Κολλημένοι με την γκρίνια

Καμιά φορά, μαθαίνεις τι παίζει από μικρό. Αυτή τη φορά, λοιπόν, έδωσα μεγάλη προσοχή στα λόγια του προέδρου της Νέας Αριστεράς, Αλέξη Χαρίτση, ο οποίος σε προχθεσινή ανάρτησή του για τον ΟΠΕΚΕΠΕ καταλήγει σε κριτική του ΠΑΣΟΚ και του Νίκου Ανδρουλάκη, και κλείνει με το συμπέρασμα ότι «η κοινωνία έχει απαντήσει στο τι δεν θέλει – δεν θέλει αυτό που ζει» (από πού το συνάγει, άραγε; Από το 1,5% του δημοσκοπικού ποσοστού του;), ζητώντας καθαρή απάντηση στο ερώτημα «μετά τον Μητσοτάκη τι;».

Ακόμα μια φορά, δηλαδή, η ηγεσία της Νέας Αριστεράς μοιάζει να δηλώνει ότι ο ΟΠΕΚΕΠΕ είναι η αντιπολιτευτική πρόφαση, όπως πριν από μερικούς μήνες ήταν τα Τέμπη, η ακρίβεια, η απαγόρευση κυκλοφορίας στην πανδημία κ.λπ. Η Αριστερά ουσιαστικά αδιαφορεί για τη θεσμική καχεξία και τον πολιτικό μηδενισμό, δεν έχει σκοπό να βοηθήσει στην αυτοκριτική του πολιτικού συστήματος, στη θωράκιση των θεσμών απέναντι σε διεφθαρμένους πολιτικούς, δημόσιους υπαλλήλους και πολίτες, αυτά σαν να μην την αφορούν. Δεν είναι τυχαίο ότι, με εξαίρεση θυλάκους της ανανεωτικής Αριστεράς περασμένων εποχών, πολεμά κάθε εγχείρημα εκσυγχρονισμού, μεταρρύθμισης και εξορθολογισμού του κράτους. Η πολυδιάσπαση του άλλοτε κραταιού ΣΥΡΙΖΑ, μάλιστα, δεν οδήγησε σε διαφοροποιήσεις ουσίας. Σε αυτά τα ζητήματα, όλη η Αριστερά ομονοεί, πιστή στην κομμουνιστική καταγωγή όλων των εκδοχών της.

Αυτό που με εκπλήσσει είναι ότι με τον ίδιο τρόπο πολιτεύεται και το ΠΑΣΟΚ. Παρότι, μάλιστα, το θέμα των Τεμπών το έβλαψε, αφού το κατέστησε ουρά της Ζωής Κωνσταντοπούλου, το ΠΑΣΟΚ ακολουθεί την ίδια στάση και στο ζήτημα με τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Η ηγεσία του συμπεριφέρεται όπως θα συμπεριφέρονταν οι «Αγανακτισμένοι» της πλατείας – ελλείψει Αγανακτισμένων, μάλιστα, έχουν αναλάβει μερικοί βουλευτές να υπερβαίνουν τα εσκαμμένα, με τελευταία τη Λίτσα Λιακούλη, που θεωρεί την κυβέρνηση χούντα.

Τι ζητάει το ΠΑΣΟΚ, εμμονικά, από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία; Να μπει η ΝΔ, ως κόμμα, στο κάδρο των κατηγοριών για το σκάνδαλο διαφθοράς. Να αποδεχτεί, δηλαδή, η πλειοψηφία ενοχή και, έτσι, να περάσουμε το επόμενο διάστημα ως τις εκλογές με τη χώρα ένα απέραντο κακουργιοδικείο – αντί για την εύλογη διαδικασία όπου η ποινική δικαιοσύνη ασχολείται με ποινικές ευθύνες, όπου υπάρχουν, και η πολιτική ασχολείται με τα πράγματα του δημόσιου βίου. Τείνω να πιστέψω ότι η αξιωματική αντιπολίτευση, παρότι μη κομμουνιστογενής, έχει ηγεσία που επηρεάστηκε τόσο πολύ από τον φοιτητικό συνδικαλισμό ώστε κατανοεί την πολιτική με κορόνες και κοινοβουλευτικές αγορεύσεις γεμάτες κοινοτοπίες, για τις πατάτες του Καποδίστρια και για το πώς θα κοιτάζουν οι πολιτικοί στα μάτια τους νέους.

Να μην τους κοιτάζουν στα μάτια – αλλά και να μην τους υποτιμούν. Κι αντί να παίζουν τους συνδικαλιστές σε φοιτητικά αμφιθέατρα, ας κάνουν πολιτική: ας εμπνεύσουν θετικά και ας δομήσουν σοβαρά προγράμματα.

Το ΠΑΣΟΚ, μάλιστα, έχει έναν ακόμα λόγο να αλλάξει πορεία, κι αυτός είναι η φημολογούμενη επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα. Δεν καταλαβαίνει ο Νίκος Ανδρουλάκης ότι, με αυτού του τύπου τη ρητορική, το κόμμα του θα είναι η βασική δεξαμενή από την οποία θα αντλεί πελάτες ο επιφανειακός μεν αλλά πολύ καλύτερος στη μηδενιστική συνθηματολογία επίδοξος αντίπαλός του;

Ούτε καταλαβαίνει ότι, στον δρόμο προς τις εκλογές, όσο θα σπαράσσονται στο στρατόπεδο του προοδευτισμού, η ΝΔ του Μητσοτάκη θα είναι το μόνο κόμμα που υπόσχεται σταθερότητα και συνέχεια; Τόσο εύκολα θα του δώσει το ΠΑΣΟΚ τη δυνατότητα να είναι μόνος στο σπριντ για τρίτη εκλογική επικράτηση;