
Στη σύγχρονη εποχή, ο επιπολασμός του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 έχει υπερδιπλασιαστεί, ενώ η παχυσαρκία έχει πάρει πανδημικές διαστάσεις. Η συνεχώς αυξανόμενη χρήση των φαρμάκων αγωνιστών του GLP-1 (GLP-1-RA) για την αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και της παχυσαρκίας έχει επιφέρει σημαντικά οφέλη αλλά και νέες ανησυχίες. Τα φάρμακα αυτά σαφώς προσφέρουν καρδιοπροστασία και νεφροπροστασία στους διαβητικούς και απώλεια βάρους στους παχύσαρκους. Ομως, πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι μπορεί να σχετίζονται με οφθαλμικές επιπλοκές, ιδιαίτερα μικροαγγειακές βλάβες στον αμφιβληστροειδή και οπτική νευροπάθεια. Η συχνότητα αυτών των οφθαλμικών επιπλοκών είναι πολύ μικρή και έχουν παρατηρηθεί κυρίως σε ασθενείς με σοβαρό και μακροχρόνιο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και προχωρημένη αθηροσκλήρωση.
Οι πρώτες ενδείξεις εμφανίστηκαν στη μελέτη SUSTAIN-6 σε ασθενείς που λάμβαναν σεμαγλουτίδη. Αυτοί/ές εμφάνισαν αυξημένο κίνδυνο για διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, αιμορραγία του υαλώδους σώματος και ανάγκη για φωτοπηξία ή ενδοϋαλοειδείς ενέσεις. Μεταγενέστερες αναλύσεις ενίσχυσαν αυτή τη συσχέτιση, ιδίως σε σύγκριση με άλλες θεραπείες όπως οι SGLT-2 αναστολείς.
Επιπλέον, μελέτες παρατήρησης και αναφορές περιπτώσεων έχουν δείξει αυξημένο κίνδυνο για πρόσθια ισχαιμική οπτική νευροπάθεια, κυρίως σε άτομα με μακροχρόνιο διαβήτη. Ωστόσο, ο αιτιολογικός μηχανισμός δεν έχει πλήρως αποσαφηνιστεί. Μια πιθανή εξήγηση είναι η ταχεία μείωση των επιπέδων γλυκόζης, η οποία μπορεί να προκαλεί επιδείνωση της ήδη υπάρχουσας μικροαγγειοπάθειας, ή η ταχεία πτώση της αρτηριακής πίεσης που πιθανόν συνοδεύει την απώλεια σωματικού βάρους, προκαλώντας τοπική ισχαιμία ή αιμορραγία σε άτομα με διαβητική αγγειοπάθεια.
Οι υπάρχουσες μελέτες έχουν περιορισμούς, όπως σύντομη διάρκεια παρακολούθησης, ετερογένεια στον πληθυσμό και έλλειψη απεικονιστικών μετρήσεων με οπτική τομογραφία συνοχής [optic coherence tomography (OCT)] ή OCT-Α, δηλαδή OCT-αγγειογραφία, δυο αναίμακτες, μη παρεμβατικές μέθοδοι που χρησιμοποιούν φως για τη μελέτη των ματιών, εξετάζοντάς τα εις βάθος, από τον κερατοειδή χιτώνα, το υαλώδες σώμα, τις στιβάδες του αμφιβληστροειδούς, έως το οπτικό νεύρο, καθώς και τα αγγεία της περιοχής του οφθαλμού. Επιπλέον, δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς η επίδραση της συστηματικής υπογλυκαιμίας ή της ταχείας απώλειας βάρους και αρτηριακής πίεσης στην υγεία του αμφιβληστροειδούς και του οπτικού νεύρου, κάτι που πρέπει να γίνει.
Παρά τις ενδείξεις για πιθανούς κινδύνους, τα GLP-1 RAs παραμένουν σημαντικά εργαλεία για τον έλεγχο του διαβήτη και της παχυσαρκίας. Εντούτοις, προτείνεται να διενεργείται προ της έναρξης βασικός οφθαλμολογικός έλεγχος και τακτική παρακολούθηση, με τις τελευταίες μεθόδους, ιδίως σε ηλικιωμένους, άτομα με προϋπάρχουσα διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια και σε άτομα που αναπτύσσουν υπογλυκαιμία ή έχουν ταχεία απώλεια βάρους. Προφανώς, για διάφορους λόγους η απώλεια βάρους ανά μήνα πρέπει να μην υπερβαίνει τα 3 κιλά, δεδομένου ότι παραπάνω μπορεί να αποτελεί σημαντικό στρεσογόνο παράγοντα για τον οργανισμό. Τουναντίον, η συστηματική λελογισμένη απώλεια βάρους με παράλληλη καλή διατροφή και μέτρια άσκηση μυϊκών αντιστάσεων οδηγεί με ασφάλεια στον έλεγχο του διαβήτη και της παχυσαρκίας και των συννοσηροτήτων της.
Ο Γεώργιος Π. Χρούσος είναι ακαδημαϊκός – ομότιμος καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας, ΕΚΠΑ, πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Pasteur