Αποκαλυπτικός ανορθολογισμός

Η εισαγωγή του προσωπικού αριθμού, ενός ενιαίου ψηφιακού αναγνωριστικού που ενοποιεί ΑΜΚΑ, ΑΦΜ και ταυτότητα, αντιμετωπίστηκε από πολλούς ως τεχνολογικό βήμα εκσυγχρονισμού. Για άλλους, όμως, ιδίως σε συγκεκριμένους εκκλησιαστικούς κύκλους και μοναστικές κοινότητες, αποτέλεσε ακόμη μία ένδειξη των «εσχάτων ημερών». Δημόσιες τοποθετήσεις, επιστολές και ρητορικές αναφορές σε «χαράγματα», αποστασία και «εκτροπή» της Ιεράς Συνόδου, εντάσσονται σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο: τη δαιμονοποίηση της τεχνολογίας μέσω μια δήθεν αποκαλυπτικής ερμηνείας, σύμφωνα με την οποία κάθε νέα μορφή ψηφιακής διαχείρισης οφείλει να ερμηνεύεται ως όργανο του Αντιχρίστου.

Αυτό το φαινόμενο δεν είναι νέο. Από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα, η ελληνική θρησκευτική δημόσια σφαίρα έχει επανειλημμένα παραγάγει αντιδράσεις απέναντι σε διοικητικές και τεχνολογικές μεταρρυθμίσεις: το barcode θεωρήθηκε προάγγελος του 666, η κάρτα του πολίτη αντιμετωπίστηκε ως δείγμα ψηφιακής σκλαβιάς, ενώ το εμβόλιο κατά του Covid ως πειραματική δοκιμή του «συστήματος του θηρίου». Τα ίδια επιχειρήματα επιστρατεύονται και σήμερα, με συμμετοχή ορισμένων μοναστικών κύκλων και περιθωριακών κληρικών ή και λαϊκών (ψευδο-)θεολογούντων. Μόνο που αυτή η ρητορική δεν στηρίζεται στη θεολογία, αλλά στην αποκαλυπτική φαντασίωση που συγχέει τη βιβλική εσχατολογία με την πολιτισμική ανασφάλεια.

Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, στην οποία γίνεται αναφορά για το «χάραγμα», δεν είναι εγχειρίδιο πνευματικής τρομοκρατίας ούτε κρυπτογραφικός οδηγός. Συνιστά ένα ποιμαντικό κείμενο αντίστασης απέναντι στη λατρεία της εξουσίας και της βίας. Το «χάραγμα» του θηρίου δεν αφορά κανένα φορολογικό ή ασφαλιστικό αριθμό· αφορά τη συνειδητή επιλογή υποταγής σε μια κοσμική απολυταρχία που ζητά να υποκαταστήσει τον Θεό. Το να ερμηνεύεται η ταυτοποίηση στο gov.gr ως αποδοχή του «χαράγματος» είναι θεολογικά αστήρικτο και κοινωνικά παραπλανητικό. Ακόμα και ιστορικά, η Εκκλησία ποτέ δεν υποστήριξε ότι η σωτηρία εξαρτάται από αριθμούς ή δελτία. Σύμφωνα με τη βιβλική διήγηση, ο ίδιος ο Ιησούς απογράφηκε (Λουκ. 2,1) χωρίς να τεθούν ποτέ τέτοιου ίδιου εσχατολογικά διλήμματα από τους μετέπειτα ερμηνευτές.

Οι αντιδράσεις που βλέπουμε από συγκεκριμένους εκκλησιαστικούς και μοναστικούς κύκλους αναπαράγουν ένα μείγμα πνευματικής δυσπιστίας, τεχνοφοβίας και αντισυνοδικότητας, το οποίο όχι μόνο δεν εκπροσωπεί την ορθόδοξη θεολογία, αλλά πλήττει τη συνοχή και την αξιοπιστία της Εκκλησίας. Η αμφισβήτηση της Ιεράς Συνόδου και η διαρκής ρητορική περί «χαράγματος» δεν συνιστά θεολογική εγρήγορση αλλά αποτελεί περισσότερο επικοινωνιακή σταυροφορία χωρίς θεμέλιο στην παράδοση. Αντιπροσωπεύει με άλλα λόγια την πλάνη ότι η Εκκλησία υπάρχει για να αποκρούει τον εκσυγχρονισμό και όχι για να τον φωτίζει. Με τον τρόπο αυτό όμως, η Εκκλησία μετατρέπεται σε όχημα ταυτότητας και παύει να είναι φορέας ευαγγελικής μαρτυρίας, ενώ σήμερα, περισσότερο από ποτέ, καλείται να μιλήσει με λόγο σοβαρό, ενταγμένο μεν στην παράδοση, αλλά με αίσθηση του κόσμου στον οποίο ζει.

Ο Νίκος Κουρεμένος είναι δρ Θεολογίας, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου