Είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στον καύσωνα;

Τα τελευταία χρόνια, το «καλοκαιράκι» μάς δείχνει το σκληρό του πρόσωπο, στο οποίο καθρεφτίζεται η κλιματική αλλαγή και που έχει κύριο χαρακτηριστικό τα αλλεπάλληλα και σφοδρότατα κύματα καύσωνα. Μάλιστα, το περσινό καλοκαίρι καταγράφηκε ως το θερμότερο στην παγκόσμια ιστορία, ενώ στη χώρα μας ήταν το θερμότερο από το 1960, σύμφωνα με την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία – με το φετινό να απειλεί ήδη να το… εκθρονίσει.

Πόσο οχυρωμένοι είμαστε, όμως, απέναντι στον «εχθρό»; Διαθέτουμε όλοι επαρκή και αποτελεσματικά «όπλα» αντιμετώπισής του; Μήπως η «ενεργειακή φτώχεια», δηλαδή η αδυναμία πρόσβασης σε πηγές δροσισμού, εγκαθιστά τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία αυτού που αποκαλούμε «κλιματική ανισότητα»;

Η έρευνα των «ΝΕΩΝ» επιχειρεί να σκιαγραφήσει τη γενικότερη εικόνα και να δώσει κάποιες απαντήσεις. Το πρώτο δε που προκαλεί εντύπωση είναι ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (απογραφή 2021), το 41% των κατοικιών στην Ελλάδα δεν διαθέτει σύστημα ψύξης. «Η εκτεταμένη χρήση κλιματιστικών σε θερμά κλίματα, όπως το ελληνικό, ευθύνεται για έως και 60% της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη θερινή περίοδο, ιδίως σε αστικά κέντρα», αναφέρει, μεταξύ άλλων, έκθεση του 2025 εκ μέρους του ελληνικού γραφείου της Greenpeace.

Με δεδομένη την παγίωση αυτής της συνθήκης, όπως επισημαίνει η οργάνωση (στηριζόμενη και σε στοιχεία της ΤτΕ), υπολογίζεται ότι η ζήτηση ηλεκτρικού ρεύματος για κλιματισμό προβλέπεται να αυξηθεί έως και 83% την περίοδο 2041-2050 σε σχέση με τα επίπεδα του 2011, ενώ στα τέλη του αιώνα οι προβλέψεις δείχνουν αυξήσεις μέχρι και 248%. Μοιραία, λοιπόν, η αυξημένη ζήτηση ενέργειας συνεπάγεται και εκτόξευση της τιμής της. Ομως, οι «τσουχτεροί» λογαριασμοί ρεύματος αποτελούν μία μόνο από τις όψεις ενός σύνθετου φαινομένου που ευθύνεται για τη «θερινή ενεργειακή φτώχεια».

Καλοκαίρια και χειμώνες…

Οπως λέει η Φερενίκη Βαταβάλη, δρ αρχιτέκτων – πολεοδόμος και ερευνήτρια στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), το σύνθετο αυτό πρόβλημα «είναι αποτέλεσμα συνδυασμού παραγόντων, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουμε την αύξηση της διάρκειας, της συχνότητας και της έντασης των επεισοδίων καύσωνα, την εκτόξευση στις τιμές της ενέργειας (κυρίως λόγω του χρηματιστηρίου ενέργειας), τη χαμηλή ενεργειακή απόδοση των σπιτιών και τη δομή πόλεων και οικισμών». Σπεύδει δε να επισημάνει πως «από τα ευρήματα ερευνών προκύπτει ότι όσοι πλήττονται από τη θερινή ενεργειακή φτώχεια συχνά αντιμετωπίζουν προβλήματα με την ενέργεια και τον χειμώνα, κάτι που υποδηλώνει τις κοινές ρίζες των προβλημάτων, και συγκεκριμένα τον κομβικό ρόλο που παίζουν οι υψηλές τιμές της ενέργειας, η κακή οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και η χαμηλή ενεργειακή απόδοση των κατοικιών».

«Πολλές οικογένειες δεν έχουν καν κλιματιστικό και άλλες περιορίζονται μόνο σε ανεμιστήρες. Ακόμη όμως και αν υπάρχει η δυνατότητα να δροσιστεί κανείς, ο φόβος του υψηλού λογαριασμού ρεύματος οδηγεί πολλές οικογένειες στο να αποφεύγουν τη χρήση – με αποτέλεσμα να εκτίθενται σε θερμοκρασίες που είναι επικίνδυνες για την υγεία τους, ιδιαίτερα όταν αυτή είναι ήδη επιβαρυμένη», αναφέρει η Μαντώ Μπαμπούλα, υπεύθυνη επικοινωνίας του Ελληνικού Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας. Από μεριάς της, η Φ. Βαταβάλη, επικαλούμενη στοιχεία από πανελλαδική έρευνα που πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 2025 με συντονιστή το ΕΚΚΕ, στο πλαίσιο του έργου JustReDi, μας ενημερώνει πως «το 34% του δείγματος αναφέρει ότι έχει ανεχτεί τη ζέστη για να κρατήσει χαμηλά τα έξοδα του νοικοκυριού».

«Επίσης», προσθέτει, «από τα στοιχεία της έρευνας συνάγεται ότι τα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα και οι ευάλωτες ομάδες είναι περισσότερο εκτεθειμένα στη θερινή ενεργειακή φτώχεια: το 78% του δείγματος που αναγκάζεται να ζει στη ζέστη έχει χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, το 47% είναι άνεργο ή οικονομικά μη ενεργό, το 95% τα βγάζει πέρα με δυσκολία με το μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα και το 56% είναι γυναίκες». Σύμφωνα με τη Μ. Μπαμπούλα, αθώα θύματα της ζέστης είναι και τα παιδιά.

Τι λένε οι πληττόμενοι

Στην «Εκθεση των Ανθρώπων που Βιώνουν Φτώχεια στην Ελλάδα» για το 2024, εμπεριέχονται μαρτυρίες ορισμένων από εκείνους που βιώνουν έντονα την ενεργειακή αποστέρηση. «Είναι παλιό κτίσμα, δεν έχει αλουμίνια και ούτε έχουμε τη δυνατότητα να μπούμε σε κάποιο πρόγραμμα (…) Φανταστείτε το βράδυ ο μικρός σηκώνεται και βγάζει από την πρίζα το υγρό για τα κουνούπια, του λέω, βρε καλέ μου, θα σε τσιμπήσουν… Οταν όμως σε βλέπουν να τρελαίνεσαι που έρχεται ο λογαριασμός και ακούν συνέχεια ρεύμα, ρεύμα, ρεύμα…», εξομολογείται συμμετέχουσα στην έρευνα. «Είμαι 67 χρονών με διαβήτη και μένω σε ένα σπίτι που μου έχουν παραχωρήσει, να ‘ναι καλά η γιαγιά που με άφησε εκεί που είναι… Ζω, όμως, χωρίς ρεύμα χειμώνα – καλοκαίρι», λέει με τη σειρά του ο Μ.Γ. Τέλος, αίσθηση προκαλεί το βίωμα νεαρού καρκινοπαθούς που ζει σε μικρό διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας, με μόνη πηγή δροσιάς έναν ανεμιστήρα. «Τον χρησιμοποιείς;», ρωτάμε. «Οχι, γιατί πώς θα πληρώσω τον λογαριασμό μετά;».

Το πρόβλημα της θερινής ενεργειακής φτώχειας απαντάται κυρίως στον αστικό χώρο. «Το 65% του δείγματος της έρευνας που ανέχεται τη ζέστη κατοικεί σε πόλεις. Μάλιστα, η Αττική συγκεντρώνει περίπου το 43% του πληθυσμού της χώρας που αναγκάζεται να ανεχτεί τη ζέστη», δηλώνει η Φερενίκη Βαταβάλη, αν και, όπως προκύπτει από την πανελλαδική έρευνα, η περιφέρεια πλήττεται επίσης σημαντικά. «To 56% του δείγματος στις Περιφέρειες Ιονίων Νήσων και Νότιου Αιγαίου ανέχεται τη ζέστη για οικονομικούς λόγους, ενώ το ίδιο συμβαίνει σε ποσοστό 47% και στις Περιφέρειες Στερεάς Ελλάδας, Δυτικής Ελλάδας και Βόρειου Αιγαίου».

Τελικά, είμαστε όλοι «ίσοι» απέναντι στον καύσωνα; «Η δροσιά δεν πρέπει να είναι πολυτέλεια για λίγους – είναι βασική ανάγκη για όλους. Χρειάζεται να αναγνωρίσουμε την καλοκαιρινή ενεργειακή φτώχεια ως ζήτημα κοινωνικής ανισότητας και δημόσιας υγείας», τονίζει η Μαντώ Μπαμπούλα. Σύμφωνα με τη Φερενίκη Βαταβάλη, «τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα μπορούν να πληρώσουν τους φουσκωμένους λογαριασμούς, να εγκαταστήσουν αποδοτικά συστήματα κλιματισμού, να αναβαθμίσουν ενεργειακά τα σπίτια τους ή να καταφύγουν σε πιο δροσερές τοποθεσίες και ταυτόχρονα να ζουν σε περιοχές με περισσότερο πράσινο ή κοντά στις ακτές».

Ταξική… θερμοπληξία

Στον αντίποδα, ο Νίκος Κουραχάνης, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με γνωστικό αντικείμενο την Κοινωνική Πολιτική και Στέγαση, προσδίδει στην ενεργειακή αποστέρηση έντονο ταξικό υπόβαθρο. «Οι ακραία φτωχοί πληθυσμοί, εγκλωβισμένοι σε επισφαλείς και υποβαθμισμένες κατοικίες, χωρίς μόνωση ή κλιματιστικά, βιώνουν τις καλοκαιρινές θερμοκρασίες ως υπαρξιακή απειλή», τονίζει, συμπληρώνοντας πως η ενεργειακή κρίση «πλήττει πρωτίστως τα υποτελή στρώματα που κατοικούν σε γεωγραφικά, κοινωνικά και στεγαστικά περιθωριοποιημένους χώρους». Για τον Ν. Κουραχάνη, «η επισφάλεια στη στέγαση ενισχύει τον ενεργειακό αποκλεισμό. Ετσι, η ενεργειακή φτώχεια λειτουργεί ως μηχανισμός αναπαραγωγής της κοινωνικής ανισότητας: εντείνει τις ανισότητες στην υγεία, τη δυσμενή διαβίωση στην καθημερινότητα και διαβρώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».

Στα παραπάνω συντείνουν τα στοιχεία που φέρνει στο φως η έρευνα: «Το 60% όσων δηλώνουν αδυναμία ικανοποιητικού δροσισμού ή/και θέρμανσης στο σπίτι θεωρεί ότι αυτό επηρεάζει τις κοινωνικές συναναστροφές του, το 35% θεωρεί ότι αυτό επηρεάζει την ποιότητα ζωής του, ενώ σημαντικές είναι οι επιπτώσεις στην παραγωγικότητα όσων δουλεύουν από το σπίτι και στις αποδόσεις όσων μελών του νοικοκυριού μελετούν στο σπίτι».