Αντίο, Κρητικέ

Μεσημέρι Ιουλίου, 2018. Η σκιά του σταθμού με ανακουφίζει. Τριγύρω μυρίζει καυσαέριο, ιδρώτας και παλιό νάιλον. Οι πινακίδες πάνω απ’ τα εκδοτήρια αναγράφουν: «ΝΑΥΠΛΙΟ», «ΚΑΛΑΜΑΤΑ», «ΧΑΛΚΙΔΑ». Ζητάω ένα για Γιάννενα. Το air condition μες στο λεωφορείο χτυπάει στους δεκάξι βαθμούς. Κάθομαι πίσω πίσω. «Αδερφέ μου, κάθεται κανείς;». Σηκώνω το βλέμμα και βλέπω έναν ψηλόλιγνο άνδρα με μακριά μαλλιά. Φοράει τζάκετ, ενώ έχει σαράντα βαθμούς. Κάθεται απότομα σηκώνοντας σκόνη από το κάθισμα. «Ζέστη της ερήμου», λέει. Τα μαλλιά του είναι ιδρωμένα στις άκρες. «Ζέστη της ερήμου», επαναλαμβάνει. Δεν απαντάω, είμαι βαθιά θυμωμένος με την επιλογή της μοίρας να μου χαρίσει αυτόν εδώ τον τύπο για διπλανό σε εννιάωρη διαδρομή, με τα αποστεωμένα μάγουλα και την έντονη μυρωδιά τσιγάρου.

Κάποιες φορές αφηγείσαι πιο εύκολα τη ζωή σου σε άγνωστους. Ισως γιατί μπορείς να παρουσιάσεις τα γεγονότα όπως θες, ίσως γιατί δεν θα τους δεις ξανά. Ο Νίκος, έτσι τον έλεγαν, μου εξηγούσε πώς βρέθηκε στη Ρόδο ως φαντάρος και έμεινε για τα επόμενα δεκαεννιά χρόνια. «Αγάπησα το νησί περισσότερο απ’ ό,τι αγάπησα ποτέ άνθρωπο». Κάθε τόσο, έβγαζε από την τσέπη του τζάκετ ένα μεταλλικό, μικρό φλασκί, ξεβίδωνε και έπινε μία γουλιά. Ηταν δύο το μεσημέρι, αλλά δεν ντρεπόταν, έκανε την κίνηση σαν απόλυτα φυσιολογική. Υστερα ρώτησε για εμένα. Απάντησα πως είμαι από την Κρήτη, αλλά σπουδάζω στην Αθήνα. Ξεκίνησε να με προσφωνεί «Κρητικέ». «Καλά, ρε Κρητικέ, αντί να είσαι στις παραλίες σας, γιατί τραβάς στα Γιάννενα μες στο κατακαλόκαιρο;». «Για ένα σεμινάριο κινηματογράφου στα Ζαγοροχώρια». Εγνευσε σαν να μην καταλαβαίνει. «Εσύ;», τον ρώτησα. Δάγκωσε το νύχι του. Μου απάντησε ότι ο πατέρας του πέθανε προχτές και ανεβαίνει για την κηδεία.

Ανοιξε μία γρανίτα φράουλα με μία απότομη κίνηση. Είχαμε κάνει την πρώτη στάση σε αυτές τις απολιθωμένες καφετέριες που σταματούν τα υπεραστικά. «O ξάδερφός μου είχε μια τέτοια ταβέρνα», ο Νίκος είχε απλώσει τα πόδια του πάνω σε μια καρέκλα και έτρωγε τη γρανίτα του, «αλλά ερωτεύτηκε τη γυναίκα άλλου και την έκλεισε». Παρατήρησα τις καφέ του αρβύλες, το φαρδύ τζιν σκισμένο στα γόνατα. Σκέφτηκα την ατάκα που μου είπε πριν από λίγο, ενώ περιμέναμε στην ουρά για τουαλέτα: «Τσακωθήκαμε πριν χρόνια και από τότε δεν ξαναμιλήσαμε». Πάνω στο τραπέζι είχε ακουμπήσει το μεταλλικό του φλασκί, που γυάλιζε και αντανακλούσε το φως του ήλιου. Τρία λεπτά μετά, μας φώναξαν πως το λεωφορείο αναχωρεί. «Είναι ληγμένο», σχολίασε, ενώ χάζευε το περιτύλιγμα της γρανίτας. «Εχει λήξει εδώ και τρεις μήνες», επανέλαβε αδιάφορα.

Κοιτούσα τη θάλασσα πέρα, ακίνητη και γυαλιστερή σαν καθρέφτης, ενώ διασχίζαμε τα Καμένα Βούρλα. Εκείνος είχε αποκοιμηθεί εδώ και ώρα. Από το μισάνοιχτο στόμα του έβγαινε η ανάσα του, που μύριζε πολύ καθαρά αλκοόλ. Αναρωτήθηκα αν ονειρευόταν τον πατέρα του.

Υστερα από ακόμη δύο ώρες σταματήσαμε στην Ελασσόνα. Μόλις κατεβήκαμε, έφυγε πέρα να μιλήσει στο κινητό. Οι κινήσεις του είχαν μια ρευστότητα, που μαρτυρούσαν ότι είχε ψιλομεθύσει. Κοίταξα αλλού, γιατί ένιωθα άβολα. Δίπλα μου μια ηλικιωμένη συνεπιβάτισσα στεκόταν όρθια, κοιτάζοντας πέρα. Ηταν καλοντυμένη και φινετσάτη, με ένα χρυσό ταγέρ και μία καρφίτσα περασμένη στο στήθος. Μου φάνηκε πως ταίριαζε με το τοπίο τριγύρω, με την ερημιά, τη σιωπή, την άσφαλτο που συνεχίζεται μέχρι τον ορίζοντα. Υστερα κοίταξα τον Νίκο να καπνίζει με τους αγκώνες πάνω στο κιγκλίδωμα του πάρκινγκ και το βλέμμα χαμένο. Πλησίασα και του είπα ότι μας φωνάζουν να επιστρέψουμε. Δεν με άκουσε, ενώ ήμουν πολύ κοντά.

Οταν φτάσαμε στα Γιάννενα, είχε νυχτώσει εντελώς. Ο σταθμός ήταν σχεδόν άδειος. Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο χτύπησε άθελά του δύο άτομα με το σακίδιο. Ζήτησα συγγνώμη για λογαριασμό του. Μου ζήτησε να πιούμε μια μπίρα πριν πάρει ο καθένας τον δρόμο του. «Ε, Κρητικέ, τι λες;». Δέχτηκα, γιατί τότε δεν είχα μάθει ακόμη να λέω «όχι». Κάτσαμε στην 24ωρη καντίνα του σταθμού. Μου έκανε διάφορες ερωτήσεις για το σεμινάριο, αλλά φαινόταν πως δεν πρόσεχε. Ηθελε απλά παρέα. Ηπιε τρεις μπίρες με τρομερή ταχύτητα. Μισή ώρα μετά ήταν τελείως μεθυσμένος, είχε γείρει πάνω στην καρέκλα. Μιλούσε ακατάληπτα, δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε. Θυμάμαι ότι ήθελα να φύγω. Πρότεινα να πάμε προς τα ταξί κι εκεί θα χωριζόμασταν.

«Χωρίς συνοδεία δεν τον παίρνω», μου είπε ο ταξιτζής. «Και αν μου ξεράσει στη διαδρομή; Ή μπαίνεις και τον προσέχεις ή τίποτα». Αγχώθηκα. Τελικά μπήκα στο πίσω κάθισμα, δίπλα του. Από το ραδιόφωνο ακουγόταν ένα τραγούδι του Καρρά που έλεγε «φωτογραφία μοιάζει όλη μου η ζωή». Είδα τον ταξιτζή να το σιγοτραγουδά. Για λίγο χαλάρωσα. Κοιτούσα έξω, σκοτεινούς δρόμους που δεν είχα ξαναδεί. Αναρωτήθηκα πώς βρέθηκα εδώ, αλλά μου άρεσε.

«Εδώ;», ρώτησε ο ταξιτζής. Τα φώτα του ταξί φανέρωναν την πρόσοψη ενός χαμηλού σπιτιού με μία μεγάλη αυλή περιφραγμένη και ένα σωρό αυτοκίνητα παρκαρισμένα απ’ έξω. «Νίκο, φτάσαμε». Κοιμόταν. Τον έσπρωξα, τον σκούντηξα. Βγήκα από το ταξί και προσπάθησα να τον σηκώσω. Το σώμα του μύριζε. Τον τράβηξα από το δεξί χέρι. Ξαφνικά είδα μια σκιά δίπλα μου. Ενας άνδρας είχε πλησιάσει. Δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του. Υστερα κατάλαβα. Είχαν ακριβώς τον ίδιο σωματότυπο. Νομίζω του είπα «έφερα τον Νίκο». Ηρθε μπροστά από την πόρτα κι εγώ παραμέρισα. Εσκυψε, πέρασε τα χέρια κάτω από τις μασχάλες του και τον σήκωσε αργά. Χωρίς να πει τίποτα, άρχισαν να περπατάνε προς την αυλή. Είδα τα δύο αδέρφια να σέρνονται κολλητά, σαν ένα σώμα, ενώ οι πλάτες τους ξεθώριαζαν μες στη νύχτα. Θυμάμαι πως ανατρίχιασα, σκεφτόμενος πως κάποια μέρα θα στέκομαι έτσι δίπλα δίπλα με τον αδερφό μου στην ολονυχτία του δικού μας πατέρα.

Tο επόμενο πρωί, ενώ ένα βανάκι μάς μετέφερε στο φεστιβάλ, κάλεσα τον πατέρα μου. «Ελα, έφτασες;». Μιλήσαμε δύο λεπτά για τα τυπικά του ταξιδιού. Πριν το κλείσουμε, του είπα πως τον αγαπώ. Εκλεισα το ακουστικό ανακουφισμένος.

Ο Μιχάλης Μαλανδράκης είναι συγγραφέας