
Ο Γιούρι Ζντοβτς, ο άνθρωπος που έχει χαραχτεί στη μνήμη των ελλήνων φιλάθλων ως παίκτης και προπονητής με βαθιά ένταση, ειλικρίνεια και μπασκετική στόφα, θα κάθεται στον πάγκο του ΠΑΟΚ.
Ο 58χρονος Σλοβένος με τη βαριά κληρονομιά έχει περάσει από τους ελληνικούς πάγκους (Ηρακλής 2005-2006 και ΑΕΚ 2015-2017) και τώρα αναλαμβάνει τον «Δικέφαλο του Βορρά», σε μια συνεργασία με ιστορικές διαστάσεις και συναισθηματικά φορτία.
Ο Θανάσης Χατζόπουλος αναζητούσε έναν προπονητή με προσωπικότητα, βάρος, εμπειρία και χαρακτήρα. Και κάπως έτσι κατέληξε στο «Ξανθό σκυλί».
Ο Ζντοβιτς σήμερα είναι 58 ετών. Εχει περάσει από τις φλόγες της Γιουγκοσλαβίας, την εσωτερική του επανάσταση στον Ηρακλή, τη Λιμόζ, την ΑΕΚ, την Εθνική Σλοβενίας, την Ολίμπια Λιουμπλιάνας, τη Ζαλγκίρις. Τελευταία δουλειά του Σλοβένου ήταν τη σεζόν 2023-2024 στην Τουρκία (Μπούρσασπορ) και τώρα επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, εκεί όπου ξεκίνησε ο μεγάλος του δεσμός με την Ελλάδα.
Είναι ένας άνθρωπος που έζησε το μπάσκετ με την ψυχή του, το άφησε να τον σημαδέψει και τώρα – ίσως – να επιστρέφει για να δώσει πίσω ένα κομμάτι από όσα του στέρησε η ιστορία.
Ας γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, καλοκαίρι του 1983, στο Τούμπινγκεν της Γερμανίας. Μια εφηβική ομάδα με το όνομα «Γιουγκοσλαβία» έπαιζε το μπάσκετ όπως θα έπρεπε να παίζεται πάντα: με ψυχή, ρυθμό, έμπνευση. Ανάμεσα σε ονόματα που αργότερα θα λάμψουν, όπως ο Πάσπαλι, ο Ράτζα, ο Πετσάρσκι, ο Νάκιτς, υπήρχαν δύο παιδιά που έμοιαζαν να κουβαλούν τον ίδιο παλμό: Γιούρι Ζντοβτς και Μπάνε Πρέλεβιτς. Δύο 17χρονοι, γεννημένοι με έξι μέρες διαφορά, που εκείνο το βράδυ του τελικού απέναντι στην Ισπανία (89–86), μοιράστηκαν ένα χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ παίδων και μια πρώτη ματιά σε κάτι που τότε δεν μπορούσαν να προβλέψουν: ότι δεκαετίες αργότερα, η κοινή τους διαδρομή θα τους έφερνε ξανά δίπλα – δίπλα, αυτή τη φορά όχι ως συμπαίκτες, αλλά ως ηγετικές φιγούρες στον ΠΑΟΚ. Ο πρώτος στον πάγκο, ο δεύτερος ένας θρύλος να παρακολουθεί από την κερκίδα.
Η Ρώμη του ’91 και
το… χαμένο μετάλλιο
Το καλοκαίρι του 1991, στο Eυρωμπάσκετ της Ρώμης, η Γιουγκοσλαβία βάδιζε αγωνιστικά προς το χρυσό μετάλλιο, αλλά πολιτικά προς τη διάλυση. Ο εμφύλιος δεν είχε ακόμη ξεσπάσει, αλλά τα προεόρτια ηχούσαν τρομακτικά. Κι εκεί, μεσούντος του τουρνουά, ο Ζντοβτς δέχθηκε την εντολή να αποχωρήσει από την ομάδα.
Η προσωρινή κυβέρνηση της ανεξάρτητης πλέον Σλοβενίας τον κάλεσε να εγκαταλείψει τη γιουγκοσλαβική αποστολή. Ο Γιούρι το ανακοίνωσε στον Ιβκοβιτς και στον Ζάρκο Πάσπαλι με δάκρυα στα μάτια. Δεν ήθελε να φύγει. Ηξερε όμως ότι δεν είχε άλλη επιλογή.
Το βράδυ, παρακολούθησε τον αγώνα με τη Βουλγαρία από την τηλεόραση του δωματίου του. Τα ξημερώματα, μπήκε σε ένα Zastava Yugo και επέστρεψε στη Λιουμπλιάνα. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, οι παλιοί του συμπαίκτες θα του χάριζαν το χρυσό μετάλλιο που δεν πρόλαβε να φορέσει.
Η κορυφή και
το… δράμα στο ΣΕΦ
Το Final Four του 1993, με τη Λιμόζ του Ζντοβτς και την τεράστια χαμένη ευκαιρία του ΠΑΟΚ, είναι κομβικό κομμάτι της ιστορίας μας. Μεγάλη Τρίτη, 13 Απριλίου 1993. Οι καμπάνες ηχούν για το Θείο Δράμα, αλλά στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας γράφεται ένα άλλο δράμα: το Final Four της Ευρωλίγκας, με τον ΠΑΟΚ ως φαβορί και τη Λιμόζ του Μάλκοβιτς και του Γιούρι Ζντοβτς σαν «αντιήρωες» μιας ιστορίας που φαινόταν πως θα την κέρδιζαν οι «καλοί».
Ο ΠΑΟΚ κατεβαίνει με πάνω από 15.000 πιστούς στον Πειραιά. Εχει περάσει από ομίλους και play-off σαν τρένο. Στον ημιτελικό, όμως, με την Μπενετόν του Τόνι Κούκοτς, κάτι λείπει: ο Τσέκος. Δεν υπάρχει αντίβαρο στον Ρουσκόνι. Και τότε έρχεται το χτύπημα: Ραγκάτσι, στα 2” πριν από το τέλος – 77-79. Ο Πρέλεβιτς αστοχεί σε τρίποντο. Το όνειρο τελειώνει. Ο ΠΑΟΚ μένει εκτός τελικού.
Σ’ εκείνο το Final Four, οι δρόμοι Ζντοβτς και ΠΑΟΚ διασταυρώνονται με τρόπο αδυσώπητο. Ο Σλοβένος σηκώνει την κούπα – την ίδια ώρα που ο «Δικέφαλος» βυθίζεται σε μια από τις πιο πικρές νύχτες της ιστορίας του. Και τώρα, 32 χρόνια μετά, η μοίρα τους φέρνει ξανά στην ίδια πλευρά του παρκέ.
Ο… Ηρακλής του απίθανου τηλεφωνήματος
Το καλοκαίρι του 1993, λίγες εβδομάδες αφότου κατέκτησε την Ευρωλίγκα με τη Λιμόζ στο ΣΕΦ, ο Ζντοβτς δέχτηκε μια πρόταση-αστείο από τον Ντράγκαν Σάκοτα. Ο κόουτς του Ηρακλή του πρότεινε να έρθει στη Θεσσαλονίκη, αλλά ούτε ο ίδιος το πίστευε. «Του το είπα για πλάκα», εξομολογήθηκε αργότερα. Ομως λίγες μέρες μετά, καθώς παραθέριζε στην Πάτρα, ένα τηλεφώνημα από το εξωτερικό τον έκανε να παγώσει.
Hταν ο Ζντοβτς . «Με θέλεις ακόμα; Αν ναι, έρχομαι και σήμερα».
Ο Σάκοτα έμεινε άφωνος. Ο Ζντοβτς είχε γυρίσει την πλάτη σε μια πρόταση 450.000 δολαρίων από τη Λιμόζ, είχε πει «όχι» σε ένα χαλαρό ενδιαφέρον της Μπενετόν Τρεβίζο, είχε δοκιμαστεί σε try-out των Νικς… και τελικά διάλεξε τον Ηρακλή. Ή, πιο σωστά, διάλεξε τη Θεσσαλονίκη.
Μια επική ανατροπή
Η σεζόν 1994-95 είναι ακόμη χαραγμένη στη μνήμη των φίλων του ΠΑΟΚ – και των αντιπάλων του. Ο Ζντοβτς είχε μεταμορφώσει τον Ηρακλή σε ομάδα έτοιμη να διεκδικήσει τη θέση της στην ελίτ.
Στις 9 Μαΐου 1995, στο κλειστό της Νεάπολης, ο ΠΑΟΚ προηγείται 75-70 στα 22”. Ενα τρίποντο του Αστεριάδη, ένα λάθος του Σάβιτς και η ψυχραιμία του Χωλόπουλου (από πάσα Ζντοβτς), χαρίζουν στον Γηραιό μια μυθική ανατροπή. Το 75-76 μένει για πάντα χαραγμένο στις σελίδες της ιστορίας ως το παιχνίδι που «γύρισε το κλίμα».
Ο Ηρακλής τερματίζει τρίτος. Ο ΠΑΟΚ μένει τέταρτος. Το Ιβανώφειο παίρνει φωτιά στον τελευταίο αγώνα (90–81 στην παράταση) και ο Ηρακλής μπαίνει για πρώτη φορά στην Ευρωλίγκα.
Το καλοκαίρι του 2000, ο Ζντοβτς επιστρέφει στην Ελλάδα ως παίκτης του Πανιωνίου, υπό τις οδηγίες του Λευτέρη Σούμποτιτς. Πέντε χρόνια αργότερα, όταν ο Ηρακλής κινδυνεύει, του ζητούν να επιστρέψει – αυτή τη φορά ως προπονητής.
Το 2014, ο Γιώργος Μπαρτζώκας αποχωρεί από τον Ολυμπιακό. Στο προσκήνιο βγαίνουν τα ονόματα του Βενσάν Κολέ και του Σούλη Μαρκόπουλου. Πίσω από τις κουίντες, όμως, το όνομα του Ζντοβτς παίζει πολύ σοβαρά.
Εκείνη την εποχή και προτού καταλήξουν στον Γιάννη Σφαιρόπουλο οι Πειραιώτες έριξαν τα δίχτυα τους στον Σούλη Μαρκόπουλο και στον Βενσάν Κολέ, αλλά αμφότεροι ήταν δεσμευμένοι, ο μεν Σαλονικιός με τον ΠΑΟΚ (έμεινε στην ομάδα ύστερα από παρέμβαση του Ιβάν Σαββίδη), ο δε Γάλλος με τη Στρασμπούρ.