αρχαιοπρεπές σκηνικό – είναι ένας πράσινος, κερασφόρος, φτερωτός δαίμονας, που απειλεί να αφανίσει την Πηνελόπη και τον Αντίνοο. Η εχθρική έκφραση όλων των προσώπων υπογραμμίζει τη δραματική ένταση.

Ο «Ποσειδών» υψώνεται από την άλμη χωρίς να έχει γενειάδα, παραπέμποντας στον Απόλλωνα, καθώς ο Οδυσσέας απλώνεται εμπρός του παρακλητικά, και προκλητικά συνάμα. Το πανούργο χαμόγελο του ήρωα αμβλύνει την απειλή.

Στη «Γιορτή», ο Σαγκάλ απεικονίζει πιθανώς τη συνάντηση της Ναυσικάς με τον γυμνό Οδυσσέα. Η σκηνή, σχεδόν ποιητική σαν ποίημα του Σεφέρη, υπονομεύει τις έννοιες πολιτισμού και καταφυγίου με ονειρικό, υπαρξιακό τρόπο.

Εκεί όπου πολλοί καλλιτέχνες προσέγγισαν την Ελλάδα μέσα από βιβλία και τον εξιδανικευμένο πολιτισμικό θαμέλιο μύθο του δυτικού πολιτισμού, ο Μαρκ Σαγκάλ, ο επιζήσας τρομακτικών προσωπικών και ιστορικών τραγωδιών, προσήλθε στον ελληνικό κόσμο μέσω του φωτός της, που εισχωρεί στον γυμνό τόπο, αναδεικνύοντας τα θραύσματα του παρελθόντος και μετουσιώνοντάς τα— μέσω του έρωτα.

Οι μελετητές ενδέχεται να θεωρήσουν ότι ο Σαγκάλ ανακάλυψε στην Ελλάδα έναν άξονα του δυτικού πολιτισμού που προηγουμένως ήταν κρυμμένος πίσω από τον Ναό της Ιερουσαλήμ.

Οι Έλληνες ίσως επισημάνουν την απουσία απεικονίσεων του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Κι όμως, η Ελλάδα, μέσα από το ιδιαίτερο βλέμμα του Σαγκάλ και την αγάπη του για το τοπίο της, ζωντάνεψε με ανείπωτο πάθος.

Και τελικά, μέσα από τη δύναμη αυτής της αγάπης, η Ελλάδα δίδαξε στον Μαρκ Σαγκάλ πώς να δώσει στο φως, πνοή.

The post O Marc Chagall και η Ελλάδα: Μια ερωτική ιστορία appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.