
Για την κυβέρνηση, στο Μεταναστευτικό αντιμετωπίζουμε μια εθνική κρίση. Δεν δικαιολογείται αλλιώς η αναγνωρισμένη παρέκκλιση από το άρθρο 15 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (όπως πειστικά εξήγησε ο κ. Βενιζέλος στον κ. Γεραπετρίτη που είχε την ατυχή έμπνευση να του απαντήσει και μάλιστα ειρωνικά στην αρχική τοποθέτηση). Τι συνιστά αυτή την «εθνική κρίση»; Σύμφωνα με το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, το πρώτο εξάμηνο του έτους έφτασαν στην Κρήτη 7.366 μετανάστες σε 133 περιστατικά. Για μια πρόχειρη σύγκριση, η δυσώνυμη Μόρια στη Λέσβο έφτασε να έχει (μόνο ένα Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης) περίπου 17.500 μετανάστες και πρόσφυγες. Και στην άλλη μεγάλη κρίση του 2019 πέρασαν στην Ελλάδα μέσω Έβρου 7.921 άνθρωποι (στοιχεία υπουργείου Μετανάστευσης και Υπατης Αρμοστείας ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες). Η αύξηση των μεταναστευτικών ροών στην Κρήτη, στα σημερινά επίπεδα, δεν αποτελεί ούτε απειλή, ούτε εθνική κρίση. Αποτελεί όμως πολιτική κρίση.
Δεν πρόκειται για ελληνική ιδιαιτερότητα ή κυβερνητική ιδιοτροπία. Το Μεταναστευτικό – όπως πάντοτε και παντού στο παρελθόν – αποτελούσε μια διέξοδο για την έκφραση της δυσφορίας και του φόβου κοινωνικών και επαγγελματικών στρωμάτων που πράγματι απειλούνται, πιέζονται ή περιθωριοποιούνται, έστω κι αν οι αιτίες δεν έχουν καμία σχέση με τη μετανάστευση. Στην Ιταλία, η Μελόνι έγινε πρωθυπουργός πάνω στο κύμα της λαϊκής αντίδρασης για την εισορή μεταναστών και συμφώνησε να στέλνει κάποιους στην Αλβανία. Στη Γαλλία, η αντιμεταναστευτική ρητορική δημιούργησε πριν από χρόνια το Εθνικό Μέτωπο και σήμερα ακόμη ωθεί τη Λεπέν προς την πιο φιλόδοξη διεκδίκηση της προεδρίας. Ακόμη και στη Βρετανία, χώρα μαζικής ενσωμάτωσης μιας πανσπερμίας μεταναστών, οι βάρκες που διασχίζουν τη Μάγχη προκαλούν πολιτική κρίση ενώ πρόσφατα είχαν εκθρέψει ασύλληπτες ιδέες, όπως η δημιουργία στρατοπέδων κράτησής τους στη Ρουάντα της Αφρικής. Ακόμη και στη Σκανδιναβία, η μετανάστευση είναι το κεντρικό θέμα της δημόσιας συζήτησης.
Η διαχείριση της μετανάστευσης είναι διαχείριση συλλογικού αισθήματος περισσότερο παρά πρακτικών προβλημάτων, τα οποία άλλοτε διογκώνει κι άλλοτε δίνει λύση. Αλλωστε, δεν υπάρχει μελέτη που να μη διαπιστώνει ότι η Ελλάδα χρειάζεται μετανάστες και μάλιστα σε μεγάλους αριθμούς. Ο Πρωθυπουργός ξέρει ότι αυτό που τον εδραίωσε στην εξουσία μετά την εκλογική νίκη του 2019 ήταν οι επιτυχημένοι χειρισμοί στην κρίση του Έβρου. Δεν μπορεί να τους επαναλάβει. Πρώτον, γιατί δεν υπάρχει στη Γερμανία η Μέρκελ και η ευρωπαϊκή πολιτική ανοιχτών θυρών του 2015, την οποία ακόμη – σωστά – υπερασπίζεται. Και, δεύτερον, γιατί ο ίδιος δεν έχει πια το πολιτικό κεφάλαιο που θα χρειαζόταν και μια τυχαία κρίση μπορεί να οδηγήσει σε δίνη χωρίς διέξοδο. Η επιλογή του είναι να υιοθετήσει μια σκληρή στάση στο Μεταναστευτικό με πολλαπλές προσδοκίες: να περιοριστούν οι ροές, να χτίσει το εσωκομματικό του μέτωπο, να εκθέσει την αντιπολίτευση ως μαλθακή σε θέμα που συγκινεί, να περιφράξει διαρροές προς πιθανό κόμμα Σαμαρά και, ίσως, να επαναφέρει αποσκιρτήσαντες προς τα ακροδεξιά ψηφοφόρους από Ελληνική Λύση, Νίκη και υπολείμματα Λατινοπούλου. Γι’ αυτό ψήφισε τη σχετική νομοθεσία μαζί με τον κ. Βελόπουλο. Αλλά η ευρωπαϊκή εμπειρία – και κατεξοχήν η ιταλική – δείχνει ότι οποτεδήποτε η Κεντροδεξιά υιοθέτησε την ατζέντα της ακραίας/λαϊκιστικής Δεξιάς τα κέρδη ήταν προσωρινά ή ανύπαρκτα, ενώ μακροπρόθεσμα, από τα συγκοινωνούντα δοχεία γεμίζει όποιο βρίσκεται πιο δεξιά.