Η επίσκεψη Γεραπετρίτη δεν άλλαξε τα δεδομένα: Η Λιβύη επιλέγει Τουρκία

«Ευελπιστούμε ότι στο εγγύς μέλλον θα έχουμε και απτά αποτελέσματα για την πρόοδο των σχέσεών μας». Αυτή είναι η κατάληξη της – έτσι κι αλλιώς σύντομης – δήλωσης που έκανε ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, μετά την επίσκεψή του στη Βεγγάζη και τη συνάντηση που είχε με το «αφεντικό» της ανατολικής Λιβύης, Χαλίφα Χαφτάρ. Για όσους και όσες δε γνωρίζουν στοιχειωδώς τη διπλωματική γλώσσα, η ερμηνεία της συγκεκριμένης δήλωσης είναι απλή: Σκούρα τα πράγματα.

Με άλλα λόγια: Η ελληνική κυβέρνηση, δια μέσου του καθ’ ύλην αρμόδιου υπουργού, δεν φάνηκε να βρίσκει ευήκοον ους στην προσπάθειά της να αντιστρέψει τη ροή των εξελίξεων, που φέρνουν τη Λιβύη στο πλευρό της Άγκυρας στη γεωστρατηγική σκακιέρα της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Κι αυτό είναι κάτι που, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, αποδέχονται πλέον και τα δύο κέντρα εξουσίας της αφρικανικής χώρας, που έχουν έδρα την Τρίπολη (όπου κυριαρχεί η εξαρχής φιλοτουρκική κυβέρνηση Ντμπεϊμπά) και τη Βεγγάζη αντιστοίχως.

Συνέπεια αυτής ακριβώς της προσέγγισης είναι, άλλωστε, η χάραξη της περίφημης «τουρκολιβυκής ΑΟΖ» με την Τρίπολη, την οποία όλα δείχνουν ότι – πλην μεγάλου απροόπτου, το οποίο για την ώρα δεν προκύπτει από πουθενά – εξετάζει σοβαρά να αποδεχθεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και ο Χαφτάρ. Δημιουργώντας, έτσι, νέα «τετελεσμένα» στην περιοχή, έστω κι αν η Αθήνα δεν είναι διατεθειμένη να τα αναγνωρίσει.

Ποιος φταίει;

Η παραπάνω εικόνα επιβεβαιώνει, αναμφίβολα, τη διαρκή ενίσχυση του ρόλου της Τουρκίας, την οποία τα κράτη της «γειτονιάς» μας επιδιώκουν, το ένα μετά το άλλο, να έχουν σύμμαχό τους και όχι αντίπαλό τους. Πολύ περισσότερο που έχει καταστεί πλέον πασιφανές ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θεωρεί πολύ καλό «φιλαράκι» του τον Ταγίπ Ερντογάν και ποντάρει πολλά στις «συνέργειες» μαζί του για τη διαμόρφωση του νέου χάρτη σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη.

Σημαίνει, άραγε, αυτό ότι η επίσκεψη Γεραπετρίτη στέφθηκε από πλήρη αποτυχία; Όχι ακριβώς. Με βάση το πιθανότερο σενάριο, οι Λίβυοι είναι έτοιμοι να προσφέρουν στην Ελλάδα δύο ανταλλάγματα για να «χρυσώσουν το χάπι»: Αφενός, τον καλύτερο έλεγχο των προσφυγικών ροών (η αύξησή τους το τελευταίο διάστημα έτσι κι αλλιώς πρέπει να θεωρείται τεχνητή) και, αφετέρου, μια κάποια συμμετοχή ελληνικών επιχειρήσεων στην ανοικοδόμηση της Λιβύης – εάν και όποτε αυτή ξεκινήσει.

Στο «δια ταύτα», όμως – κι εδώ η ευθύνη δεν ανήκει φυσικά στον υπουργό Εξωτερικών – αυτό που μετρά είναι ότι τόσο ο Χαφτάρ όσο και ο Ντμπεϊμπά εκτιμούν πως η σύμπραξή τους με την Τουρκία μπορεί να τους προσφέρει σήμερα περισσότερα από ό,τι εκείνη με την Ελλάδα. Αυτό είναι και το «δόγμα» με το οποίο αποφασίζουν και πορεύονται, ειδικά καθώς οι αλλαγές στη ΝΑ Μεσόγειο, το Μαγκρέμπ και την Αφρική είναι ραγδαίες (δεν είναι τυχαία η εμπλοκή του Χαφτάρ στον εμφύλιο που διεξάγεται στο Σουδάν).

Όσο για την Αίγυπτο του Αμπντελφατάχ αλ-Σίσι, μπορεί να αποτελεί για την ώρα ένα κάποιοι αντίβαρο που λειτουργεί υπέρ της Ελλάδας, όμως κι αυτό μπορεί να αλλάξει με τη δυναμική που έχουν πάρει οι εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή. Ειδικά στην περίπτωση που βρεθεί ένα modus vivendi στον έντονο ανταγωνισμό και τα αντικρουόμενα συμφέροντα που υπάρχουν ανάμεσα σε Άγκυρα και Κάιρο.