
Η προσέγγιση δεν είναι μαθηματική, το «ποντάρισμα» δεν αφορά τον αριθμό των ομάδων που αρχικά θα προκριθούν στις League Phase, αλλά την πορεία τους ως το τέλος. Μπορεί να περάσουν και οι τέσσερις των προκριματικών, μαζί με τον σίγουρο Ολυμπιακό να γίνουν πέντε και στην πορεία να συγκεντρώσουν στο σύνολο 15 βαθμούς. Δεν το λες κι επιτυχία.
Από την άλλη, αν τα καταφέρουν οι μισές των προκριματικών συν τον Ολυμπιακό, με την μία εξ αυτών να το παλεύει μέχρι τέλους, την δεύτερη να φτάνει στους 16 και την τρίτη στους 8 -ανεξαρτήτως διοργάνωσης- δεν το λες και αποτυχία.
Η εκτίμηση βασίζεται στην αναβάθμιση του Ελληνικού πρωταθλήματος, που όσο περνά ο χρόνος γίνεται πιο ανταγωνιστικό άρα και περισσότερο δυνατό. Αυτονόητα λοιπόν, οι ομάδες που προέρχονται από μια απαιτητική διαδικασία, ανταποκρίνονται πιο αποτελεσματικά σε θεσμούς υψηλών εντάσεων.
Τα τελευταία χρόνια είδαμε τον Ολυμπιακό να κατακτά το Conference και τον ΠΑΟΚ να φτάνει δυο φορές στα προημιτελικά. Ασυνήθιστο για τα μέχρι πρότινος δεδομένα και δεν πρόκειται για συγκυρία, αφού χρόνο με το χρόνο η ανταγωνιστικότητα γίνεται καθιερώνεται.
Για να πάρει κάποιος τον τίτλο πρέπει να είναι όντως καλύτερος και να φτύσει αίμα όπως λέμε.
Ούτε με απευθείας ανάθεση το κατακτά, ούτε επειδή μεταξύ των τυφλών ξεχωρίζει ο μονόφθαλμος, όπως συνέβαινε παλιότερα.
Οι εγχώριοι αγώνες είναι κάτι σαν μίνι προετοιμασίες εν όψει Ευρωπαϊκών, σε περίπτωση που στις προπονήσεις κάνεις περιπάτους χωρίς να ιδρώσεις ιδιαίτερα, όταν έρθει η ώρα του αγώνα που επιβάλλεται να υπερβάλεις εαυτόν, οι άλλοι θα πατάνε το τούρμπο κι εσύ θα τους κυνηγάς πάνω σε ηλεκτρικό πατίνι.
Σύμφωνα με στατιστική έρευνα που είχε γίνει περίπου δυο δεκαετίες πριν, τα καθαρά λεπτά που παιζόταν ποδόσφαιρο σε Ευρωπαϊκή διοργάνωση ξεπερνούσαν τα 70, ενώ στην Ελλάδα δεν έφταναν ούτε τα 60.
Τα 15 λεπτά της διαφοράς ισοδυναμούν με το 1/6 της συνολικής διάρκειας, το σημαντικότερο ήταν όμως η μείωση του ρυθμού σε βαθμό…κακουργήματος. Είχε γίνει θεσμός να πέφτουν παίκτες σφαδάζοντας και μέχρι να μπει το ΕΚΑΒ και τα σωστικά συνεργεία για να προλάβουν το…μοιραίο, έφευγαν 3 λεπτά. Στην συνέχεια ερχόταν η σειρά άλλου ποδοσφαιριστή, αμέσως μετά το ball boy πάθαινε θλάση και δεν μπορούσε να επιστρέψει τη μπάλα.
Οι συνεχείς βουτιές προκαλούσαν εκνευρισμό στους παίκτες που έψαχναν αφορμή να μαλώσουν σαν τα κοκόρια αλλά και στον κόσμο που με την παραμικρή αφορμή πετούσε διάφορα εντός αγωνιστικού χώρου και κάπως έτσι οι διακοπές πολλαπλασιάζονταν. Το ένα έφερνε το άλλο και καταλήγαμε να βλέπουμε παιχνίδια που από αγωνιστικής πλευράς, ξεκινούσαν σβηστά και τελείωναν το ίδιο. Κι εκείνο που έμενε περισσότερο στη μνήμη δεν ήταν το θέαμα αλλά οι καυγάδες.
Λίγο πολύ βολεύονταν όλοι, όταν όμως ερχόταν η ώρα της Ευρώπης με αντιπάλους που είχαν συνηθίσει σε υψηλές εντάσεις, ντρεπόμασταν να δούμε το τελικό σκορ.Το ελληνικό πρωτάθλημα έχει αλλάξει, παρακολουθείς Ολυμπιακός – ΠΑΟΚ ή ΑΕΚ – Παναθηναϊκός και σίγουρα δεν πλήττεις. Ευκαιρίες, φάσεις, γκολ, ανατροπές, πάνω κάτω η μπάλα, είναι όσα έβλεπες κάποτε σε ξένα πρωταθλήματα και μονολογούσες «εμείς πότε θα δούμε επιτέλους, τέτοιους αγώνες στην Ελλάδα».
Πλέον βλέπουμε. Κι όχι μόνο στα παραδοσιακά ντέρμπι, αφού για τους μεγάλους δεν είναι τόσο απλό να περάσουν από έδρες μικρότερων.
Σε όλα τα παραπάνω λίγο ή πολύ, συνέβαλε και η ΕΠΟ και οι ξένοι και το VAR που εκτός από περισσότερη αξιοπιστία, δίνει την επιλογή συνέχισης το παιχνιδιού.Με την ευκαιρία, θεωρώ εξαιρετική την επιλογή Λανουά να φέρνει διαιτητές από την Γερμανία, που έχουν μάθει να σφυρίζουν τα…απολύτως απαραίτητα.Βρισκόμενοι εμείς στο ένα άκρο, μόνο το άλλο άκρο μπορούσε να μας επαναφέρει στην τάξη.
Στο ΑΕΚ-ΠΑΟΚ τον Οκτώβρη του 2023 που σφύριζε ο Μπριχ, στο δεκάλεπτο είχαν καταγραφεί 4-5 βουτιές. Όχι φάουλ δεν έδινε, αλλά ούτε γύριζε να κοιτάξει τους καταδύτες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να αφήσουν τις βουτιές, να παίξουν ποδόσφαιρο και στο τέλος τόσο οι χαμένοι όσοι και οι κερδισμένοι, συμφωνούσαν πως το παιχνίδι ήταν χορταστικό…