Η κυρία Ρεπαιδίμου και η μαμζέλ Ουτεκάν

Διακοπές. Είμαι με το ένα πόδι στη σελίδα και με το άλλο στο κύμα. Καιρός ήτανε. Λίγο ακόμα και θα «τίναζα τα πέταλα». Φράση παλιά αλλά καθόλου σκονισμένη, λάμπει ακόμα, σήμαινε, αλλά και τώρα σημαίνει «πάει πέθανα» – και μη φανταστείτε επειδή ακούτε πέταλα, άλογα, όνους, ημίονους μέχρι και γάτα με πέταλα. Οχι. Είναι όπως το λουλούδι που λίγο πριν απ’ το τέλος τινάζει τα πέταλά του, μαραίνεται και πεθαίνει.

Φράση κοινή κάποτε, λεγότανε συχνά. Οχι βέβαια όπως σήμερα το «Ρε παιδί μου». Καμία σχέση.

Το «Ρε παιδί μου» είναι παντός καιρού. Φοριέται πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ, απ’ όλους και όλα σε κάθε περίσταση ακόμα και σ’ αυτές που αντενδείκνυται. Εχω ακούσει μεγαλοκαθηγητάδες ανάμεσα σε φράσεις άκρως επιστημονικές να ξεφυτρώνει, αυτό το αναθεματισμένο το «Ρε παιδί μου» ν’ ανακλαδώνεται, να θεριεύει και να μπαίνει στην πρόταση όπως ο κισσός στον τοίχο να τον διαβρώνει μέχρι που το γκρεμίζει το σπίτι μαζί μ’ αυτόν που το εκφέρει.

Στα μάτια μου τουλάχιστον. Γιατί δεν βλέπω να ενοχλεί και πολλούς. Εχουν παρεισφρήσει στην καθημερινή κουβέντα αυτές οι τρεις λεξούλες, και λέγονται τόσο συχνά που σχεδόν δεν τις ακούνε.

Οχι και ότι οι καλλιτέχνες πάνε πίσω. Εχω ακούσει εγώ ανάλυση του Οιδίποδα διανθισμένη με δεκάδες «Ρε παιδί μου» του τύπου «Ο σοφόκλειος ήρως, ρε παιδί μου, δεν συνδιαλέγεται με το φως ρε παιδί μου, αλλά με τη συμπαντική ρε παιδί μου έννοια του Φωτός». «Τι λες ρε παιδί μου σοβαρά; Και δεν του τόχα του μπαγάσα».

Και σε γιατρούς επίσης φύεται ο εν λόγω μπακαλιάρος.

«Εδώ βλέπουμε ρε παιδί μου, μια οξεία τενοντίτιδα του υπερακανθίου ρε παιδί μου».

«Πονάει;».

«Ο υπερακάνθιος;».

«Οχι. Το ρε παιδί μου».

«Πολύ ελιτίστα σας βρίσκω κύριε Φασουλή».

«Καλά να μου κάνετε».

Τελικά τείνω να πιστέψω πως αυτή η φρασούλα δεν είναι τρεις, είναι μία και μόνο λέξη. Η «Ρεπαιδίμου». Μια λαϊκή μαντάμ που μπαίνει με το έτσι θέλω σε κάθε στόμα, στογγυλοκάθεται και δεν βγαίνει με τίποτα. Νιώθεις έτσι και κάνει να βγει θα πάρει και τη γλώσσα μαζί της. Θα στην ξεριζώσει.

Μια άλλη φράση που μπήκε τελευταία στη ζωή μας και κάνει θραύση είναι το «Ούτε καν». Εχει κι αυτή ένα πασπαρτού και μπαίνει σε κάθε πρόταση ακάλεστη, θρονιάζεται σε μια πολυθρόνα, βάζει και τα πόδια στο τραπέζι κι απ’ ό,τι βλέπω δεν ενοχλεί κανέναν. Ούτε καν. Στα ώπα – ώπα την έχουνε.

«Θα βγούμε απόψε;».

«Ούτε καν».

«Σ’ αρέσει ο Ορέστης;».

«Ούτε καν».

«Τι ώρα είναι;».

«Ούτε καν».

«Παιδιά είσαστε με τα καλά σας;».

«Ούτε καν».

Οχι εδώ κολλάει.

Θα μπορούσα να συνεχίσω έτσι και με άλλες, πολλές πάρα πολλές, φράσεις που εισβάλουν στη γλώσσα μας που ενώ δεν σημαίνουν τίποτα τη σκοτεινιάζουν κι όποτε δεν τη λερώνουν την αποφορτίζουν. Αλλά σταματάω εδώ. Κι αν ασχολήθηκα μαζί τους είναι για ν’ αποφύγω όλα αυτά που πνίγουν την περασμένη μας εβδομάδα. Μιαν εβδομάδα που δεν χωράει να κλείσει μέσα της μια παιδοκτόνο, τις καραβιές φορτωμένες με ανθρώπινες ψυχές που αφήνουν στις αμμουδιές της Κρήτης, το μέγα σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, τη βόμβα στην αυλή του Πρετεντέρη, μια βόμβα μίσους και θανάτου για τις ιδέες του άλλου και… και… και… και.

Φεύγω, πάω να με ξεπλύνει η θάλασσα, αν είναι ακόμα καθαρή κι αυτή. Να με φωτίσει ο ήλιος. Αν δεν τον σκεπάζουν τα σύννεφα καπνού απ’ τις φωτιές.

Χαιρετώ.