Η Λιβύη και οι ελληνικές αυταπάτες του διεθνούς δικαίου

Η μεταψυχροπολεμική τάξη καταρρέει και ο κόσμος που προέκυψε μετά το 1991 αποσυντίθεται. Ο ουτοπικός φιλελευθερισμός, με τη μονομανία του για θεσμικά σχήματα και το εμπόριο ως πυλώνα ειρήνης, παραμερίζει μπροστά στην επιστροφή της ισχύος. Τα κράτη δεν διαπραγματεύονται πλέον αρχές, αλλά συμφέροντα.

Το διεθνές δίκαιο δεν εξαφανίζεται· αλλά χωρίς επιβάλλουσα αρχή, εκφυλίζεται σε νομικό ευχολόγιο αντί για μηχανισμό ειρηνικής ρύθμισης των διεθνών σχέσεων. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η επαμφοτερίζουσα στάση της Κίνας αλλά και οι ευθείες απειλές των ΗΠΑ κατά του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και οι κυρώσεις εις βάρος της ειδικής εισηγήτριας του ΟΗΕ για την Παλαιστίνη αρκούν για να αντιληφθεί κανείς ότι έχουμε επιστρέψει στην εποχή της σκληρής ισχύος. Η Τουρκία έχει προσαρμοστεί σε αυτή τη νέα εποχή προ πολλού. Η εξωτερική της πολιτική διαπνέεται από συνέπεια, βάθος και στρατηγικό ορθολογισμό: επιδιώκει την ανασύσταση ενός περιφερειακού imperium, όχι με την αλαζονεία της Ιστορίας, αλλά με όρους ρεαλιστικής ισχύος. Συγκροτεί ένα νέο γεωπολιτικό τόξο από τον Καύκασο μέχρι τη Σομαλία, και από τα Βαλκάνια έως τη Λιβύη. Δεν είναι υπερδύναμη, αλλά είναι η μόνη χώρα της περιοχής που επιβάλλει συστηματικά τη βούλησή της στο πεδίο.

Η Ελλάδα συνεχίζει να επενδύει σχεδόν αποκλειστικά στη νομική διάσταση των διαφορών, αντιμετωπίζοντας το διεθνές δίκαιο ως βασικό εργαλείο άμυνας. Ομως, σε ένα περιβάλλον που μετατοπίζεται γοργά προς τη λογική της ισχύος, αυτή η επιλογή ενέχει κινδύνους εφησυχασμού. Η επίκληση κανόνων χωρίς ανάλογη στρατηγική ετοιμότητα δεν αποτρέπει την κλιμάκωση· απλώς καθυστερεί τη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας.

Το παράδειγμα της Λιβύης είναι αποκαλυπτικό. Το τουρκολιβυκό μνημόνιο του 2019 δεν ήταν μια απλή νομική πρόκληση. Ηταν επιθετική αναθεώρηση του χάρτη, με στόχο να ακυρωθεί η ελληνική θαλάσσια παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Αθήνα αντέδρασε αργά και διστακτικά. Ξεκινήσαμε δειλά επαφές με τον στρατηγό Χαφτάρ, χωρίς να διεκδικήσουμε ουσιαστικό ρόλο εντός της ευρωπαϊκής διπλωματίας – δεν προσκληθήκαμε καν στις δύο Διασκέψεις του Βερολίνου. Στη συνέχεια, εγκαταλείψαμε την προσπάθεια, και σήμερα βλέπουμε τον ίδιο τον Χαφτάρ να παζαρεύει με τον Ερντογάν. Κάναμε διαδοχικά όλα τα λάθη: αδράνεια, ετεροπροσδιορισμό, και τελικά σιωπηρή υποχώρηση.

Η σημερινή κυβέρνηση της Τρίπολης επενδύει στον τουρκικό προστατευτισμό και προχώρησε προσφάτως σε ρηματική διακοίνωση κατά της Ελλάδας. Αυτές οι ενέργειες δεν είναι απλώς προσβλητικές· συνιστούν de facto πράξεις αμφισβήτησης ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Αποκορύφωμα αυτής της στάσης ήταν η πρόσφατη επίσκεψη του έλληνα υπουργού Εξωτερικών στη Λιβύη. Εκεί, η ελληνική πλευρά επικαλέστηκε έναν υποτιθέμενο κοινό σεβασμό στο διεθνές δίκαιο. Η απάντηση των Λίβυων ήταν αποστομωτική: να μην αφήσουμε τα προβλήματα να βλάψουν τις σχέσεις μας. Με άλλα λόγια: να κάνετε υπομονή, ενώ εμείς υπονομεύουμε τα δικαιώματά σας. Και η ελληνική πλευρά, αντί να αποχωρήσει ή να στείλει σαφές μήνυμα, προτίμησε την επίπλαστη αβρότητα.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η επίκληση του διεθνούς δικαίου είναι ανεπαρκής και ενίοτε αφελής. Η Ελλάδα χρειάζεται στρατηγική κουλτούρα αποτροπής. Αυτό δεν σημαίνει αυτόματα την ανάληψη στρατιωτικής δράσης, αλλά τη σαφή διακήρυξη ότι δεν αποδέχεται τετελεσμένα και ότι υπάρχουν αδιαπραγμάτευτες κόκκινες γραμμές. Αν η Τουρκία μπορεί να διατηρεί casus belli για την επέκταση των χωρικών μας υδάτων, γιατί εμείς να αποκλείουμε εκ των προτέρων κάθε μέσο εθνικής αυτοπροστασίας;

Η Τρίπολη σήμερα δεν είναι σύμμαχος, αλλά εργαλείο της τουρκικής γεωπολιτικής. Η Ελλάδα οφείλει να επανεξετάσει ριζικά πού επενδύει, ποιον στηρίζει, και τι είναι διατεθειμένη να υπερασπιστεί. Ο πραγματικός φιλελευθερισμός προϋποθέτει ισχύ. Και η ισχύς, σήμερα, είναι η γλώσσα που καταλαβαίνουν όλοι.

Ο Αθανάσιος Γραμμένος είναι εκτελεστικός διευθυντής του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων και διδάσκων στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Θρησκεία, Γεωπολιτική και Διεθνής Ασφάλεια» στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης