
Ενα ζήτημα που έχει προσελκύσει δικαιολογημένα το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης αφορά τη μη μοριοδότηση του διδακτορικού τίτλου σπουδών των υπηρετούντων δημοσίων υπαλλήλων στις διάφορες διαδικασίες στελέχωσης των ηγετικών διοικητικών θέσεων. Επειτα από διαδοχικές ατυχείς ρυθμίσεις των τελευταίων ετών, άκρως προβληματικές από τη σκοπιά της τήρησης των αρχών της ισότητας, της αναλογικότητας, της αξιοκρατίας, αλλά και της συνταγματικά κατοχυρωμένης αποστολής των ΑΕΙ, το ζήτημα έχει προσλάβει πλέον εκρηκτικές διαστάσεις, που αναδεικνύονται στις πρόσφατες δημόσιες διαμαρτυρίες των θιγομένων.
Η κακή αρχή έγινε με τον Ν. 4957/2022 που απαγόρευσε ρητά στους υπαλλήλους του Δημοσίου (είτε δημόσιου είτε ιδιωτικού δικαίου) να απασχολούνται ως εντεταλμένοι διδάσκοντες σε ΑΕΙ, στερώντας τους έτσι τη δυνατότητα απόκτησης ακαδημαϊκής εμπειρίας, η οποία αποτελεί και απαραίτητο προσόν για τη διεκδίκηση θέσης ΔΕΠ. Η κατεύθυνση αυτή επιβεβαιώθηκε και στον Ν. 5062/2023 για την επιλογή των διοικήσεων στα Νομικά Πρόσωπα του Δημοσίου, στον οποίο απαλείφεται ο διδακτορικός τίτλος σπουδών από τα μοριοδοτούμενα κριτήρια της διαδικασίας επιλογής. Οι υποψήφιοι μοριοδοτούνται πλέον μόνο για α) τη γραπτή εξέταση (έως 800 μόρια), β) τα τυπικά εκπαιδευτικά προσόντα (έως 600 μόρια), γ) την εμπειρία (έως 800 μόρια) και δ) τη συνέντευξη (έως 800 μόρια). Στα δε τυπικά εκπαιδευτικά προσόντα μοριοδοτούνται αποκλειστικά α) η φοίτηση στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης με 250 μόρια, β) οι μεταπτυχιακοί τίτλοι (έως 2) και με ανώτατη βαθμολογία τα 350 μόρια, καθώς και γ) οι ενσωματωμένοι στον βασικό τίτλο σπουδών μεταπτυχιακοί τίτλοι (integrated master). Παραδόξως, δεν μοριοδοτείται ο διδακτορικός τίτλος σπουδών, ο οποίος αξιολογείται μόνον ως τυπικό προσόν συμμετοχής σε διαδικασίες κρίσης (πάντοτε σε συνδυασμό με τον βασικό τίτλο σπουδών), ενώ μπορεί να «συνεκτιμηθεί» ελεύθερα στο τελικό στάδιο της συνέντευξης. Θυμίζουμε όμως ότι η συνέντευξη διεξάγεται μόνο μεταξύ των επτά πρώτων του πίνακα κατάταξης, ενώ και η ίδια η έννοια της «συνεκτίμησης» είναι εξ ορισμού αόριστη, δηλαδή δεκτική υποκειμενικών προσεγγίσεων και χωρίς εγγυήσεις αντιστάθμισης της σαφούς υπεροχής που παρέχει η ποσοτικοποιημένη μοριοδότηση των άλλων τίτλων σπουδών. Τη λογική αυτή αντέγραψε πριν από δύο έτη ο νομοθέτης (Ν. 5079/2023) όταν αποφάσισε να καταργήσει τη μοριοδότηση του διδακτορικού τίτλου στη διαδικασία επιλογής των Υπηρεσιακών Γραμματέων, ενισχύοντας παράλληλα την αποφοίτηση από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και τη μοριοδότηση των μεταπτυχιακών τίτλων. Συγκεκριμένα, υποψήφιοι απόφοιτοι της ΕΣΔΔΑ, με δύο έτη σπουδών, πριμοδοτούνται με 300 μόρια, υποψήφιοι με μεταπτυχιακό ετήσιας φοίτησης με 250 μόρια, ενώ οι κάτοχοι διδακτορικού, με ελάχιστο κύκλο σπουδών 3-5 ετών και αναγνωρισμένη επιστημονική εμβάθυνση, τίθενται πρακτικά εκτός αξιολόγησης.
Πλήττει τη θεσμική υπόσταση
Από διαρροές μάλιστα του ΥΠΕΣ πληροφορούμαστε ότι αυτή δεν θα είναι η τελευταία πράξη στο δράμα της απομείωσης της αξίας του διδακτορικού, καθώς η πολιτική ηγεσία σχεδιάζει να ακολουθήσει την ίδια κατεύθυνση και στην αναμόρφωση του συστήματος των κρίσεων για τις ηγετικές θέσεις του Δημοσίου (γενικοί διευθυντές και διευθυντές). Η επιλογή αυτή της πολιτικής ηγεσίας, πέραν του ότι δεν αιτιολογείται επαρκώς, μοιάζει απολύτως αντιφατική και ακατανόητη τόσο από ακαδημαϊκή όσο και από λειτουργική σκοπιά. Πλήττει αδικαιολόγητα την εκπαιδευτική και θεσμική υπόσταση του διδακτορικού τίτλου ως ανώτατου τίτλου σπουδών (επίπεδο 8 στο Εθνικό και Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων), παραβιάζει την αρχή της αξιοκρατίας, καθώς δεν αναγνωρίζει καμία πρακτική «αξία» στο διδακτορικό, αποθαρρύνει με αντιπαραγωγικό τρόπο την ερευνητική και επιστημονική ενασχόληση των στελεχών του Δημοσίου, ενώ αποσυνδέει πλήρως την κατοχή του τίτλου με τις κρίσιμες διαδικασίες στελέχωσης των ηγετικών θέσεων του Δημοσίου, χωρίς να θεσμοθετεί κάποιο αξιόπιστο εναλλακτικό σύστημα διάγνωσης της «καταλληλόλητας» για την κατοχή τέτοιων θέσεων. Περαιτέρω, αυτή η εξόφθαλμα αντιφατική και άνιση μεταχείριση ισοδυναμεί με θεσμική απαξίωση του ρόλου των ΑΕΙ, ως παραγωγών επιστημονικής γνώσης και έρευνας, σε μια εποχή μάλιστα που η σύνδεση της δημόσιας διοίκησης με τα πεδία ανάπτυξης γνώσης και τεκμηρίωσης αποτελεί βασικό ζητούμενο για τη βελτίωση της διοικητικής λειτουργίας. Η πολιτεία ανατρέπει μια σταθερή αρχή του ΑΣΕΠ για τη στελέχωση του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αρνούμενη να αναγνωρίσει οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα στην κατοχή του ανώτατου τίτλου σπουδών με τις προϋποθέσεις άσκησης αποτελεσματικής διοίκησης. Και τούτο χωρίς καμία σοβαρή ακαδημαϊκή ή διοικητική τεκμηρίωση.
Συνιστά υποβάθμιση
Για το θέμα έχει ήδη δραστηριοποιηθεί ο Πανελλήνιος Σύλλογος Διδακτόρων Δημοσίου (ΠΑΣΥΔ), τονίζοντας ότι η μη αναγνώριση του διδακτορικού τίτλου σπουδών ως τυπικού προσόντος με αριθμητικά αποτιμώμενη μοριοδότηση συνιστά υποβάθμιση του επιστημονικού τους έργου και συστημική υποτίμηση του ρόλου των πανεπιστημίων στη δημόσια διοίκηση. Αξίζει να αναφερθεί ότι το Διοικητικό Επιμελητήριο Ελλάδας, με ανακοίνωσή του ήδη από τον Μάιο του 2024, τόνιζε ότι «η μη επιμέτρηση ενός τίτλου, τον οποίο απονέμει η αρμόδια κρατική Αρχή (Πανεπιστήμιο) και ο οποίος πιστοποιεί υψηλού βαθμού εκπαίδευση του κατόχου του, εγείρει προφανώς ζητήματα αντισυνταγματικότητας σε σχέση με την αναγνώριση – επιμέτρηση με μόρια τίτλων κατώτερου εκπαιδευτικού επιπέδου (μεταπτυχιακά, πτυχία)».
Περαιτέρω, επισημαίνονταν διάφορα παράδοξα και άτοπα: «Δεν θα μετράει στην κρίση για επιλογή Υπηρεσιακού Γραμματέα (δηλαδή προϊσταμένου – υπευθύνου για τη Διοίκηση Προσωπικού και την Οικονομική Διαχείριση) η κατοχή διδακτορικού τίτλου στα δημοσιονομικά ή στην ανάπτυξη προσωπικού. Ομοίως, μπορεί να υποθέσει κανείς υποψήφιο με διδακτορικό στη διοίκηση νοσηλευτικών μονάδων να συναγωνίζεται χωρίς προσμέτρηση του τίτλου για την επιλογή του ως διοικητή Νοσοκομείου. Οξύμωρο δε παραμένει ότι ο τίτλος του διδακτορικού εξακολουθεί να προσμετράται για την ανάδειξη των κατάλληλων υποψηφίων που θα στελεχώσουν θέσεις ΠΕ διοικητικού (απλών δηλ. δημοσίων υπαλλήλων) αλλά απαλείφεται για την κρίση υποψήφιων στελεχών για τις ανώτατες διοικητικές διαστρωματώσεις της Κεντρικής Κυβέρνησης ή των ΝΠΔΔ».
Επιμέλεια δρ Απ. Παπατόλιας, αν. καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης, πρ. μέλος ΑΣΕΠ, δρ Κων. Παπαδημητρίου, πρόεδρος ΔΕΕ, πρ. διευθυντής ΕΣΔΔΑ