
Τρεις γεωπολιτικές αλλαγές επηρεάζουν την εθνική μας ασφάλεια. Πρώτον, βιώνουμε την αποδόμηση της «μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων» και την αποδυνάμωση των διεθνών κανόνων και θεσμών που τη χαρακτήριζαν. Δεύτερον, βιώνουμε μια «μετατόπιση ισχύος» από τη Δύση στην Ανατολή και την έναρξη ενός νέου Ψυχρού Πολέμου. Τρίτον, υπάρχει μια «διάχυση ισχύος» σε μεσαίου βεληνεκούς δυνάμεις, όπως η Ρωσία, η Ινδία, η Τουρκία, που έχουν κατορθώσει να κινούνται αυτόνομα και να δημιουργούν «σφαίρες επιρροής» στην περιφέρειά τους.
Αυτές οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις επηρεάζουν αρνητικά όλα τα μέτωπα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: το ανατολικό μέτωπο (σχέσεις με Τουρκία), το νότιο (παρουσία μας στην Ανατολική Μεσόγειο), το βόρειο (Ρωσία, Βαλκάνια) και το δυτικό (σχέσεις με ΕΕ). Οι γεωπολιτικές αυτές ανακατατάξεις έχουν βρει απροετοίμαστο το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών που παρακολουθεί με αμηχανία και παθητικότητα τις εξελίξεις.
Η κατάρρευση της «μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων»
Η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει ως προμετωπίδα της τον σεβασμό στους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Δυστυχώς, οι κανόνες αυτοί όπως και η «διεθνής τάξη πραγμάτων» της μεταπολεμικής περιόδου έχουν απαξιωθεί. Το απαραβίαστο των συνόρων, η αρχή της κρατικής κυριαρχίας, η αρχή της αυτοδιάθεσης και η μη εμπλοκή στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών αμφισβητούνται απροσχημάτιστα. Οταν τα τρία από τα πέντε μόνιμα μέλη στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ συμπεριφέρονται αναθεωρητικά (ΗΠΑ εναντίον Καναδά, Παναμά και Γροιλανδίας, Ρωσία εναντίον Ουκρανίας και Κίνα εναντίον των γειτόνων της στη Νότια Σινική Θάλασσα), γιατί να μην τα αντιγράψει η Τουρκία;
Η κατάρρευση της «μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων» κάθε άλλο παρά ευνοϊκή είναι για την Ελλάδα, μια χώρα – υποστηρίκτρια του status quo, για την οποία η συστηματική εφαρμογή του διεθνούς δικαίου αποτελεί ουσιώδες συμφέρον. Τη στιγμή που δεν υπάρχει μηχανισμός επιβολής του διεθνούς δικαίου, το να βασίζει κανείς την εξωτερική του πολιτική με τόση εμμονή στο διεθνές δίκαιο οδηγεί σε αδιέξοδα. Η Αθήνα άλλωστε βιώνει τους περιορισμούς του διεθνούς δικαίου, αφού το δικαίωμά της να επεκτείνει σε 12 μίλια τα χωρικά της ύδατα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο προσκρούει στην ισχύ των τουρκικών κανονιοφόρων.
Ο νέος Ψυχρός Πόλεμος
Η άνοδος της κινεζικής ισχύος αναγκάζει τις ΗΠΑ να επικεντρωθούν στην Ασία και να απαγκιστρωθούν από τις δεσμεύσεις τους στην Ευρώπη. Αυτό αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για την Ελλάδα, η οποία τα τελευταία χρόνια είχε επενδύσει στην εμβάθυνση των διμερών αμυντικών δεσμών της με τις ΗΠΑ. Αυτή η σχέση είχε συμβάλει στην ποιοτική ενίσχυση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων ως εργαλείο αποτροπής της αναθεωρητικής Τουρκίας.
Η αύξηση του γεωπολιτικού εκτοπίσματος της Τουρκίας
Η Τουρκία έχει κατοχυρώσει ένα αξιοζήλευτο καθεστώς στρατηγικής αυτονομίας που της επιτρέπει να διατηρεί ταυτόχρονα καλές σχέσεις με ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσία και Κίνα. Ετσι, ενώ είναι μέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας, διατηρεί στενές ενεργειακές σχέσεις με τη Ρωσία και οικονομικές σχέσεις με την Κίνα. Φιλοδοξία της Τουρκίας είναι η δημιουργία μιας σφαίρας επιρροής που ξεκινάει από τα Βαλκάνια και φτάνει στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι επιδιώκει τον γεωπολιτικό έλεγχο της «ενδιάμεσης περιοχής» μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η γεωπολιτική αυτή επιδίωξη συμπίπτει με δυτικά συμφέροντα στον βαθμό που αύξηση της τουρκικής γεωπολιτικής επιρροής στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία υποσκάπτει την εκεί ρωσική επιρροή, ενώ στη Μέση Ανατολή υποσκάπτει την ιρανική επιρροή. Η περίπτωση της Συρίας είναι χαρακτηριστική. Για να τερματιστεί η επιρροή του Ιράν στη Συρία προκρίθηκε ο έλεγχος της Δαμασκού από μια τρομοκρατική ομάδα προσκείμενη στην Τουρκία. Αυτό διευκόλυνε την πρόσφατη ισραηλινή και αμερικανική επίθεση κατά του Ιράν. Η αύξηση του τουρκικού γεωπολιτικού εκτοπίσματος επηρεάζει βέβαια αρνητικά τα ελληνικά συμφέροντα.
Το ανατολικό μέτωπο
Οι επιδιώξεις της Αγκυρας κατά της Ελλάδας έχουν κλιμακωθεί την τελευταία πεντηκονταετία. Η Τουρκία επιδιώκει πλέον τον έλεγχο στο μισό Αιγαίο και καθεστώς συναπόφασης στη Θράκη: αμφισβητεί ανοικτά τον εδαφικό διακανονισμό της Συνθήκης της Λωζάννης, θέτοντας θέματα κυριαρχίας νήσων και βραχονησίδων ανατολικά του 25ου μεσημβρινού, καθώς και δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτή την κυριαρχία (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ).
Η αύξηση του τουρκικού αναθεωρητισμού σχετίζεται με την ευνοϊκή για την Τουρκία αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων. Καταλύτης ήταν η οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας τη δεκαετία της κρίσης 2009-2018. Τότε η χώρα έχασε περίπου το 30% του ΑΕΠ, δηλαδή περισσότερο από όσο έχασε η Μεγάλη Βρετανία στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό ΑΕΠ θα χρειαστεί μία ακόμη δεκαετία ανάπτυξης για να επανέλθει στα επίπεδα του 2008, τότε δηλαδή που ξεκίνησε η οικονομική κρίση. Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο η τουρκική ισχύς άρχισε να απογειώνεται.
Σήμερα το τουρκικό ΑΕΠ είναι τετραπλάσιο του ελληνικού (και με όρους αγοραστικής δύναμης οκταπλάσιο). Το ελληνικό ΑΕΠ βασίζεται κυρίως σε υπηρεσίες, ενώ η Τουρκία έχει αναπτύξει βαριά βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένης της αμυντικής βιομηχανίας. Ολα τα ανωτέρω σε συνδυασμό με την επένδυση σε ένα φιλόδοξο εξοπλιστικό πρόγραμμα έχουν συμβάλει στην αλλαγή του διμερούς στρατιωτικού συσχετισμού δυνάμεων υπέρ της Τουρκίας.
Η Αθήνα παρακολουθεί αμήχανα αυτές τις αλλαγές προσπαθώντας με «συναντήσεις κορυφής» να χαμηλώσει τον «γεωπολιτικό πυρετό». Παρά τις προσδοκίες που κατά καιρούς δημιουργούνται, η προσπάθεια για επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών σκοντάφτει διαρκώς στην τουρκική αδιαλλαξία. Η Αγκυρα αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως χώρα μειωμένης κυριαρχίας, εμποδίζοντάς τη με την απειλή πολέμου να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα (βλ. εκμετάλλευση υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, πόντιση ενεργειακών καλωδίων, δημιουργία αιολικών πάρκων). Η Αγκυρα εμποδίζει με κάθε τρόπο την Ελλάδα να αξιοποιήσει τον υποθαλάσσιο πλούτο της ο οποίος ξεπερνά κατά πολύ το σημερινό ΑΕΠ.
Ετσι εξηγείται γιατί οι διαπραγματεύσεις οδηγούνται πάντα σε αδιέξοδο. Η Τουρκία δεν έχει κανένα κίνητρο να βρεθεί λύση, όσες υποχωρήσεις και να κάνει η Ελλάδα.
Το νότιο μέτωπο
Τα τελευταία χρόνια οι νεοοθωμανικές φιλοδοξίες της Τουρκίας δημιούργησαν κάποιες ευνοϊκές προϋποθέσεις που η ελληνική διπλωματία προσπάθησε να εκμεταλλευτεί. Αυτό έγινε φανερό με την ανάπτυξη ενός ευρέος πλέγματος σχέσεων με σημαντικές χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και της ευρύτερης περιοχής, όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Περισσότερο από την όποια ύπαρξη κοινών οικονομικών και ενεργειακών συμφερόντων, συνδετικό δεσμό με τις χώρες αυτές αποτέλεσε η επιθετικότητα της Τουρκίας. Με άλλα λόγια, αυτές οι λεγόμενες «τριγωνικές σχέσεις» στηρίζονταν στη λογική της αντισυσπείρωσης. Η λογική αυτή, όμως, αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων συγκυριακή.
Το Ισραήλ μετά την επίθεση της Χαμάς (7 Οκτωβρίου 2023) έχει επικεντρωθεί στην αποδυνάμωση του Ιράν και των συμμάχων του και το τελευταίο πράγμα που θα επιθυμούσε είναι να προσθέσει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία. Η επιχειρούμενη αποδυνάμωση του Ιράν ευνοεί και την Τουρκία και έτσι το Ισραήλ, με την παρότρυνση της Ουάσιγκτον, είναι αναγκασμένο να αναζητήσει ένα modus vivendi μαζί της.
Η Αίγυπτος έχει βγει αποδυναμωμένη από τις ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική και έχει στρέψει την προσοχή της στην εμπέδωση της απειλούμενης εσωτερικής σταθερότητας. Οι σχέσεις της Αθήνας με το Κάιρο δοκιμάζονται με αφορμή ένα δευτερεύον ζήτημα, την αμφισβήτηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Μονής Σινά, και κυρίως την προσέγγιση που επιχειρεί η Αίγυπτος με την Τουρκία. Τέλος, έχουν εξομαλυνθεί πλήρως οι σχέσεις της Τουρκίας με τα ΗΑΕ και τη Σαουδική Αραβία. Συνεπώς, η ελληνική προσπάθεια για δημιουργία περιφερειακών συμμαχιών έχει κλείσει ανεπιτυχώς τον κύκλο της.
Ανοικτή πληγή παραμένει έπειτα από πενήντα χρόνια το Κυπριακό. Η τουρκική κατοχή του βόρειου τμήματος έχει παγιωθεί, ενώ όλες οι προσπάθειες επίλυσης σκοντάφτουν στην αδιαλλαξία της Αγκυρας. Οι τουρκικές επιδιώξεις είναι εμφανείς: πρώτο στάδιο η διχοτόμηση, δεύτερο η δορυφοροποίηση του ελεύθερου τμήματος και τρίτο η ολοκληρωτική κατάληψη του νησιού, όταν δημιουργηθεί η κατάλληλη συγκυρία.
Το πρόσφατο γεωπολιτικό επεκτατικό αφήγημα περί «Γαλάζιας Πατρίδας», με το οποίο η Τουρκία διεκδικεί 462.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα γύρω από τη Μικρά Ασία, δείχνει χωρίς προσχήματα πώς οι τουρκικοί στόχοι στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο αποσκοπούν στον γεωπολιτικό ευνουχισμό της Ελλάδας και της Κύπρου, ως μέσο για να αυξηθεί το γεωπολιτικό εκτόπισμα της Τουρκίας.
Ειδική αναφορά αξίζει να γίνει στην προσπάθεια εφαρμογής του λεγόμενου δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» μέσω του τουρκολιβυκού μνημονίου σχετικά με την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών δικαιοδοσίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Αθήνα ορθά το θεωρεί ανυπόστατο, αυτό όμως δεν το εμποδίζει να παράγει αποτέλεσμα μέσω της «διπλωματίας των κανονιοφόρων», όπως φάνηκε στην περίπτωση της Κάσου σχετικά με την πόντιση καλωδίου ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ. Η Λιβύη, μια αδύναμη και εύθραυστη χώρα, μέσω της προστασίας που της προσφέρει η Τουρκία, επιχειρεί να επιβάλει τετελεσμένα κατά της Ελλάδας.
Το βόρειο μέτωπο
Ατελέσφορη αποδείχθηκε η ελληνική εξωτερική πολιτική στην επί μία τριακονταετία αντιπαράθεση με την τέως Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας με αντικείμενο το όνομα της χώρας αυτής.
Η στρατηγική αστάθεια στα βόρεια σύνορά μας πηγάζει από τους ιστορικούς βαλκανικούς αλυτρωτισμούς και κυρίως από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο πόλεμος αυτός επηρεάζει αρνητικά τα ελληνικά συμφέροντα, όχι μόνο λόγω των επαχθών ενεργειακών και οικονομικών του επιπτώσεων, αλλά και εξαιτίας του τεράστιου ρήγματος που έχει ανοίξει στις σχέσεις μας με τη Ρωσία, που φοβάμαι θα πάρει πολλές δεκαετίες για να κλείσει.
Το δυτικό μέτωπο
Η υπό εξέλιξη αμερικανική απαγκίστρωση από την Ευρώπη σε συνδυασμό με την κλιμακούμενη ρωσική απειλή δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής συνεργασίας στον τομέα της άμυνας (βλ. σχέδιο ReArm Europe / SAFE). Η Ιστορία, πάντως, έχει δείξει ότι τα όποια βήματα προς αυτή την κατεύθυνση γίνονται με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς για να έχουν θετικές επιπτώσεις στα ελληνικά συμφέροντα.
Ο Αθανάσιος Πλατιάς είναι ομότιμος καθηγητής Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και πρόεδρος του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων