Είναι μια πολιτική ενίσχυσης της περιφέρειας που φαίνεται να βρίσκει ανταπόκριση. Το πρόγραμμα της ορεινής επαρχίας του Τρεντίνο για την αναζωογόνηση των ορεινών και απομονωμένων χωριών, γνωστό ως bando anti-spopolamento, συγκέντρωσε 291 αιτήσεις σε μόλις ενάμιση μήνα. Το μέτρο, που προσφέρει επιδότηση έως και 100.000 ευρώ για την ανακαίνιση παλιών κατοικιών σε 32 κοινότητες με πληθυσμιακή πτώση, αποδεικνύεται ιδιαίτερα ελκυστικό, κυρίως για νέους κάτω των 45 ετών που επιδιώκουν μια εναλλακτική ζωή εκτός των πόλεων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασαν ο περιφερειάρχης Μαουρίτσιο Φουγκάτι και ο σύμβουλος Σιμόνε Μαρκιόρι, πάνω από το 90% των αιτήσεων κατατέθηκε από κατοίκους του Τρεντίνο, ενώ το 60% αφορά ακίνητα μέσα στα ιστορικά κέντρα των χωριών – μια ένδειξη ότι η τάση δεν είναι απλώς για εξοχική διαβίωση αλλά για μόνιμη εγκατάσταση. Τα πρώτα σημάδια δείχνουν πως όταν υπάρχει υποστήριξη, η ζωή στην ύπαιθρο δεν είναι μόνο εφικτή, αλλά και επιθυμητή.
Η μεταστροφή αυτή δεν είναι τυχαία. Τα τελευταία χρόνια, η Ιταλία – όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες – βιώνει έντονη αστικοποίηση, με αποτέλεσμα την ερήμωση μικρών κοινοτήτων. Η αύξηση του κόστους ζωής στις πόλεις, η επιθυμία για καλύτερη ποιότητα ζωής, η τηλεργασία που έφερε η πανδημία και η τάση επιστροφής στη φύση έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Πολλοί νέοι με καταγωγή από το Τρεντίνο, έχοντας δεσμούς με την ύπαιθρο, βλέπουν τώρα ευκαιρίες εκεί όπου παλιότερα έβλεπαν μόνο εγκατάλειψη.
Κάποιοι δήμοι, όπως το Ράμπι (30 αιτήσεις), το Νοβέλα (28) και το Μετσάνο (25), φαίνεται πως μπήκαν για τα καλά στον χάρτη της επιστροφής. Αλλοι, όπως το Βερμίλιο (22 αιτήσεις), ενισχύθηκαν πιθανώς και από τη δημοσιότητα της ομώνυμης βραβευμένης ταινίας. Ωστόσο, δεν ήταν όλα θετικά: ο μικρός οικισμός Σαγκρόν Μις δεν δέχθηκε ούτε μία αίτηση. Το γεγονός δεν περνά απαρατήρητο και προκαλεί ερωτήματα για την ορατότητα και τις υποδομές τέτοιων περιοχών.
Εντυπωσιακό είναι και το στοιχείο πως τουλάχιστον δύο αιτήσεις κατατέθηκαν από το εξωτερικό – μία από το Εδιμβούργο και μία από τις Βρυξέλλες. Οπως ανέφερε ο Μαρκιόρι, πρόκειται πιθανώς για Ιταλούς της διασποράς που επιθυμούν να επιστρέψουν στις ρίζες τους. Η ταυτότητα, το συναίσθημα του ανήκειν και η αναζήτηση του «παλιού καλού τόπου» φαίνεται να κινητοποιούν ανθρώπους σε διεθνές επίπεδο.
Η επιτυχία του πρώτου γύρου γεννά προσδοκίες για τη δεύτερη φάση του προγράμματος, η οποία ανοίγει από 8 Σεπτεμβρίου έως 23 Οκτωβρίου. Ηδη προγραμματίζονται δύο ακόμη προκηρύξεις μέσα στο 2026. Η τοπική κυβέρνηση ελπίζει ότι ακόμα και μικρός αριθμός νέων κατοίκων μπορεί να αναστρέψει την πληθυσμιακή πτώση και να δώσει νέα πνοή σε χωριά που ξεχάστηκαν.
Ομως, πέρα από τα χρήματα, χρειάζεται και στρατηγική: πρόσβαση, υποδομές, σχολεία, Ιντερνετ και κίνητρα απασχόλησης. Το μέλλον της ιταλικής υπαίθρου εξαρτάται όχι μόνο από τη νοσταλγία, αλλά από την ικανότητα να δημιουργήσει ξανά βιώσιμες κοινότητες. Αν αυτό επιτευχθεί, η «επιστροφή στα βουνά» δεν θα είναι απλώς ένα ρομαντικό αφήγημα, αλλά μια πραγματικότητα σε εξέλιξη. Το παράδειγμα υπάρχει για όλους…