
Η σχέση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχει πολλαπλά επίπεδα και ακόμη μεγαλύτερο εύρος, ανάλογα με την οπτική γωνία που την προσεγγίζει κανείς. Τίποτε πρωτότυπο ως εδώ – συμβαίνει και στις καλύτερες γειτονιές. Η δική μας όμως πολυπλοκότητα δημιουργεί ενίοτε περίπου σχιζοφρενικές καταστάσεις.
Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας προβλέπει αιγιαλίτιδα ζώνη γύρω από κάθε κομμάτι στεριάς, συμπεριλαμβανομένων των νησιών, που μπορεί να φτάνει έως και 12 μίλια. Η Τουρκία αρνήθηκε να υπογράψει το κείμενο, στου οποίου τη διαπραγμάτευση μετείχε ενεργώς, ιδίως επειδή δεν έγιναν δεκτές οι απόψεις της περί ύπαρξης ειδικού καθεστώτος στο Αιγαίο, διαφορετικού από τους (εν πολλοίς ήδη εθιμικούς) κανόνες της Σύμβασης. Θεώρησε δε σκόπιμο, όταν η Ελλάδα επικύρωσε τη Σύμβαση και άρα θα μπορούσε νομίμως και ευτύπως να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της έως τα 12 μίλια, να ανακοινώσει urbi et orbi ότι η άσκηση αυτού του δικαιώματος συνιστά αιτία πολέμου.
Ηδη όμως η Τουρκία επιθυμεί να μετάσχει στην ανάπτυξη της κοινής αμυντικής αγοράς στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στον σκληρό πυρήνα της οποίας η Ελλάδα ανήκει, παρά το γεγονός ότι οι πιθανότητες να γίνει η ίδια μέλος είναι αντικειμενικά ελάχιστες ενόψει της αυξανόμενης απόκλισής της από το ευρωπαϊκό κεκτημένο σε θέματα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κράτους δικαίου. Το επιχείρημά της είναι απλό: είναι μέλος της ευρύτερης οικογένειας, η οποία επίσης περιλαμβάνει και τους λοιπούς συμμάχους στο ΝΑΤΟ, και σε ποιον θα μπορούσαμε να έχουμε εμπιστοσύνη, αν όχι στην οικογένεια;
Είναι προφανές ότι δεν μπορεί κανείς να είναι διακηρυγμένος εχθρός στο μονοπάτι του πολέμου και ταυτόχρονα οικογενειακός έμπιστος – και η Ελλάδα ευλόγως προβάλλει τη διπολική παράνοια. Η προφανής κίνηση θα ήταν η άρση του casus belli, που θα μπορούσε να συνδυαστεί με τη μονομερή επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στα 10 μίλια, έτσι ώστε να ταυτίζεται και με τον εναέριο χώρο. Ως πρόσθετο πλεονέκτημα, το Αιγαίο θα διατηρούσε επαρκείς διαύλους ανοικτής θάλασσας, ώστε να κινούνται ελεύθερα και οι λοιποί γείτονες του Εύξεινου Πόντου, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Ουκρανία, η Γεωργία, ακόμη και η Ρωσία, οι οποίες συμμερίζονταν την ελληνική θέση και κανένα λόγο δεν έχουμε να τις στενοχωρήσουμε. Θα μπορούσε έτσι να κλείσει κατά τρόπο απολύτως νόμιμο και εύσχημο το διμερές αυτό πρόβλημα σε πνεύμα καλής πίστης και αγαστής συνεργασίας – γιατί, αν δεν μπορέσουμε να προχωρήσουμε πέρα από τον πέτρινο τοίχο που συναντούν τα ήρεμα νερά, απλώς η εντροπία θα εγκατασταθεί και θα έλθουν φουρτούνες.
- Η Μαρία Γαβουνέλη είναι καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΛΙΑΜΕΠ