
Η ανατροφή ενός παιδιού στην Ελλάδα αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες οικονομικές προκλήσεις για τα νοικοκυριά, καθώς το κόστος του πρώτου παιδιού αντιστοιχεί στο 39% του κόστους ζωής ενός ενήλικα. Η Ελλάδα κατατάσσεται σταθερά ανάμεσα στις πιο «ακριβές» χώρες της Ευρώπης όσον αφορά την ανατροφή παιδιών, ξεπερνώντας ή βρίσκοντας κοντά σε σχετική επιβάρυνση ακόμη και κράτη με υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα. Ενδεικτικά:
n Στην Ισπανία, η δαπάνη για το πρώτο παιδί ανέρχεται σε 39%
n Στη Γαλλία περιορίζεται σε 43%
n Στη Σουηδία φτάνει μόλις το 33%
Οι διαφορές αυτές δεν αποδίδονται αποκλειστικά στο κόστος ζωής, αλλά και στο κράτος πρόνοιας κάθε χώρας. Σε κράτη με ανεπτυγμένα συστήματα κοινωνικής πολιτικής, οι δαπάνες των γονέων απορροφώνται εν μέρει ή πλήρως από δημόσιες παροχές.
Εκτός από τα αντικειμενικά στατιστικά, η έρευνα EU-SILC καταγράφει και το πώς αντιλαμβάνονται οι ίδιοι οι γονείς το οικονομικό βάρος. Στην Ελλάδα, η «αντιληπτή» πίεση για το πρώτο παιδί φτάνει το 41% – δηλαδή υψηλότερη και από το πραγματικό κόστος. Αυτό αποτυπώνει την αίσθηση δυσκολίας που βιώνουν τα νοικοκυριά, ιδίως όταν το εισόδημα δεν επαρκεί να καλύψει τις ανελαστικές ανάγκες.
Ακόμη μεγαλύτερη πίεση βιώνουν οι μονογονεϊκές οικογένειες, στις οποίες η «αντιληπτή» οικονομική επιβάρυνση εκτοξεύεται στο 64%, παρότι το πραγματικό κόστος υπολογίζεται στο 30%. Πρόκειται για χάσμα που αντανακλά:
n απώλειες εισοδήματος λόγω μειωμένης απασχόλησης
n αυξημένες απαιτήσεις χρόνου και φροντίδας
n έλλειψη θεσμικής και συγγενικής στήριξης
n ανισότητες στις φοροελαφρύνσεις ή στα επιδόματα
Οι δαπάνες που βαρύνουν τις οικογένειες με παιδιά στην Ελλάδα είναι ποικίλες και συχνά συγκαλυμμένες. Μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν:
n Παιδικοί και βρεφονηπιακοί σταθμοί (όπου οι δημόσιοι δεν επαρκούν)
n Φροντιστήρια και ξένες γλώσσες
n Ιδιωτική ιατρική φροντίδα, λόγω δυσλειτουργιών στο ΕΣΥ
n Μεγαλύτερες κατοικίες και αυξημένα έξοδα στέγασης
n Μετακινήσεις για σχολείο, δραστηριότητες και φροντίδα
n Ενδυση, υπόδηση, διατροφή και εξοπλισμός για βρέφη και παιδιά
n Ψυχολογική και μαθησιακή υποστήριξη
Σε πολλές περιπτώσεις, οι ελληνικές οικογένειες καλύπτουν πλήρως αυτές τις ανάγκες από δικούς τους πόρους, καθώς οι κρατικές παροχές είτε υπολείπονται είτε είναι αποσπασματικές. Οι δημόσιοι βρεφονηπιακοί σταθμοί δεν καλύπτουν την καθολική ζήτηση, ενώ η σχολική εκπαίδευση δεν επαρκεί χωρίς εξωσχολική ενίσχυση.
Το αποτέλεσμα είναι ότι, παρά το υψηλό ποσοστό επιβάρυνσης, το κοινωνικό κράτος δεν λειτουργεί ως αντίβαρο. Αυτό δημιουργεί αθέατες κοινωνικές ανισότητες: οι οικογένειες με υψηλότερο εισόδημα αντιμετωπίζουν μικρότερες επιπτώσεις, ενώ για τα χαμηλά και μεσαία στρώματα η γονεϊκότητα μετατρέπεται σε δημοσιονομικό βάρος.
Η εμπειρία άλλων χωρών υποδεικνύει λύσεις. Η Γαλλία, για παράδειγμα, παρέχει κλιμακωτά επιδόματα και πλήρη υποστήριξη με βρεφικούς σταθμούς και σχολικά γεύματα. Η Γερμανία προσφέρει υψηλά αφορολόγητα όρια για οικογένειες με παιδιά, ενώ στη Σουηδία η προσχολική αγωγή είναι σχεδόν καθολικά δημόσια και δωρεάν.
Το ελληνικό σύστημα μένει πίσω, με αποτέλεσμα το υψηλό κόστος να λειτουργεί ως αντικίνητρο για τη γονεϊκότητα και να ενισχύει τις δημογραφικές προκλήσεις της χώρας.
Η κοινή επιμέλεια και τα «αόρατα» κόστη
Η αύξηση των διαζυγίων και των εναλλακτικών μορφών οικογένειας φέρνει στο προσκήνιο μια λιγότερο ορατή αλλά εξίσου ουσιαστική διάσταση του κόστους ανατροφής παιδιού: την επιβάρυνση που υφίστανται οι γονείς που δεν έχουν την αποκλειστική ή καθημερινή επιμέλεια των παιδιών τους. Η Ελλάδα, ακολουθώντας μια καθυστερημένη αλλά υπαρκτή στροφή προς την κοινή επιμέλεια, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα θεσμικό και οικονομικό κενό. Ο ΟΟΣΑ και η Eurostat υπογραμμίζουν ότι το κόστος για αυτά τα παιδιά υποεκτιμάται στις περισσότερες μετρήσεις.
Στην πράξη, και οι δύο γονείς συνεισφέρουν σε δαπάνες που συχνά δεν αποτυπώνονται σε επίσημες στατιστικές. Οι «μη διαμένοντες» γονείς αναλαμβάνουν έξοδα που αθροιστικά αυξάνουν το κόστος ζωής τους, χωρίς απαραίτητα να μειώνουν τις ανάγκες του άλλου γονέα. Αυτά τα έξοδα περιλαμβάνουν:
n Συμμετοχή σε τροφεία, σχολικά και εξωσχολικά έξοδα
n Παροχή εξοπλισμού (ρούχα, παιχνίδια, βιβλία) για δεύτερη κατοικία
n Εξοδα μετακινήσεων, φιλοξενίας και διατροφής κατά την παραμονή του παιδιού
n Προσφορά έκτακτης οικονομικής στήριξης (π.χ. σε περίπτωση ασθένειας ή έκτακτων αναγκών)
Η επιβάρυνση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε κοινωνίες με περιορισμένες κοινωνικές υποδομές, όπως η Ελλάδα. Σε χώρες όπως η Γαλλία ή η Σουηδία, η κοινή επιμέλεια υποστηρίζεται από δομές που μειώνουν το κόστος και για τους δύο γονείς. Αντιθέτως, στην Ελλάδα οι δαπάνες αυτές είναι ιδιωτικές και συνήθως άτυπες, δυσχεραίνοντας τόσο την αξιολόγηση των αναγκών όσο και τη διαμόρφωση πολιτικής.
Η συστηματική παράλειψη αυτών των δεδομένων οδηγεί σε υποεκτίμηση του πραγματικού κόστους γονεϊκότητας, ενώ αφήνει εκτός τις κοινωνικές και συναισθηματικές επιπτώσεις της άνισης οικονομικής επιβάρυνσης.
Το κόστος της απουσίας
Ενα παιδί που μεγαλώνει εκτός της βασικής εστίας διαμονής, είτε λόγω χωρισμού των γονέων είτε για λόγους εκπαίδευσης, φροντίδας ή προστασίας, συνεπάγεται κόστος που ξεπερνά την οικονομική διάσταση. Παρότι η Eurostat μετρά το «εμφανές» οικονομικό βάρος για τους κύριους φροντιστές, η δεύτερη κατοικία – συχνά πατρική – επωμίζεται ένα «παράλληλο» κόστος που μένει αθέατο. Αυτό αφορά:
n Προμήθεια ειδών πρώτης ανάγκης (π.χ. κρεβάτι, γραφείο, παιχνίδια)
n Δαπάνες τροφής και διαμονής κατά την παραμονή του παιδιού
n Εξοδα για παράλληλη συμμετοχή σε δραστηριότητες ή ταξίδια
Στην πράξη, δεν υπάρχει επίσημη πρόβλεψη για το πώς κατανέμονται τα κόστη αυτά. Η πολιτεία συχνά αγνοεί την ύπαρξή τους, θεωρώντας μονοδιάστατα την έννοια της «οικογενειακής επιβάρυνσης». Το αποτέλεσμα είναι μια διαστρέβλωση των πραγματικών αναγκών – και μια ακόμα αδυναμία της κοινωνικής πολιτικής να ανταποκριθεί στις σύγχρονες μορφές οικογενειακής ζωής.