
Αυτό ήταν το “sequel”, όπως έχουμε μάθει να λέμε αφότου ξεβλαχέψαμε, της πρώτης επιτυχίας, εκείνης που έσπασε τα ταμεία, πέρα από κάθε προσδοκία των παραγωγών της. Η συνάντηση της Ούρσουλας με τον Ντόναλντ στη Σκωτία ήταν η ταινία “Daddy in Europe II”, δηλαδή η συνέχεια της τεράστιας επιτυχίας του έργου με τον Μαρκ Ρούτε ως συμπρωταγωνιστή του Ντόναλντ. Ομως, είναι πάντα η μοίρα των ταινιών αυτών η επιτυχία ποτέ να μην επαναλαμβάνεται. Η δεύτερη ταινία της σειράς πάντα απογοητεύει επειδή δεν μπορεί να ξεφύγει από τις εντυπώσεις που άφησε η πρώτη. Ούτε μια φορά, λ.χ., δεν ακούσαμε την Ούρσουλα να τον λέει «ντάντι». Εχω παρατηρήσει ότι συνήθως από την τρίτη συνέχεια και μετά είναι που βελτιώνεται το αποτέλεσμα. Επομένως, προσβλέπω σε μια τρίτη ευρωπαϊκή συνάντηση του Ντόναλντ, με την ελπίδα ότι τότε θα απολαύσουμε μια ερμηνεία που θα ξεπεράσει εκείνη του Ρούτε.
Αυτό που προέκυψε, πέραν πάσης αμφιβολίας, από την ευρωαμερικανική συνάντηση στη Σκωτία είναι η επιθυμία της Ευρώπης να μην τσακωθεί με τον πρόεδρο Τραμπ, εξ ου η υποχωρητικότητα αλλά και οι ανέφικτες δεσμεύσεις για εισαγωγές αμερικανικών υδρογονανθράκων και ευρωπαϊκές επενδύσεις στις ΗΠΑ. Το τελευταίο είναι, κατά την εκτίμησή μου, το σημαντικότερο στοιχείο για να ερμηνεύσουμε την ευρωπαϊκή στρατηγική. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υποσχέθηκε στον Ντόναλντ πράγματα τα οποία και οικονομικά είναι ανέφικτα και για τα οποία η ίδια δεν έχει αρμοδιότητα να δεσμευτεί. Πώς γίνεται, δηλαδή, να υπόσχεται για λογαριασμό όλων ένα αστρονομικό ποσό που θα πάει σε επενδύσεις στις ΗΠΑ; Οι ηγέτες δεσμεύονται μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που τους παρέχει ο καταστατικός χάρτης του Οργανισμού που εκπροσωπούν. Μόνο στον κόσμο του Ντόναλντ Τραμπ όλα είναι στον αέρα, χωρίς κανόνες, χωρίς ιστορικό βάθος, και τα «ντιλ» κλείνονται χάρη στις καλές διαπροσωπικές σχέσεις.
Γι’ αυτόν τον λόγο, όμως, η πρόεδρος της Επιτροπής υπερέβη τα εσκαμμένα. Ο σκοπός ήταν να κάνει τον πρόεδρο Τραμπ να νιώσει νικητής, να νιώσει ότι τακτοποίησε την Ευρώπη και τους «τζαμπατζήδες» της στη θέση που τους αξίζει. Γιατί, είτε μας αρέσει είτε όχι, η αντιπάθεια για την Ευρώπη είναι από τις σταθερές εμμονές στην προσωπικότητα του Τραμπ, όπως λ.χ. είναι και ο έρωτάς του για τους δασμούς, τα γεωτρύπανα κ.ά. Η ανάγκη λοιπόν να εξευμενιστεί ο Τραμπ ήταν η προτεραιότητα από ευρωπαϊκής πλευράς. Αμορφωσιά, απροθυμία μάθησης, ένα κουβάρι συμπλέγματα και ανασφάλειες, αν προσθέσουμε σε αυτά και την έντονη αντιπάθεια για ό,τι αντιπροσωπεύει η Ευρώπη, καταλαβαίνετε πόσο εύθραυστη ήταν η κατάσταση που έπρεπε να χειριστεί η Ούρσουλα. Και τα κατάφερε, να της το αναγνωρίσουμε. Εκείνος έφυγε από τη συνάντηση με την ψευδαίσθηση του νικητή, εκείνη έφυγε μέσα στη γενική κατακραυγή για την υποχωρητικότητά της.
Αυτός ήταν ο σκοπός όμως. Οσοι κατακρίνουν την ευρωπαϊκή υποχωρητικότητα έναντι του Τραμπ δεν αντιλαμβάνονται ότι η προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα, η απεξάρτηση από την αμερικανική προστασία, δεν είναι κάτι που γίνεται απότομα από τη μια μέρα στην άλλη. Για αρκετά χρόνια ακόμη η Ευρώπη θα βασίζεται σε αμερικανικά οπλικά συστήματα. Η ομαλότητα στη μετάβαση είναι λοιπόν απαραίτητη. Υπάρχει όμως ένα μειονέκτημα σε αυτή την «επιτυχία» της Ευρώπης, με εισαγωγικά ή χωρίς. Είναι πρόσκαιρη. Για πόσο θα πιστεύει ο Τραμπ ότι η Ευρώπη ετοιμάζεται να επενδύσει 600 δισ. ευρώ στην αμερικανική βιομηχανία; Ο εγωισμός του δεν θα επιτρέψει στους ειδικούς να μειώσουν την ικανοποίηση που νιώθει για τη νίκη του – ίσως να μη τολμήσουν καν να του εξηγήσουν για να μην μπλέξουν. Κάποια στιγμή, όμως, θα καταλάβει και τότε ουαί και αλίμονο. Συνεπώς, ποια είναι η σκοπιμότητα του προσωρινού;
Τόσο το εμετικό γλείψιμο του Ρούτε όσο και η υποχωρητικότητα της Ούρσουλα προς μία κατεύθυνση δείχνουν: την εκτίμηση των Ευρωπαίων ότι ο Τραμπ είναι προσωρινός και ότι αυτό το τσίρκο που παρακολουθούμε τώρα δεν πρόκειται να συνεχιστεί, όποιος και αν είναι ο διάδοχός του στην προεδρία, για τον απλό λόγο ότι πολύ δύσκολα θα βρεθεί χειρότερος. Ο,τι και αν ακολουθήσει τον Τραμπ, θα είναι ευκολότερο να βρεθεί μια κοινή ισορροπία στις σχέσεις. Τον διασκεδάζουν λοιπόν και έτσι κερδίζουν χρόνο, βασιζόμενοι στην εκτίμηση ότι μπόρα είναι και θα περάσει. Θα περάσει όμως; Και ποιος ξέρει τι θα αφήσει πίσω της…