Βγήκαν τα γίδια απ’ το μαντρί

Βεβαίως και το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι ένα πολιτικό σκάνδαλο. Που χρεώνεται με πολύ μεγάλο επιτόκιο στη Νέα Δημοκρατία διότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από το 2019, υποσχόταν μια επανεκκίνηση, μια νέα Ελλάδα που θα εγκατέλειπε οριστικά τη νοοτροπία του «η τουρκοκρατία φταίει», μια ουσιαστικά μεταρρυθμιστική κυβέρνηση. Και ότι θα έβαζε τέλος σε σχέσεις και συνθήκες που περιγράφονται με λέξεις όπως «μπαξίσια», «κουμανταδόροι», «διαμεσολαβητές». Γι’ αυτό ακριβώς τον ψήφισε ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος και, ίσως, αυτό που εξασφάλισε την αυτοδυναμία του. Δεν έχει σημασία που το νομοσχέδιο το οποίο επιτρέπει το να έχει κάποιος κοπάδια και χωράφια εκτός της «επικράτειάς» του ψηφίστηκε επί ΣΥΡΙΖΑ – όποιος νόμος και να ίσχυε, το παπατζιλίκι θα προσαρμοζόταν. Η Νέα Δημοκρατία λοιπόν θα έπρεπε να σπάσει το απόστημα. Δεν θα γίνουμε πιο Ευρωπαίοι μόνο με τον νόμο για την ισότητα στον γάμο, την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Σημαντικά κι αυτά, αλλά κυρίως θα πρέπει να βγούμε από τα βαλκανικά τσαρούχια μας.

Διότι σκάνδαλα σαν του ΟΠΕΚΕΠΕ αποτυπώνουν μια κοινωνική αντίληψη που έχει να κάνει με τον εύκολο, άκοπο και μουλωχτό πλουτισμό. Που «ακουμπάει» στην ευαλωτότητα των αγροτών, δηλαδή ανθρώπων που το βιός τους εξαρτάται από τα καπρίτσια του καιρού. Παιδάκι ήμουν αλλά θυμάμαι πολύ καλά τι έγινε και τι συζητιόταν από τους πρώτους κιόλας μήνες της χούντας. Οτι χάρισαν τα δάνεια στους αγρότες, εξασφαλίζοντας έτσι τη στήριξη της περιφέρειας. Θυμάμαι και τις επιχορηγήσεις που γίνονταν τζιπάρες, τα μπουζουξίδικα στις παρυφές των επαρχιακών κωμοπόλεων, το «Ηλία ρίχτο» του Γιώργου Αρμένη στο «Ολα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη. Θυμάμαι και κάτι Χριστούγεννα, στις αρχές της χιλιετίας, την αμηχανία μου όταν σε πανάκριβη μπουτίκ του Κολωνακίου όπου είχα αποφασίσει να ξοδέψω το μεγαλύτερο μέρος του δώρου μου για να αγοράσω ένα ασήμαντο αξεσουάρ, είδα να τριγυρίζει μια κυρία με τσεμπέρι, «αγροτικά», ξεβαμμένα ρούχα, και «δουλεμένα», ροζιασμένα χέρια. Πίστευα ότι είχε μπει για να ζητήσει οικονομική βοήθεια και είχα άγχος για τη στιγμή που ένας καλοντυμένος υπάλληλος θα την οδηγούσε, όχι και πολύ ευγενικά, στην έξοδο. Μέχρι που η κυρία έφτασε στο ταμείο, έβγαλε από ένα πάνινο σακούλι «τούβλα» από χαρτονομίσματα, πλήρωσε και αποχώρησε με έξι εφτά σακούλες.

Εχω την εντύπωση ότι, μετά τη Μεταπολίτευση, υπογράφηκε ένα ιδιότυπο, σιωπηρό κοινωνικό συμβόλαιο – καμία σχέση με αυτό του Ζαν Ζακ Ρουσό. Σαν να είπαν οι πολιτικοί στους πολίτες «Εμείς θα κάνουμε τα στραβά μάτια και θα σας αφήνουμε να κάνετε ό,τι θέλετε, να κτίζετε αυθαίρετα, να κλέβετε την Εφορία, να εισπράττετε επιχορηγήσεις που δεν δικαιούστε. Αλλά και εμείς θα κάνουμε ό,τι θέλουμε κι εσείς θα προσποιείστε ότι δεν μας βλέπετε. Κι έτσι κανείς δεν θα ενοχλεί κανέναν». Ε, αυτό ακριβώς το συμβόλαιο πρέπει να σπάσει.

Πολιτισμένοι φτωχοί, απολίτιστοι πλούσιοι

Δεν ξέρω αν είναι μόνο μη προοπτική του εύκολου πολιτισμού που κάνει τους ανθρώπους επιρρεπείς σε τέτοιες λαμογιές ή ένα σύνδρομο παραγοντισμού σε μια χώρα που, για να κάνεις το οτιδήποτε, πρέπει να έχεις κάποιο μέσον. Ξέρω όμως πολύ καλά αυτό που έλεγε ο Μένης Κουμανταρέας στην αρχή ακόμη της οικονομικής κρίσης. Οτι οι Ελληνες, ακόμη και μέχρι τη δεκαετία του 1970 ήμασταν ένας φτωχός λαός. Μέσα στα τόσα χρόνια ανέχειας, ωστόσο, είχαμε καλλιεργήσει τον πολιτισμό της φτώχειας. Και ήμασταν αξιοπρεπέστατοι φτωχοί. Μετά άρχισαν να παρουσιάζονται αυτές και άλλες ευκαιρίες εύκολου και γρήγορου πλουτισμού. Κι έτσι, αρχίσαμε να πλουτίζουμε με ταχείς ρυθμούς, τόσο ταχείς που δεν προλάβαμε να αναπτύξουμε τον ανάλογο πολιτισμό του πλούτου. Γι’ αυτό και από αξιοπρεπείς φτωχοί, γίναμε αναξιοπρεπείς πλούσιοι.

Διότι άλλο ο πλούτος που αποκτάται ακόμη και από σκληρές επιχειρηματικές κινήσεις και άλλο αυτός που προκύπτει εισπράττοντας χρήματα που δεν δικαιούσαι. Ανάμεσά τους στέκει η φτήνια του εκμαυλισμού.