Η αμερικανική ενέργεια νέο «όπλο» Τραμπ: Νέα ήθη και έθιμα στις διαπραγματεύσεις ΗΠΑ με εμπορικούς εταίρους

Οι συμφωνίες με τον τρόπο του Τραμπ δεν έχουν ρήτρες και δεσμεύσεις ούτε και σαφείς όρους, έχουν γίνει όμως το όπλο του Αμερικανού προέδρου

Για χρόνια, οι εμπορικές διαπραγματεύσεις οικοδομούνταν σε κανόνες που ρυθμίζουν το διακρατικό εμπόριο. Ωστόσο, υπό την προεδρία Τραμπ, η προσέγγιση αυτή έγινε πιο άμεση ή και προσωπική… Το «Trump way» δεν έχει μόνο κατακλύσει τα εντός των ΗΠΑ τεκταινόμενα, αλλά έχει μετατραπεί στο βασικό αμερικανικό «εξαγώγιμο» προϊόν.

Χώρες σήμερα δεσμεύονται να αγοράσουν αμερικανικά ορυκτά καύσιμα, σε προκαθορισμένες ποσότητες και για χρονικό ορίζοντα που φτάνει και σε βάθος ετών, ανεξαρτήτως του εάν οι οικονομίες τους τα χρειάζονται ή αν οι ΗΠΑ μπορούν να τα προμηθεύσουν. Αυτό εισάγει την κρατική παρέμβαση σε συναλλαγές που υπό κανονικές συνθήκες καθορίζονται από τις δυνάμεις της ίδιας της αγοράς. Και παραμένει ασαφές πώς ή αν οι πολιτικοί θα μπορέσουν να πείσουν τις ιδιωτικές εταιρείες να «συμμορφωθούν» με τις συγκεκριμένες πρακτικές.

«Πρόκειται για κάτι καινούργιο. Στις εμπορικές συμφωνίες θέλεις ρυθμίσεις σαφείς και εκτελεστές», σημείωσε ο Ντέιβιντ Γκόλντουιν, πρώην διπλωμάτης και στέλεχος του υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ. «Οι ενεργειακές αυτές δεσμεύσεις είναι ασαφείς και δύσκολα επιβάλλονται. Είναι περισσότερο πολιτικά μηνύματα, παρά δεσμευτικές συμφωνίες», τόνισε μιλώντας στους Times της Νέας Υόρκης.

Το πλέον απτό παράδειγμα και η πιο τρανή απόδειξη πως ο τρόπος του Τραμπ φέρνει αποτελέσματα είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία δεσμεύτηκε να αγοράσει ενεργειακά προϊόντα αξίας 750 δισ. δολαρίων από τις ΗΠΑ μέσα σε τρία χρόνια -ποσό υπερτριπλάσιο των εισαγωγών της προηγούμενης χρονιάς.

Αν και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αύξησε την ευρωπαϊκή ζήτηση για αμερικανικό φυσικό αέριο, το να βασιστεί αποκλειστικά στις ΗΠΑ ενέχει σοβαρούς κινδύνους για την ίδια την Ένωση.

Παράλληλα, οι ΗΠΑ εξήγαγαν συνολικά περίπου 250 δισ. δολάρια σε προϊόντα ενέργειας το 2025, σύμφωνα με ανάλυση της ClearView Energy Partners -ποσό σχεδόν ίσο με τον ετήσιο στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για εισαγωγές από τις ΗΠΑ. Νέες εγκαταστάσεις αναμένεται να διπλασιάσουν τη δυνατότητα εξαγωγών φυσικού αερίου ως το 2030, ανεβάζοντας τις μετοχές εταιρειών όπως η Cheniere και η Venture Global.

Η συμφωνία με την Ευρώπη όμως δεν έχει μόνο θετικά ακόμη και για τις ίδιες τις ΗΠΑ, οι οποίες πολύ δύσκολα θα καταφέρουν να ικανοποιήσουν ακόμη και τις δεσμευτικές και υπογεγραμμένες συμφωνίες που σήμερα ο Λευκός Οίκος συνάπτει. Αμφίβολο παραμένει επίσης αν η ΕΕ μπορεί να επιβάλει σε ιδιωτικές εταιρείες να πραγματοποιήσουν αυτές τις αγορές και να υλοποιήσουν τα συγκεκριμένα συμβόλαια, ενώ ούτε η αμερικανική κυβέρνηση έχει την εξουσία να καθορίσει σε ποιες χώρες θα πουλήσουν οι ενεργειακοί κολοσσοί. Η συμφωνία αναφέρει -σύμφωνα με όσα έχουν δημοσιοποιηθεί- πως θα ξεκινήσει μια «ειδική διαδικασία» συγκέντρωσης ζήτησης από τα κράτη-μέλη και ταίριασμα με προσφορά από τις ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί δεσμεύονται να εξασφαλίσουν «ανεμπόδιστη πρόσβαση» και επαρκή παραγωγή.

Η συγκεκριμένη κίνηση από την πλευρά Τραμπ δεν είναι η πρώτη… Στην πρώτη του θητεία το 2017 ο Αμερικανός πρόεδρος είχε καταφέρει να επιβάλλει μία αντίστοιχη συμφωνία και στο Πεκίνο. Η Κίνα τότε είχε υπογράψει για ένα τεράστιο ποσό και είχε δεσμευτεί να αγοράσει πετρέλαιο, φυσικό αέριο αλλά και γεωργικά προϊόντα σε τεράστιες ποσότητες. Η συγκεκριμένη συμφωνία δεδομένα τέθηκε σε εφαρμογή -εκκίνησε- αλλά ουδέποτε ολοκληρώθηκε καθώς οι ΗΠΑ δεν ήταν σε θέση να παρέχουν όσα είχαν δεσμευθεί. Αντίθετα από τα κλασικά εμπορικά σύμφωνα, που προβλέπουν ρήτρες και κυρώσεις, οι συμφωνίες Τραμπ δεν περιλαμβάνουν τέτοιους μηχανισμούς. Ερωτηθείς για το τι θα συμβεί αν η ΕΕ δεν τηρήσει τη δέσμευσή της, αξιωματούχος του Λευκού Οίκου ανέφερε ότι η απάντηση θα είναι η επιβολή δασμών.

Δεν είναι ακόμη σαφές πώς αυτές οι δεσμεύσεις θα επηρεάσουν τους κλιματικούς στόχους της ΕΕ, η οποία υποχρεούται από τη νομοθεσία να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% ως το 2030. Η χρήση φυσικού αερίου αντί για άνθρακα θα μπορούσε να βοηθήσει βραχυπρόθεσμα, αλλά η υπερβολική εξάρτηση από αυτό ίσως επιβραδύνει την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών.

Η επίτευξη του στόχου των 750 δισ. δολαρίων ίσως βασιστεί σε «δημιουργική λογιστική». Τα κράτη-μέλη μπορούν να αγοράσουν μεγάλες ποσότητες καυσίμων και να τις μεταπωλήσουν ή να υπογράψουν πολυετείς συμφωνίες με συνολικά υψηλό τίμημα αλλά μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Οι συμφωνίες με άλλες χώρες, όπως η Ιαπωνία, είναι ακόμη πιο ασαφείς. Το Τόκιο ανακοίνωσε επενδύσεις 550 δισ. δολαρίων, μέρος των οποίων αφορά ενεργειακές υποδομές, πιθανόν συνδεδεμένες με ένα σχέδιο 44 δισ. για αγωγό από την Αλάσκα. Ωστόσο, οικονομικότερες επιλογές υπάρχουν στον Κόλπο του Μεξικού, ενώ η Ιαπωνία έχει δεσμευτεί να περιορίσει τη χρήση ορυκτών καυσίμων.

Ανάλογες ανησυχίες εκφράζονται και για τη Νότια Κορέα, η οποία δεσμεύτηκε να αγοράσει ενέργεια αξίας 100 δισ. δολαρίων, χωρίς συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Αν και άρχισε να αγοράζει αμερικανικό αέριο το 2017, μια έκρηξη σε τερματικό σταθμό στο Τέξας το 2022 έδειξε τους κινδύνους των μακροπρόθεσμων συμφωνιών. Το 2024, οι κορεατικές εισαγωγές ενέργειας από τις ΗΠΑ ανήλθαν σε μόλις 19,4 δισ. δολάρια.

Πηγή: Πρώτο Θέμα

Το άρθρο Η αμερικανική ενέργεια νέο «όπλο» Τραμπ: Νέα ήθη και έθιμα στις διαπραγματεύσεις ΗΠΑ με εμπορικούς εταίρους εμφανίστηκε πρώτα στο Cyprus Times.