
«Δος μου έναν τόπο να σταθώ και θα σου κινήσω τον κόσμο». «Δος μοι πα στω και ταν γαν κινάσω», έλεγε ο Αρχιμήδης. Δεν έχω σκοπό να μπω στα φιλοσοφικά χωράφια, θα θυμηθώ όμως πως ο χρόνος, για να λάβει υπόσταση, προϋποθέτει τον τόπο, χωρίς τον τόπο δεν υφίσταται χρόνος. Αυτός, ο αναγκαίος τόπος, υπάρχει πολύ μακριά από εμάς, σε κάποια διάσταση άγνωστη και ασχημάτιστη, παρόλο που κάποτε άστραψε και μας πέτρωσε, και μας κράτησε για καιρό κοντά του, αιχμαλώτους του. Απροσκάλεστος φανερώνεται ωστόσο και πάλι μπροστά στα μάτια μας και τότε πλέον μετατρέπεται στον προσωπικό μας χρόνο. Γιατί φέρνει μαζί του πρόσωπα. Τα πρόσωπα που αγαπήσαμε.
Η αληθινή δηλαδή ζωή μας είναι μόνο η στιγμή που αναδύεται στον αφρό της συνείδησης. H χρονική διάρκεια δεν αποτελεί παρά μια απεγνωσμένη κατασκευή του νου, μια επίπλαστη πραγματικότητα, τη δικαιολογία μας.
Κρατώ, τώρα, στο στόμα μου σαν μεταλαβιά, καθώς η νοσταλγία με κατακλύζει, τη στιγμή που ο πατέρας μου, παλιός αξιωματικός, ήρωας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ανάπηρος από τους Γερμανούς, μου ζήτησε ξαφνικά μια Κυριακή πρωί να τον πάω στον «δασύ πλάτανο», στην κεντρική πλατεία του Ευπαλίου.
Ο πατέρας είχε καταπέσει σωματικά λόγω αναπάντεχης ασθένειας και δεν έβγαινε έξω, με επισκεπτότανε ωστόσο τα καλοκαίρια για λίγες μέρες στο χωριό, έκθαμβος κάθε φορά με τις ομορφιές του τοπίου, τις οποίες, οιστρήλατος εκ φύσεως, πάντα εκθείαζε.
«Δεν θέλω το αυτοκίνητο, θα κατέβω ως εκεί με τα πόδια», μου ανακοίνωσε επίσημα, αφού πρώτα φόρεσε το κοστούμι του και κοιτάχτηκε προσεκτικά στον καθρέφτη.
«Δεν γίνεται αυτό», του θύμισα, «δεν θα τα καταφέρεις».
«Γίνεται», απάντησε πεισμωμένος και δεν σήκωνε αντίρρηση.
Ξεκινήσαμε ψηλά από το χωριό, αυτός, ο αγέρωχος πολεμιστής, σέρνοντας τα πόδια του, μέχρι που φτάσαμε κάποτε κάτω στην κεντρική πλατεία σχεδόν ένα χιλιόμετρο δρόμο. Σερνόταν, αλλά δεν λαχάνιαζε, και όσο πλησίαζε στον «δασύ πλάτανο», τόσο επιτάχυνε τον βηματισμό του, γέμιζε με μιαν έξαψη νεανική.
Καθίσαμε στη σκιά του αιωνόβιου δέντρου.
«Εγώ θα πιω ένα ούζο», μου ανακοίνωσε. «Μην το μαρτυρήσεις στη μάνα σου».
Παρήγγειλε και δεύτερο.
«Θα σε πειράξει», τον μάλωνα, «η πίεσή σου… την ξέχασες τη θερμοπληξία;». Επινε το ουζάκι αργά και ξαφνικά άρχισε να σιγοτραγουδάει ένα παλιό δημοτικό τραγούδι. «Κάτω στα δασιανά τα πλατάνια, στην κρυόβρυση, Διαμαντούλα μου, στην κρυόβρυση. Κάθονταν δυο παλικάρια και μια λυγερή, Διαμαντούλα μου. Κάθονταν και τρώγαν και πίναν και κουβέντιαζαν».
Κοίταξα γύρω μου ντροπιασμένος τους θαμώνες του καφενείου, που είχαν μαζευτεί εκεί, όπως κάθε Κυριακή, μετά το σχόλασμα της εκκλησίας.
Τον αντίκριζαν όλοι τους με συμπάθεια, σαν να ήθελαν να τον ενθαρρύνουν.
Σηκώθηκε, αφού τέλεψε το τραγούδι του, περπατώντας αποφασιστικά – εγώ πίσω του –, καιρό είχα να τον δω να περπατάει με τόση ζωντάνια, πήγε ως το ταξί, το σταθμευμένο στον διπλανό δρομίσκο, άνοιξε μόνος του την πόρτα του.
«Ας επιστρέψουμε με ταξί, μην κουραστώ», μου εξήγησε μέσα στο αυτοκίνητο.
«Τι σ’ έπιασε φέτος το καλοκαίρι και τραγουδούσες κάτω από τον πλάτανο στο Ευπάλιο; Ποιο ήταν το άλλο “παλικάρι” που ήθελες εσύ να “κουβεντιάσεις” μαζί του και τι είχες να του πεις για εκείνη τη… Διαμαντούλα;», τον ρώτησα στην Αθήνα λίγες μέρες προτού πεθάνει.
«Απ’ όσο ξέρω, δεν σταμάτησες όλη σου τη ζωή να μιλάς, να εξιστορείς τις περιπέτειές σου. Κάθε φορά κι αλλιώτικα».
«Τίποτα δεν πρόλαβα να πω», αναστέναξε.
«Χρειάζεται να σε σκεπάζει μια βαθιά σκιά για να μπορέσεις κάποτε να μιλήσεις, για να θυμηθείς».