
Σχεδόν κανείς από όσους κοντοστέκονταν πλάι στην ορχήστρα το βράδυ της περασμένης Παρασκευής δεν είχε παρατηρήσει την ανθρώπινη φιγούρα – σκεπασμένη με φύλλα –, που είχε ξεβράσει η θάλασσα έπειτα από 17 ημέρες πάλης με τα κύματα, να κείται κάτω από μια ελιά. Οι περισσότεροι περιεργάζονταν τις πέντε μικρές «λιμνούλες» όπου το νερό έμοιαζε να τρεμοπαίζει και τις καλαμιές που είχαν σχεδόν ενσωματωθεί στο τοπίο, δημιουργώντας ένα σκηνικό (Γιώργος Σαπουντζής), σαν εκείνο όπου ο Ομηρος τοποθέτησε τη Ναυσικά και τις ακόλουθές της στη ραψωδία ζ της «Οδύσσειας».
Κι ήταν λίγο μετά τις 21.10 όταν από τους τελευταίους θεατές (συνολικά 11.000 και στις δύο παραστάσεις) πήρε τη θέση του ο σκηνοθέτης (και επόμενος καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου) Μιχαήλ Μαρμαρινός. Στην ορχήστρα πέντε κορίτσια με κορδέλες δίπλωναν και ξεδίπλωναν με αυστηρά χορογραφημένες κινήσεις ένα πανί, ενώ μια λευκή οθόνη 9 μέτρων είχε ρόλο «αφηγητή»: περιέγραφε πώς η Ναυσικά (Κλέλια Ανδριολάτου) με τις φίλες της παρακινήθηκαν από την Αθηνά να πλύνουν τα ρούχα τους ώστε να συναντηθούν με τον ξένο. Οι πρώτοι ήχοι από τη σύνθεση του Αντη Σκορδή που θα αναδείκνυε τη δράση ενισχύοντας τη διασύνδεση του υπερβατικού με το επίκαιρο στοιχείο του μύθου (ερμηνεύτηκε από τις τρεις τσελίστριες, δύο επί σκηνής και μία στο κοίλο) σκορπίστηκαν στον αέρα. Και τα κορίτσια άρχισαν να παίζουν πετώντας πορτοκαλί μπαλόνια στον αέρα, όπου η μελωδία έπλαθε μια εικόνα σαν να έχει ξεγλιστρήσει από κινηματογραφική παραγωγή με εικαστικό χαρακτήρα.
«Εγκλωβισμένη» τραγωδία
Με αργές κινήσεις, όπως θα ταίριαζαν σε έναν εξαντλημένο ναυαγό, ο Οδυσσέας (Χάρης Φραγκούλης) σύρθηκε, έψαξε τον βηματισμό του, έκρυψε τη γύμνια του και ικέτευσε για βοήθεια. Κι από τα πρώτα λόγια (στη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη) ήταν ξεκάθαρο – ακόμη και από το μέτρο και την εκφορά του λόγου – πως μέσα από τις τρεις ραψωδίες που είχαν αρχίσει να εκτυλίσσονται στη θεατρική – με έντονα πειραματικά στοιχεία – συμπαραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου θα αναδυόταν μια τραγωδία που δεν έχει ωστόσο καταγραφεί ως τέτοια καθώς βρίσκεται εγκλωβισμένη στους στίχους του έπους.
Ο Οδυσσέας έφτασε στο ανάκτορο – σκηνογραφικά σκιαγραφούνταν από ένα σύστημα τριών σωλήνων που φωτίζονταν και έβγαζαν καπνό – για να συναντήσει την αεικίνητη βασίλισσα Αρήτη (Ελενα Τοπαλίδου). Το κόκκινο νήμα που τυλιγόταν στα χέρια και τον κορμό της μαρτυρούσε τις υφαντικές της ικανότητες, αλλά και την τύχη του ξένου που κρατούσε στα χέρια της. Κι όταν ο Αλκίνοος (Χρήστος Παπαδημητρίου) τού υποσχέθηκε να τον βοηθήσει να επιστρέψει στην πατρίδα του, ο Οδυσσέας επέλεξε να διαφύγει του καίριου ερωτήματος «Ποιος είσαι;». Και με μια γεμάτη χιούμορ και ρεαλισμό παραδοχή έθεσε ως προτεραιότητα την ανάγκη του να κορέσει την πείνα του και εν συνεχεία να κοιμηθεί, σε μια σκηνή που ξεπέρασε τα τρία λεπτά με φευγαλέα δράση πίσω από την ορχήστρα.
Τα νέα ότι βρισκόταν στο παλάτι άρχισαν να διαδίδονται στο κοίλο με τον Χορό να πλησιάζει τους θεατές και να τους ψιθυρίζει την είδηση, ενώ στην ορχήστρα ο τυφλός αοιδός Δημόδοκος (η μέτζο σοπράνο με προβλήματα όρασης Λένια Ζαφειροπούλου) έψαλλε με οπερατικούς όρους (και κάποιους υπερβολικούς λαρυγγισμούς) τα συμβάντα γύρω από τα τείχη της Τροίας και ένα μεγάλο τραπέζι είχε στηθεί προς τιμήν του ξένου. Εκείνος απόμακρος άκουγε χωρίς να συμμετέχει στη γιορτή, ούτε στους αγώνες προς τιμήν του. Μόνο η πρόκληση εις βάρος του κέντρισε τον εγωισμό του και τον πίεσε να δώσει δείγμα των ικανοτήτων του. Αφού νίκησε στη δισκοβολία, άκουσε την παραστατικά αποδοσμένη παράνομη και κωμική ερωτική περιπέτεια του Αρη με την Αφροδίτη (από τις στιγμές που προκάλεσαν περιορισμένες αντιδράσεις από τους θεατές) κι έλαβε δώρα – από πίνακες κι αρώματα έως βεντάλιες και κοσμήματα –, ζήτησε από τον αοιδό να εξιστορήσει τον δούρειο ίππο. Και μην αντέχοντας πλέον τη συγκίνηση, σε έναν συγκλονιστικό μονόλογο, ο Χάρης Φραγκούλης περιέγραψε στιγμή προς στιγμή την άλωση της Τροίας μέσα από το εμβόλιμο κείμενο του Κόιντου Σμυρναίου (μτφ. Γιάννη Δούκα). Ξέπνοος πλέον κάθισε στην περιφέρεια της ορχήστρας, με τον Αλκίνοο να αναγνωρίζει τον «θεϊκό Οδυσσέα».
Τα φώτα έσβησαν 130 λεπτά μετά την έναρξη, με τους πρωταγωνιστές γύρω από το τραπέζι να υποκλίνονται χωρίς να μετακινηθούν, δημιουργώντας αμφιβολία στους θεατές (μεταξύ αυτών ο υφυπουργός Πολιτισμού Ιάσων Φωτήλας και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης) αν είχε ολοκληρωθεί η παράσταση. Για τα επόμενα 35 λεπτά, έως ότου αδειάσει το κοίλο και ενώ εισέπρατταν το θερμό χειροκρότημα του κοινού, έμειναν να τρώνε στο τραπέζι – αγαπημένο στοιχείο του σκηνοθετικού λεξιλογίου του Μ. Μαρμαρινού.