
Πριν από μερικά χρόνια, το στοίχημα στο ΠΑΣΟΚ ήταν να βγει από τις Συμπληγάδες αλώβητο – από τη μια πλευρά, ένας παντοδύναμος ΣΥΡΙΖΑ απομυζούσε τις δυνάμεις του εξ αριστερών, φιλοδοξώντας να το απορροφήσει, την ώρα που από την άλλη η ΝΔ όλο και μεγάλωνε, εκμεταλλευόμενη τη μερίδα του λέοντος του μετώπου που διαμορφώθηκε από την πιο κρίσιμη εποχή της κρίσης και το βάρος των Μνημονίων. Πλέον το κόμμα έχει αλλάξει πίστα, το διακύβευμα όμως, με κάποιον περίεργο τρόπο, παραμένει το ίδιο. Αυτή τη φορά, η Χαριλάου Τρικούπη χτίζει τείχη, ώστε η πρόοδος του ΠΑΣΟΚ να μη χαθεί στην πορεία πριν ή ακόμα και μετά τις εκλογές. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια επιχείρηση θωράκισης της αυτονομίας της παράταξης, ώστε να μην αφήσει επικίνδυνες «διαρροές» να προσκαλέσουν ζημιές αργότερα.
Το πρώτο τείχος χτίζεται με το βλέμμα στραμμένο στις επόμενες εκλογές και στην πιθανότητα να μην υπάρξει αυτοδυναμία. Παρότι ο πασοκικός στόχος είναι η πρωτιά στην κάλπη του 2027, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μια άλλη πραγματικότητα – και πάνω σε αυτή δημιουργούνται οι σχετικές ερωτήσεις, που πολλές φορές πρόωρα καλείται να απαντήσει τόσο η ηγεσία όσο και τα στελέχη στα τηλεοπτικά πάνελ: αν η ΝΔ δεν πετύχει αυτοδυναμία, πόσο μεγάλη είναι η πιθανότητα συγκυβέρνησης;
Στο στόχαστρο και ο Πρωθυπουργός
Η σκληρή τακτική που ακολουθεί η Χαριλάου Τρικούπη απέναντι στη ΝΔ και στη διαχείριση του Μεγάρου Μαξίμου, βάζοντας στο στόχαστρο της πολιτικής κριτικής ακόμα και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, επισφραγίζει πως μια τέτοια κίνηση δεν μπορεί να προκύψει μετεκλογικά – γιατί πώς θα συνεργαστείς με κάποιον που κατηγορείς πως γνώριζε ή συγκάλυψε υποθέσεις όπως ο ΟΠΕΚΕΠΕ ή η τραγωδία των Τεμπών, πώς θα συνεργαστείς με κάποιον που ουσιαστικά κατηγορείς ότι σε παρακολουθούσε μέσω υποκλοπών; Καθόλου τυχαία δεν είναι ούτε η διαρκής αναφορά του Νίκου Ανδρουλάκη σε εκτεταμένη διαφθορά ή σε «εγκληματική οργάνωση» που φτάνει ακόμα και μέχρι την πόρτα του Μαξίμου – όσο πιο μετωπική είναι η σύγκρουση σήμερα, τόσο δυσκολότερο να υπάρξει πίεση για συγκυβέρνηση αύριο, τόσο εκτός όσο και εντός κομματικού πεδίου. Υπάρχουν αναλυτές που ανοίγουν παραθυράκι στο τι θα μπορούσε να συμβεί αν στη ΝΔ αρχηγός δεν ήταν ο Μητσοτάκης, όμως αφενός αυτό το σενάριο δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή στο τραπέζι και αφετέρου η εμπειρία της συγκυβέρνησης με τη ΝΔ, σε πιο κρίσιμες στιγμές από τη σημερινή που την κατέστησαν αναγκαία επιλογή, έχει αφήσει πικρή γεύση και εκλογικό αποτέλεσμα για το ΠΑΣΟΚ.
Η επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα
Θα έλεγε κάποιος ότι, αυτή τη στιγμή, το τείχος από την άλλη πλευρά είναι αχρείαστο – η καθοδική πορεία των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, ο κατακερματισμός του αριστερού, αλλά και η απόσταση που χωρίζει το ΠΑΣΟΚ από την Πλεύση Ελευθερίας (της οποίας η επιρροή μοιάζει να ξεφουσκώνει) δεν δείχνουν ένα απειλητικό τοπίο. Δεν είναι το χάος ο φόβος για το οποίο προνοεί η Χαριλάου Τρικούπη, αλλά αυτός που μπορεί να εμφανιστεί για να το διορθώσει: στην πραγματικότητα, όσο «ενοχλεί» την επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα ένα ισχυρό ΠΑΣΟΚ, άλλο τόσο συμβαίνει και το αντίστροφο – γιατί, στην καλύτερη, αυτομάτως «κόβει», λόγω πεπερασμένου ακροατηρίου, τον στόχο της πρώτης θέσης που έχει τεθεί από την ηγεσία.
Επειδή ο χρόνος και ο τρόπος της επιστροφής Τσίπρα παραμένουν από τα βασικά ερωτήματα του επόμενου διαστήματος και η αντιμετώπισή τους δεν είναι εύκολη, οι πρώτες ενδείξεις προκάλεσαν μια πασοκική υπεραντίδραση, η οποία συζητήθηκε στο εσωτερικό και έτσι οι τόνοι έπεσαν. «Δεν θα πλήξουμε», αρκέστηκε να πει πρόσφατα ο Ανδρουλάκης, όμως η «γραμμή» απέναντι στον Τσίπρα ήταν σαφής όταν, από το βήμα της Βουλής, τον εξομοίωσε με τον Μητσοτάκη: «Νομίζετε ότι το δίλημμα του ελληνικού λαού στις επόμενες εκλογές θα είναι με τον “διχασμό και τον Πινόκιο” ή με τη “διαφθορά Μητσοτάκη”», σχολίασε χαρακτηριστικά – ακόμα και οι εκλογικές ήττες του Τσίπρα από τον Μητσοτάκη αξιοποιούνται από το ΠΑΣΟΚ για να υπενθυμίσουν ότι δεν μπορεί να είναι αυτός ο αντίπαλος που θα μπορούσε να τον κερδίσει.
Οι γκρίνιες και ο φόβος των διαρροών
Ενας κίνδυνος, πάντως, σε σχέση με τον Τσίπρα έχει εντοπιστεί από έμπειρους παρατηρητές του κεντροαριστερού χώρου: υπάρχουν στελέχη εντός του κομματικού μηχανισμού που δικαίως ή αδίκως έχουν παράπονα από τη σημερινή ηγεσία – τα οποία ξεκινούν από οργανωτικά ζητήματα και καταλήγουν σε ζητήματα συνεννόησης ή κατεύθυνσης. Παρότι είναι αρκετά σαφές (με τα μέχρι τώρα δεδομένα) ότι κανένας από τους μεγάλους παίκτες της εσωκομματικής αντιπολίτευσης δεν δείχνει διάθεση να ανοίξει παράθυρο επικοινωνίας με την πλευρά Τσίπρα, οι διαρροές σε επίπεδο μεσαίων στελεχών θα μπορούσαν να στερήσουν κάποιες λίγες μεν, πολύτιμες δε μονάδες. Σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, αυτή η «στεγανοποίηση» δεν μπορεί να γίνει μόνο από την εσωκομματική αντιπολίτευση – που έτσι κι αλλιώς μοιάζει πρόθυμη ως έναν βαθμό να την κάνει.